Ο καρκίνος του μαστού αποτελεί το συχνότερο κακόηθες νεόπλασμα του γυναικείου πληθυσμού (27%) και τη δεύτερη αιτία θανάτου από καρκίνο στις γυναίκες, μετά το καρκίνο του πνεύμονα. Κάθε χρόνο πάνω από 1.300.000 γυναίκες αναμένεται να διαγνωσθούν παγκόσμια με καρκίνο του μαστού και περίπου 470.000 θα χάσουν τη ζωή τους από τη νόσο. Στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουμε περίπου 370.000 νέες περιπτώσεις ανά έτος και ένα παρόμοιο αριθμό στις ΗΠΑ, ενώ στη χώρα μας προσβάλλονται πάνω από 4.000 γυναίκες κάθε χρόνο.  Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία χρόνια έχει διαπιστωθεί διεθνώς ότι μειώνεται συνεχώς ο αριθμός των γυναικών που χάνουν τη ζωή τους από τη νόσο και αυτό οφείλεται κυρίως στην έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου σε ‘πρώϊμο’ στάδιο και κατά δεύτερο λόγο στην εξέλιξη και την εφαρμογή νέων και αποτελεσματικότερων θεραπειών

.

 

 

Η βασική αιτία δημιουργίας ενός καρκίνου στο μαστό παραμένει άγνωστη. Μία γυναίκα όμως έχει μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσει καρκίνο μαστού ανάλογα με τους παράγοντες κινδύνου που συγκεντρώνει και τέτοιοι είναι: η ηλικία (όσο μεγαλώνει αυξάνει η πιθανότητα), το οικογενειακό ιστορικό (μητέρα ή αδελφή με καρκίνο μαστού), η διάρκεια των ετών της περιόδου (πρώιμη εμμηναρχή – καθυστερημένη εμμηνόπαυση), η ατεκνία ή η καθυστερημένη πρώτη κύηση, η παχυσαρκία, η μακροχρόνια χρήση ορμονικής υποκατάστασης. Επίσης, υπάρχει και ο «κληρονομικός» καρκίνος το μαστού που εμφανίζεται κυρίως σε νέες γυναίκες που έχουν μία βλάβη (μετάλλαξη) σε κάποια συγκεκριμένα γονίδια (BRCA1&2).

Η πιθανότητα εμφάνισης της νόσου σε αυτές τις γυναίκες φθάνει περίπου στο 80% κατά τη διάρκεια της ζωής τους, ενώ συγχρόνως συνοδεύεται από υψηλή πιθανότητα, περίπου 60%, εμφάνισης καρκίνου των ωοθηκών. Ο κληρονομικός όμως καρκίνος του μαστού, αποτελεί μικρό ποσοστό (<10%) των καρκίνων.

Το κυριότερο όπλο στη μάχη ενάντια στο καρκίνο του μαστού είναι η «έγκαιρη διάγνωση», τότε που ένας μικρός σε μέγεθος καρκίνος μπορεί να αντιμετωπισθεί με μεγάλη επιτυχία. Αυτό επιτυγχάνεται κυρίως με τη μαστογραφία και τη κλινική εξέταση από εξειδικευμένο στις παθήσεις του μαστού ιατρό. Κάθε γυναίκα μεταξύ 35-40 ετών θα πρέπει να υποβάλλεται σε κλινική εξέταση των μαστών κάθε δύο χρόνια και να κάνει το πρώτο έλεγχο με μαστογραφία. Από την ηλικία των 40 ετών, θα πρέπει να υποβάλλεται σε μαστογραφία και κλινική εξέταση των μαστών μία φορά το χρόνο. Όσο νωρίτερα διαγνωσθεί ένας καρκίνος του μαστού, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες για επιτυχημένη θεραπεία. Την καλύτερη πορεία έχει ένας μη-διηθητικός καρκίνος (in situ) ή ένας μικρού μεγέθους καρκίνος που ανιχνεύθηκε στη μαστογραφία.

Γι αυτό και ο ετήσιος μαστογραφικός έλεγχος μετά την ηλικία των 40 ετών αποτελεί το κυριότερο μέσο έγκαιρης διάγνωσης. Άλλωστε, η αύξηση του ποσοστού των καρκίνων που ανιχνεύονται με τη μαστογραφία, πριν γίνουν αντιληπτοί με τη κλινική εξέταση ή την αυτοεξέταση της γυναίκας, είναι ο κύριος λόγος της βελτίωσης της πορείας των ασθενών με καρκίνο του μαστού στην εποχή μας.

