Η καλή ψυχική και σωματική υγεία των παιδιών δεν είναι μόνο ένας αξιόπιστος δείκτης κοινωνικής και υγειονομικής «ευημερίας» μιας χώρας, αλλά αποτελεί, ταυτόχρονα, την πιο βάσιμη και ουσιαστική ελπίδα της χώρας αυτής.
Στην Ελλάδα ο δείκτης αυτός φτάνει σε υψηλά επίπεδα τις τελευταίες δεκαετίες, καθιστώντας τη χώρα μας μια από τις πλέον «ευημερούσες» στην Ευρώπη. «Παραφωνία» σε αυτό αποτελεί η σύγχρονη τάση παχυσαρκίας των Ελληνόπουλων, η οποία ακολουθεί συνεχή αυξητική πορεία τα τελευταία χρόνια. Αντίθετα, σε πολύ καλά ποσοστά κυμαίνεται ο εμβολιασμός των παιδιών στη χώρα μας, γεγονός που συνηγορεί στη δημιουργία στέρεων βάσεων για την ανάπτυξη και την ενήλικη ζωή τους.
Αυτά τόνισαν σήμερα σε συνέντευξη τύπου η Αντιπρόεδρος του Ελληνικού Κολλεγίου Παιδιάτρων, Καθηγήτρια Παιδιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Μαρία Θεοδωρίδου, η Καθηγήτρια Παιδιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρύσα Τζουμάκα – Μπακούλα και η Παιδίατρος – Αναπτυξιολόγος, Υπεύθυνη της Μονάδας Αναπτυξιακής και Συμπεριφορικής Παιδιατρικής της Α’ Παιδιατρικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Νοσοκομείο Παίδων «ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ», κ. Παναγιώτα Περβανίδου. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε με αφορμή τη διεξαγωγή του 1ου Διεθνούς Συνεδρίου του Ελληνικού Κολλεγίου Παιδιάτρων και της Βασιλικής Εταιρείας Ιατρικής (Royal Society of Medicine) του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο πραγματοποιείται στις 27 – 28 Μαΐου 2011 στην Αθήνα, στο ξενοδοχείο DIVANI CARAVEL.
Αναφερόμενη στο θέμα των εμβολίων των παιδιών, η κ. Θεοδωρίδου τόνισε ότι η χώρα μας έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά κάλυψης του παιδικού πληθυσμού στην Ευρώπη. Η Καθηγήτρια έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη σημασία του εμβολιασμού στην πρόληψη της πνευμονιοκοκκικής νόσου, ενώ αναφέρθηκε και στη μεγάλη σημασία του εμβολιασμού κατά του ιού HPV.
Όπως τόνισε η κ. Θεοδωρίδου, ο πνευμονιόκοκκος (streptococcus pneumoniae) αποτελεί σημαντικό μικροβιακό αίτιο λοιμώξεων του αναπνευστικού συστήματος, όπως είναι η πνευμονία, η οξεία μέση ωτίτιδα και η παραρρινοκολπίτιδα. Προκαλεί, επίσης, διεισδυτικές λοιμώξεις, όπως είναι η μικροβιαιμία, η πνευμονία με μικροβιαιμία και η μηνιγγίτιδα. Συνολικά, κάθε χρόνο 1.6 εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο πεθαίνουν από ασθένειες που προκαλούνται από τον πνευμονιόκοκκο, εκ των οποίων περίπου 800.000 είναι παιδιά κάτω των 5 ετών. Η πιο κοινή αιτία θανάτων που προέρχονται από τον πνευμονιόκοκκο είναι η πνευμονία, αλλά ο πνευμονιόκοκκος αναγνωρίζεται, επίσης, και ως η κύρια αιτία μηνιγγίτιδας στις Η.Π.Α. Ιδιαίτερο κίνδυνο διατρέχουν τα βρέφη κάτω των 2 ετών, που παρουσιάζουν και τα υψηλότερα ποσοστά διεισδυτικής πνευμονιοκοκκικής νόσου.
