Πολλά είναι τα ερωτήματα που προκαλεί η ενασχόληση με τον τζόγο, καθώς και ο εθισμός σε αυτόν, σε όσους βλέπουν από απόσταση το πρόβλημα αυτό. Αρχικά γιατί παίζουμε, εφόσον η πιθανότητα να χάσουμε είναι σημαντικά μεγαλύτερη από το να κερδίσουμε; Πότε ο τζόγος γίνεται παθολογικός και πότε αρχίζει να αποτελεί εξάρτηση για τον παίχτη;

Που οφείλετε η « παράλογη » συμπεριφορά του εξαρτημένου στον τζόγο, ο οποίος θα σκαρφιστεί δικαιολογίες ψέματα, θα καταχραστεί χρήματα, προκειμένου να ξαναπαίξει, έχοντας συχνά στο μυαλό του ότι θα καταφέρει με αυτό τον τρόπο να ξεχρεώσει και να βγει από τον κύκλο του τζόγου;

 

 

Εξίσου παράλογη είναι βέβαια και η συμπεριφορά του στενού περιβάλλοντος του εξαρτημένου που συχνά του εξασφαλίζει τα χρήματα για να ξεχρεώσει, ενώ ουσιαστικά γνωρίζει ότι απλά ξεκινάει για τον εξαρτημένο και τους οικείους του άλλος ένας γύρος που μπορεί να τον φέρει πιο κοντά στην καταστροφή.

Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα θα επιχειρήσουμε μια αντικειμενική ψυχολογική περιγραφή του εθισμού στο τζόγο, καθώς και μια πιο υποκειμενική θεώρηση του προβλήματος του ίδιου του εξαρτημένου, μέσα από την εμπειρία μας στην ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση αυτής της πάθησης.

 

Περιγραφή

Ο εθισμός στον τζόγο αποτελεί μια από τις εξαρτήσεις σε συμπεριφορές όπως μπορεί να είναι στο διαδίκτυο, στο σεξ, στην αγορά προϊόντων, στα « videogames» κ.α. Χαρακτηριστικό σε αυτές τις συμπεριφορές είναι ότι δεν μεσολαβεί η πρόσληψη κάποιας ψυχοδραστικής ουσίας καθώς το ευφορικό αποτέλεσμα που προσλαμβάνει ο εξαρτημένος προέρχεται από ουσίες που παράγει το ίδιο το σώμα μας και ο εγκέφαλός μας (βλ. ενδορφίνες, σύστημα ανταμοιβής – επικλινή πυρήνα).

Παρόλο που οι συμπεριφορές ρίσκου και τζόγου φέρουν αναφορές από την αρχαιότητα, η κατάταξη της εξάρτησης στο τζόγο σε ψυχική πάθηση έγινε για πρώτη φορά το 1980 (DSM III). Μέχρι τότε στη διεθνή βιβλιογραφία της ψυχολογίας (όσο και στην ψυχιατρική και στην ψυχανάλυση) η προβληματική αυτή αποτελούσε ένα «πάθος», μια καταστρεπτική συνήθεια, ένα «βίτσιο». Στο επίπεδο της διάγνωσης συγκαταλεγόταν σαν σύμπτωμα στην διαφοροδιάγνωση συγκεκριμένων ψυχικών παθήσεων (μανία, αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας) αλλά δεν αποτελούσε κατεξοχήν πάθηση.

Η δυσκολία της επιστημονικής κοινότητας μέχρι τότε να μιλήσει για εξάρτηση στον τζόγο οφείλεται στο ότι δεν μεσολαβεί κάποια ψυχοδραστική ουσία στην ενασχόληση με τον τζόγο, όπως αναφέραμε παραπάνω, όσο και το γεγονός ότι συνέπεια του τζόγου αλλά και αιτία για τον εθισμό σε αυτόν μπορεί να αποτελέσει κάποια ψυχιατρική πάθηση.

Σύμφωνα με  τα σημερινά επιστημονικά δεδομένα στην ψυχολογία, η εξάρτηση στον τζόγο τοποθετείται τόσο στην προβληματική της διαταραχής ελέγχου των παρορμήσεων όσο και σε αυτή της εξάρτησης.

Αιτιολογία

Αναζητώντας την αιτιολογία της εξάρτησης στον τζόγο έχει σημασία να επιχειρήσουμε μια περιγραφή του προβλήματος με μια αντικειμενική προσέγγιση των γενικών χαρακτηριστικών των εξαρτημένων,

Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τρία χαρακτηριστικά στον παθολογικό τζόγο : α) την παρορμητικότητα, β) τον ψυχαναγκασμό και γ) την εθιστική συμπεριφορά.

 