Επιπρόσθετα, τα τελευταία χρόνια έχουν εξελιχθεί πάρα πολύ τα μηχανήματα υπερήχων. Η δυνατότητα μελέτης της αγγείωσης των αλλοιώσεων του μαστού, η χρήση της ελαστογραφίας, οι τρισδιάστατες εικόνες που δίνουν οι νέοι 3D υπέρηχοι, μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά στη διάγνωση. Σημαντική επίσης είναι η βοήθεια της Μαγνητικής Μαστογραφίας, η οποία εφαρμόζεται με συγκεκριμένες ενδείξεις. Δεν θα πρέπει όμως να ξεχνούμε ότι βασική εξέταση έγκαιρης διάγνωσης εξακολουθεί να είναι η κλασσική μαστογραφία. Ειδικά οι νέοι ψηφιακοί μαστογράφοι μπορούν να έχουν υψηλή ευκρίνεια και στους δύσκολους, πυκνούς μαστούς.

 

Όσον αφορά τις εξελίξεις στη θεραπευτική αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού, στη Χειρουργική θα σημειώναμε τη καθιέρωση των επεμβάσεων που διατηρούν το μαστό, τις τεχνικές της «ογκοπλαστικής» που βοηθούν ακόμη περισσότερο σε αυτή τη κατεύθυνση ώστε να έχουμε πολύ καλό αισθητικό αποτέλεσμα για τη γυναίκα που χειρουργείται για καρκίνο του μαστού και την εφαρμογή της τεχνικής του «φρουρού λεμφαδένα» που επιτρέπει την αποφυγή εκτεταμένης εγχείρησης στους λεμφαδένες της μασχάλης σε όσες ασθενείς δεν είναι απαραίτητο για την αντιμετώπιση της νόσου τους.

Από τη πλευρά της φαρμακευτικής θεραπείας, σημαντική εξέλιξη τα τελευταία χρόνια είναι η στροφή προς εξατομικευμένες και στοχευμένες θεραπείες, φάρμακα δηλαδή που επιλέγονται μετά από ειδικές αναλύσεις ευαισθησίας για να καταπολεμήσουν το συγκεκριμένο όγκο, της συγκεκριμένης ασθενούς. Ειδικά στο τομέα της Ορμονοθεραπείας, ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα έδωσε η ευρεία χρήση των αναστολέων της αρωματάσης στις μετεμμηνοπαυσικές ασθενείς με ορμονοευαίσθητο καρκίνο του μαστού. Μεγάλες κλινικές μελέτες τα τελευταία χρόνια έδειξαν ότι η χορήγησή τους εξ αρχής αντί για Ταμοξιφένη (Αναστραζόλη και Λετροζόλη) ή μετά από 2-3 χρόνια χορήγησης Ταμοξιφένης (Εξεμεστάνη), αλλά ακόμη και μετά την ολοκλήρωση 5ετούς θεραπείας με Ταμοξιφένη (εκτεταμένη θεραπεία με Λετροζόλη) μπορεί να βελτιώσει σημαντικά τη πορεία της νόσου και να απομακρύνει τη χρονική στιγμή ανάπτυξης μεταστάσεων.

Στην εποχή μας, ο καρκίνος του μαστού είναι μία νόσος που μπορεί να νικηθεί, αρκεί να διαγνωσθεί έγκαιρα και σε αυτό είναι η ίδια η γυναίκα που μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό της. Ο τακτικός, συστηματικός έλεγχος  των μαστών με ετήσια μαστογραφία και κλινική εξέταση, εφόσον ανιχνευθεί ένας πρώιμος καρκίνος, θα προσφέρει ουσιαστικά αποτελέσματα όπως τη τοπική αφαίρεση του όγκου με άριστο αισθητικό αποτέλεσμα και αποφυγή της μαστεκτομής, την ευκολότερη αντιμετώπιση με θεραπείες με λιγότερες παρενέργειες και το σημαντικότερο, τις περισσότερες φορές τη πλήρη ίαση, όπως σε μη-διηθητικούς όγκους (in situ) και αψηλάφητους, μικρού μεγέθους καρκίνους που ανιχνεύθηκαν στη μαστογραφία.

 

 

 

 

 

Χρήστος Ι. Μαρκόπουλος
Αν. Καθηγητής Χειρουργικής Ιατρικής Σχολής Αθηνών                           
Πρόεδρος Ελληνικής Χειρουργικής Εταιρείας Μαστού

http://www.markopoulos.gr

#########