Οι Η.Π.Α. είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο που το 2001 εισήγαγε το Prevenar, το πρώτο συζευγμένο πνευμονιοκοκκικό εμβόλιο για βρέφη και νήπια, στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών της με εφαρμογή 3+1 δόσεων από την ηλικία των 6 εβδομάδων. Τα 10 χρόνια μαζικής ανοσοποίησης του παιδικού πληθυσμού με το συγκεκριμένο εμβόλιο έχουν επιτρέψει τη διενέργεια πολλών μελετών και την εξαγωγή σημαντικών συμπερασμάτων για τα οφέλη του εμβολιασμού με αυτό.
Συγκεκριμένα, μελέτες έδειξαν μείωση της ανθεκτικής στα αντιβιοτικά διεισδυτικής νόσου που προκαλείται από τους 7 ορότυπους που περιλαμβάνονται στο εμβόλιο, τόσο σε παιδιά ηλικίας έως 2 ετών όσο και σε παιδιά ηλικίας 2-4 ετών. Επίσης, έδειξε μείωση των εισαγωγών σε νοσοκομεία εξαιτίας της πνευμονιοκοκκικής πνευμονίας σε παιδιά κάτω των 2 ετών, αλλά και μείωση των περιστατικών οξείας μέσης ωτίτιδας και της συνταγογράφησης αντιβιοτικών.
Ένα ακόμη σημαντικό όφελος του εμβολιασμού με το 7δύναμο συζευγμένο πνευμονιοκοκκικό εμβόλιο υπήρξε η προστασία που παρέχει όχι μόνο σε όσους εμβολιάζονται, αλλά και σε άτομα που δεν έχουν εμβολιασθεί, μέσω του φαινομένου της ανοσίας της κοινότητας (έμμεσης ανοσοποίησης). Το φαινόμενο της ανοσίας της κοινότητας προκύπτει καθώς, εμβολιάζοντας το παιδί μέσα στην οικογένεια, μειώνεται το φορτίο των ορότυπων του ιού, με αποτέλεσμα να προστατεύονται έμμεσα και οι γονείς, οι ηλικιωμένοι και όσοι άλλοι ενήλικες έρχονται σε επαφή με το παιδί, καθώς επίσης και άλλα παιδάκια που δεν έχουν εμβολιασθεί.
Το κοινωνικό όφελος είναι πολύ σημαντικό, γιατί, όπως είναι γνωστό, οι ηλικιωμένοι είναι η ηλικιακή ομάδα με την κατεξοχήν μεγαλύτερη θνητότητα από τις διεισδυτικές λοιμώξεις που προκαλεί ο πνευμονιόκοκκος. Την εφαρμογή του 7δύναμου ακολούθησε η παρασκευή του 10δύναμου πνευμονιοκοκκικού εμβολίου. Το 10δύναμο περιλαμβάνει 3 επί πλέον λοιμογόνους παράγοντες και επί πλέον προσφέρει κάλυψη για τον μη τυποποιήσιμο αιμόφιλο, που αποτελεί σημαντικό παθογόνο για την πρόκληση οξείας μέσης πυώδους ωτίτιδας. Πριν από λίγους μήνες κυκλοφόρησε το 13δύναμο συζευγμένο πνευμονιοκοκκικό εμβόλιο.
Το 13δύναμο συζευγμένο πνευμονιοκοκκικό εμβόλιο αναπτύχθηκε με βάση την επιστημονική γνώση και εμπειρία του 7δύναμου εμβολίου, παρέχοντας, έτσι, εφάμιλλη αποτελεσματικότητα και ασφάλεια με το 7δύναμο εμβόλιο, που έχει ήδη χορηγηθεί σε εκατομμύρια παιδιά σε όλο τον κόσμο. Συμπεριλαμβάνει τους 7 αρχικούς ορότυπους, οι οποίοι ευθύνονται πλέον για την πλειοψηφία των περιστατικών διεισδυτικής πνευμονιοκοκκικής νόσου και οξείας μέσης ωτίτιδας που παρατηρούνται παγκοσμίως. Επιπλέον, το 13δύναμο Prevenar είναι το μόνο συζευγμένο πνευμονιοκοκκικό εμβόλιο που περιλαμβάνει τους ορότυπους 3,6Α, και 19Α, οι οποίοι έχουν αυξημένη παρουσία και στη χώρα μας κατά τα τελευταία χρόνια.