Η παρορμητικότητα δίνει την επιθυμία στον ασθενή να ρισκάρει, να αναζητήσει έντονες συγκινήσεις, ενώ το συναίσθημα είναι ιδιαίτερα ευμετάβλητο με μεγάλες αποκλίσεις στη διακύμανσή του. Πιο συγκεκριμένα, ο παθολογικός τζογαδόρος δεν μπορεί να βιώσει σε ικανό βαθμό απλές και καθημερινές καταστάσεις, όπως την συναναστροφή του με την οικογένειά του ή διάφορες κοινωνικές δραστηριότητες. Θα μπορούσαμε να πούμε χαρακτηριστικά ότι η ικανότητά του να βιώνει καθημερινά συναισθήματα έχει «απορυθμιστεί» καθώς η ενασχόληση με τον τζόγο δίνει στον εξαρτημένο πολλαπλάσια ποσοτικά συναισθήματα, τόσο θετικά όσο αρνητικά. Σαν συνέπεια έρχεται η ανηδονία και η απάθεια αναφορικά με οποιοδήποτε συναισθηματικό ερεθισμό που αφορά την καθημερινότητα εκτός τζόγου, καθώς ο εξαρτημένος δεν μπορεί να τα νιώσει επαρκώς όλα αυτά τα συναισθήματα, εφόσον είναι υποπολλαπλάσια ποσοτικά των συναισθημάτων που αφορούν καθημερινές δραστηριότητες και διαπροσωπικές σχάσεις (ένας καφές με ένα φίλο, η ενασχόληση του εξαρτημένου με τα παιδιά του, κλπ.) Αντίθετα, ο εξαρτημένος αναγκάζεται να αναζητά την έντονη συγκίνηση είτε του κέρδους είτε της χασούρας για να προσλάβει μια στιγμιαία συναισθηματική εκφόρτιση. Οι αποφάσεις του παθολογικού τζογαδόρου παίρνονται στο λεπτό, καθώς καθετί που θα κάνει ή θα πει είναι άμεσο και δεν συνοδεύεται από ιδιαίτερη σκέψη. Η διάθεσή του είναι οξυμένη βρίσκεται σε ένταση, σε ανησυχία και το μυαλό του τρέχει με μεγάλη ταχύτητα βρίσκοντας προσωρινές λύσεις φτιάχνοντας σενάρια για το τι θα πει σε ποιον, πως θα δικαιολογήσει τη χασούρα, την καθυστέρησή του, κ.α. Οτιδήποτε κάνει κάποιος στον τζόγο, το κάνει με πάθος, κερδίζει και χάνει με πάθος, τσακώνεται και επανασυνδέεται με τα αγαπημένα του πρόσωπα, συχνά υποτιμά και προσβάλει τον εαυτό του ενώ άλλοτε ζει με ένα αίσθημα μεγαλείου και εξυψώνει τις ικανότητές του και την προσωπικότητα του.

 

Αναφορικά με τον ψυχαναγκασμό, ο παθολογικός τζογαδόρος συνεχίζει και παίζει διατηρώντας την πεποίθηση ότι αν μείνει μέσα στο παιχνίδι, κάποια στιγμή θα του γυρίσει και θα πιάσει κάποιο καλό ποντάρισμα. Αυτή η πεποίθηση στοιχειώνει το μυαλό του παίχτη και τον εξαναγκάζει να συνεχίζει να παίζει ανελλιπώς με τον φόβο ότι αν δεν παίξει κάποια στιγμή, ή αλλιώς «χάσει» κάποιο ποντάρισμα, τότε ενδεχομένως στο συγκεκριμένο ποντάρισμα θα έπιανε κάποιο μεγάλο κέρδος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί καμπάνια διαφήμισης γνωστού παιχνιδιού τζόγου που βασίζεται στην ατάκα: «κι αν σου κάτσει…», καθώς ο εξαρτημένος τζογαδόρος διατηρεί συνειδητά είτε προσυνειδητά τον ψυχαναγκαστικό φόβο ότι αν χάσει κάποιο ποντάρισμα θα μπορούσε να είναι το ποντάρισμα με το οποίο θα του «καθόταν η καλή». Άλλου είδους ψυχαναγκαστικές σκέψεις αποτελούν οι τελετουργίες με αριθμούς ή με τρόπους τζογαρίσματος ή με συστήματα παιξίματος, που ενώ ο εξαρτημένος βλέπει ότι δεν του βγαίνουν και εφόσον βρίσκεται στο σύνολο χαμένος, διατηρεί τα συστήματα αυτά και τα ενισχύει δικαιολογώντας τα και ρίχνοντας το φταίξιμο σε οποιοδήποτε άλλο παράγοντα.

 

Αναφορικά με την εθιστική συμπεριφορά, το βιολογικό κομμάτι του εθισμού στον τζόγο βασίζεται στο φαινόμενο της συναισθηματικής έντασης που εμφανίζεται στη νευροδιαβίβαση του εγκεφάλου τη στιγμή που λαμβάνει το αποτέλεσμα του στοιχήματος ή του πονταρίσματος. Η ένταση της απόλαυσης, θετική και αρνητική, μεγιστοποιείται τη στιγμή αυτή, καθώς μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου εναλλάσσονται σκέψεις και συναισθήματα σχετικά με την προσδοκία του κέρδους και το φόβο της χασούρας. Αυτή η εναλλαγή είναι συνεχόμενη και πολλαπλή, καθώς μπορεί να περάσουν δεκάδες τέτοιες σκάψεις σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, χωρίς ο εξαρτημένος να μπορεί να τις απομονώσει είτε να τις κατανοήσει καθώς δρουν παραισθητικά. Τα αρνητικά και θετικά συναισθήματα της αναγγελίας του αποτελέσματος (απογοήτευση, ματαίωση, θυμός/ αίσθημα θριάμβου, επιβεβαίωση) διαδέχονται την ένταση της αρχικής προσδοκίας του κέρδους. Το φαινόμενο αυτό θα μπορούσαμε να πούμε ότι προκαλεί μια «διαφορά δυναμικού», μια μέγιστη κορύφωση σε συναισθηματικό επίπεδο, οπού ο παίχτης αναζητά την επαναπρόσληψη αυτής και  αποτελεί την κύρια αιτία, που κάποιος εθίζεται στον τζόγο, όσον αφορά την νευροδιαβίβαση του εγκεφάλου.

 

 

 

 

MSc Τσερπέλης Δημήτριος

Κλινικός Ψυχολόγος / Ερευνητής

#########