Η Ελληνική Εταιρεία Μελέτης Μελανώματος πραγματοποίησε, στο πλαίσιο του 4ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Μελανώματος, Συνέντευξη Τύπου στην Αίγλη Ζαππείου. Οι ομιλητές της Συνέντευξης Τύπου αναφέρθηκαν επιγραμματικά στη σημασία και την καθιέρωση του 4ου Πανελλήνιου Συνεδρίου, καθώς και στην πρόοδο που έχει σημειωθεί στις νέες «στοχεύουσες» θεραπείες που αναπτύσσονται για το μελάνωμα.
Για μια νέα εποχή στην αντιμετώπιση του μελανώματος μίλησε ο Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Μελανώματος και Πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου κος Δημήτριος Μπαφαλούκος, Παθολόγος- Ογκολόγος, «Για πρώτη φορά, μετά από 30 χρόνια, φαίνεται φως στο μακρύ σκοτεινό τούνελ της θεραπείας του μελανώματος. Δυο φάρμακα, μετά από σημαντικές κλινικές μελέτες, περιμένουν έγκριση με τη διαδικασία του επείγοντος από το FDA της Αμερικής και το EMEA της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πρώτο (PLX 4032) στοχεύει σε ασθενείς με συγκεκριμένη μετάλλαξη BRAF/V600E, που βρίσκεται στο 50% των αρρώστων με μεταστατικό μελάνωμα. Οι ανταποκρίσεις φτάνουν το 80%, ενώ το ελεύθερο υποτροπής διάστημα έχει διπλασιαστεί. Το δεύτερο (IPILIMUMAB) ανήκει στην ανοσοθεραπεία και ενεργοποιεί συγκεκριμένα μόρια που είναι υπεύθυνα για την ενεργοποίηση της άμυνας του οργανισμού (Τ λεμφοκύτταρο). Για πρώτη φορά σε μεταστατική νόσο, σε συγκριτική μελέτη, φάνηκε αύξηση της επιβίωσης των αρρώστων στατιστικά σημαντική». Η πρόοδος, λοιπόν της μοριακής ογκολογίας είναι σημαντική και στο μελάνωμα οδηγώντας την έρευνα σε νέα πιο αποτελεσματικά μονοπάτια.
Σύμφωνα με δήλωση του Αν. Καθηγητή Δερματολογίας- Αφροδισιολογίας κου Αλέξανδρου Στρατηγού, «Το μελάνωμα είναι θεραπεύσιμο εάν διαγνωστεί και αντιμετωπιστεί όσο ο όγκος είναι λεπτός και δεν έχει εισβάλει βαθιά στο δέρμα. Η πρώιμη ανίχνευση και η πρόληψη του μελανώματος έχουν, επομένως τεράστια σημασία για την επιβίωση (πρόγνωση) των ασθενών και επιτυγχάνεται με τρείς κυρίως τρόπους: α) την τακτική εξέταση του δέρματος από δερματολόγο ή εξειδικευμένο ιατρό, β) την περιοδική αυτοεξέταση του δέρματος (εξέταση από τον ίδιο τον ασθενή) και γ) την ορθή εφαρμογή των κανόνων της αντιηλιακής προστασίας».
Σήμερα, το μελάνωμα αποτελεί το 3% του συνόλου των καρκίνων με 130.000 νέα κρούσματα ετησίως σε όλο το κόσμο. Στην Ελλάδα, η συχνότητα της νόσου βαίνει αυξανόμενη και υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο 4-5 άτομα ανά 100.000 κατοίκους εμφανίζουν μελάνωμα.
Πολλαπλές επιδημιολογικές μελέτες σε διάφορους πληθυσμούς έχουν δείξει ότι το ανοιχτόχρωμο δέρμα, η ευπάθεια στο ηλιακό έγκαυμα, η αυξημένη διαλείπουσα έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία, ιδιαίτερα κατά την παιδική ηλικία, και η παρουσία πολλαπλών ή δυσπλαστικών μελανοκυτταρικών σπίλων αποτελούν τους ισχυρότερους προδιαθεσικούς παράγοντες του μελανώματος. Οι ίδιοι παράγοντες φαίνεται ότι παίζουν καθοριστικό ρόλο και στην προδιάθεση της νόσου και στον ελληνικό χώρο, σύμφωνα με μελέτες των ομάδων που συνεργάζονται σε αυτή την πρόταση.
Πιο συγκεκριμένα, τόσο στη μελέτη της Κρήτης όσο και στη μελέτη της Αθήνας, κλινικά χαρακτηριστικά όπως οι πολλαπλοί κοινοί σπίλοι και οι δυσπλαστικοί σπίλοι, ενοχοποιήθηκαν ως σημαντικοί παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη μελανώματος. Αντίθετα, φαινοτυπικά χαρακτηριστικά, όπως ο φωτότυπος του δέρματος, και το χρώμα των ματιών και των μαλλιών στη μελέτη της Αθήνας, δε φαίνεται να αποτελούν σημαντικούς παράγοντες κινδύνου για τον ελληνικό πληθυσμό.
Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για τα ηλιακά εγκαύματα, έναν από τους καλύτερα τεκμηριωμένους παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη μελανώματος σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία. Μία πιθανή εξήγηση είναι ο ιδιαίτερα ανθεκτικός φωτότυπος δέρματος των μεσογειακών πληθυσμών, όπως ο ελληνικός, που «προστατεύει» από την εκδήλωση των επώδυνων, έντονα φλεγμονωδών ηλιακών εγκαυμάτων που τυπικά παρατηρούνται σε άτομα με ανοιχτόχρωμο δερματικό φωτότυπο (π.χ. στους βόρειους Ευρωπαίους) κατόπιν ανάλογης έκθεσης.
Τα επιδημιολογικά στοιχεία από την Ελλάδα είναι περιορισμένα και προέρχονται από αρχεία καταγραφής νοσοκομειακών κέντρων που δεν μπορούν ωστόσο να αποτυπώσουν την εικόνα που έχει η νόσος στο γενικό πληθυσμό. Η θνησιμότητα της νόσου παρουσιάζει και αυτή αυξητική τάση (αν και όχι στο βαθμό που εμφανίζει η συχνότητα της νόσου) ιδιαίτερα στους άνδρες ηλικίας άνω των 60 ετών.
Ο λόγος πουαυτή η ηλικιακή ομάδα πλήττεται περισσότερο δεν είναι γνωστός, αλλά ενδεχομένως έχει να κάνει με μικρότερη ευαισθητοποίηση στα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά της νόσου (κριτήρια ABCD) και σε μία ενδεχομένως επιθετικότερη βιολογική συμπεριφορά των όγκων στις ηλικίες αυτές λόγω έκπτωσης του ανοσολογικού συστήματος.