Τα παιδιά που έχουν ήδη ξεκινήσει εμβολιασμό με το 7δύναμο εμβόλιο μπορούν να συνεχίσουν με το 13δύναμο σε οποιοδήποτε στάδιο του εμβολιασμού. Επίσης, για τα παιδιά που έχουν ήδη ολοκληρώσει το δοσολογικό σχήμα του 7δύναμου εμβολίου και είναι μέχρι 5 ετών, συνιστάται μια επαναληπτική δόση με το 13δύναμο, προκειμένου να προστατευθούν από τους 6 επιπλέον ορότυπους.
Σε ό,τι αφορά τον εμβολιασμό κατά του ιού του HPV, η κ. Θεοδωρίδου ανέφερε ότι το εμβόλιο έναντι του ιού HPV αποτελεί εμβόλιο ρουτίνας για τα κορίτσια ηλικίας 12-15 ετών. Η ηλικία αυτή, και κατά προτίμηση η ηλικία των 12 ετών, είναι η περίοδος όπου ολοκληρώνεται όλη η σειρά των εμβολίων του Εθνικού Προγράμματος Εμβολιασμών, καθώς η ανταπόκριση του οργανισμού στους εμβολιασμούς είναι υψηλή και η συμμόρφωση των εφήβων στις ιατρικές οδηγίες υψηλή. Σε περίπτωση που χαθεί η ευκαιρία να γίνει το εμβόλιο σε αυτή τη χρονική συγκυρία, τότε μεταβαίνουμε στην ηλικία των μεγαλύτερων εφήβων. Είναι λάθος να θεωρείται από τους γονείς ότι το εμβόλιο αποτελεί διαβατήριο για έναρξη της σεξουαλικής δραστηριότητας. Το εμβόλιο είναι ένα ακόμη εμβόλιο της εφηβικής ηλικίας που πρέπει να χορηγείται στην ίδια ηλικία με τα υπόλοιπα εμβόλια.
Το εμβόλιο προσφέρει μεγάλο όφελος και στις μεγαλύτερες γυναίκες έως 26 ετών, οι οποίες δεν έχουν προλάβει να εμβολιαστούν στην ηλικία των 12-15 ετών. Στις μεγαλύτερες κοπέλες, ανεξάρτητα από το αν έχουν εκτεθεί στον ιό ή όχι, ο εμβολιασμός θα τις προστατεύσει από μελλοντικές λοιμώξεις. Όταν φτάσουν στην κατάλληλη ηλικία, οι εμβολιασμένες γυναίκες πρέπει να ξεκινήσουν τη χρήση του τεστ Παπ, σύμφωνα με τις ιατρικές οδηγίες. Σημειώνεται ότι το εμβόλιο έναντι του ιού HPV παρέχεται δωρεάν σε κορίτσια και γυναίκες 12-26 ετών από όλα τα ασφαλιστικά ταμεία της χώρας.
Από την πλευρά της, η κ. Τζουμάκα – Μπακούλα αναφέρθηκε στο θέμα της παιδικής παχυσαρκίας, το οποίο τα τελευταία χρόνια αποκτά ανησυχητικές διαστάσεις στην Ελλάδα. Η Καθηγήτρια αναφέρθηκε σε μεγάλη μελέτη των μεταβολών του Δείκτη Μάζας σώματος (ΔΜΣ) 3.000 παιδιών. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε σε δύο φάσεις, η πρώτη στην ηλικία των 7 ετών και η δεύτερη στην ηλικία των 18 ετών και εξετάστηκαν οι παράγοντες που επιδρούν διαχρονικά στις μεταβολές αυτές από τη γέννηση μέχρι και την εφηβεία.
Τα κυριότερα ευρήματα της μελέτης είναι τα εξής:
1. Στην ηλικία των 7 ετών, αγόρια και κορίτσια διαπιστώθηκαν εξίσου υπέρβαρα (15.7% στα αγόρια, 17.6% στα κορίτσια) και παχύσαρκα (6.1% στα αγόρια, 5.6% στα κορίτσια).
2. Στην ηλικία των 18 ετών, ο επιπολασμός υπέρβαρων και παχύσαρκων αγοριών (19.1% υπέρβαρα και 3.7% παχύσαρκα, συνολικά 22.8%) είναι στο σύνολο παρόμοιος με αυτόν στην ηλικία των 7 ετών (21.8%). Αντίθετα, ο πληθυσμός των έφηβων κοριτσιών διαφοροποιήθηκε σημαντικά με κατακόρυφη μείωση των υπέρβαρων (7.8%) και παχύσαρκων (1%) στα 18 χρόνια.
3. Ένα στα δύο αγόρια που είναι υπέρβαρα/παχύσαρκα στην ηλικία των 7 ετών παραμένει υπέρβαρο/παχύσαρκο στο τέλος της εφηβείας (18 χρόνια), ενώ μόνο ένα στα τέσσερα κορίτσια της ίδιας ομάδας εξακολουθεί να είναι υπέρβαρο/παχύσαρκο στην ηλικία των 18 ετών.
4. Ο σωματότυπος των Ελληνοπαίδων στην ηλικία των 7 ετών βρέθηκε να είναι καθοριστικός για την κατάσταση του σωματικού βάρους τους στο τέλος της εφηβείας (18 ετών), δεδομένου ότι 7 στα 10 παιδιά ανεξαρτήτως φύλου παραμένουν στην ίδια ομάδα ταξινόμησης ως προς το ΔΜΣ μεταξύ της παιδικής και εφηβικής ηλικίας (παραμένουν δηλαδή ή κανονικού βάρους ή υπέρβαρα ή παχύσαρκα).
5. Στην ηλικία των 7 ετών, διάφοροι παράγοντες -κοινωνικοί, ατομικοί και περιγεννητικοί- βρέθηκαν να επηρεάζουν την τιμή z του ΔΜΣ και στα δύο φύλα, ενώ στα 18 χρόνια ενοχοποιήθηκαν κυρίως ψυχοκοινωνικοί και συναισθηματικοί παράγοντες. Οι θερμίδες που προσλαμβάνονται ή καταναλώνονται δε βρέθηκε να συσχετίζονται με αύξηση της τιμής z του ΔΜΣ.
6. Ο ΔΜΣ των γονέων, με σημαντική την επίδραση του πατέρα στα αγόρια και της μητέρας στα κορίτσια, συνδέεται με αύξηση του ΔΜΣ των παιδιών από την ηλικία των 7 στα 18 έτη.
Τέλος, η κ. Περβανίδου αναφέρθηκε στα προβλήματα συμπεριφοράς που εμφανίζει το 12 – 25% των βρεφών και νηπίων, και τα οποία αποτελούν ευρύ πεδίο μελέτης των παιδιάτρων. Σύμφωνα με την κ. Περβανίδου, τα πλέον συνηθισμένα προβλήματα περιλαμβάνουν: ρυθμιστικά προβλήματα στο βρέφος (ύπνος, κλάμα, προβλήματα σίτισης), ξεσπάσματα θυμού, επαναληπτικές συμπεριφορές, υπερκινητικότητα, επιθετικότητα, ελλειμματική προσοχή. Τα προβλήματα αυτά συχνά συνδυάζονται με καθυστέρηση λόγου-ομιλίας, καθυστέρηση στην ωρίμανση της λεπτής και αδρής κινητικότητας, και επιπλέον αναπτυξιακά και νοητικά προβλήματα. Περιβαλλοντικά προβλήματα μπορεί να αποτελούν ψυχικά ή σωματικά νοσήματα των γονέων, παραμέληση, οικιακή βία και άλλα στρεσογόνα ερεθίσματα.
Είναι, ωστόσο, συχνά δύσκολο για τους παιδιάτρους και τους γονείς να ξεχωρίσουν τα προβλήματα συμπεριφοράς που έχουν κλινική σημασία από τις παραλλαγές του φυσιολογικού στην ανάπτυξη. Γενικά, τα προβλήματα συμπεριφοράς που έχουν σημασία είναι αυτά που επηρεάζουν τη λειτουργικότητα του παιδιού και που προκαλούν σημαντική δυσφορία στο παιδί και την οικογένεια. Η χρήση ανιχνευτικών εργαλείων και η ενσωμάτωση τεχνικών συνέντευξης των γονέων στην πρωτοβάθμια παιδιατρική αποτελεί τεράστιας σημασίας στρατηγική για την υγεία των παιδιών και των οικογενειών τους. Η περαιτέρω διαχείριση των μικρών παιδιών με προβλήματα συμπεριφοράς περιλαμβάνει παραπομπή είτε σε πιο ειδικούς επαγγελματίες υγείας, είτε απ’ ευθείας σε υπηρεσίες πρώιμης παρέμβασης.