Οι διοξίνες είναι μια κατηγορία περιβαλλοντικά ανθεκτικών ουσιών που περιέχουν χλώριο. Η χημική ονομασία για τη διοξίνη είναι: 2,3,7,8 τετραχλωρο-διβενζο-παρα-διοξινη (TCDD). Το όνομα «διοξίνες» χρησιμοποιείται συχνά για να χαρακτηρίσει μια οικογένεια «συγγενικών» ουσιών και συγκεκριμένα των δομικά και χημικά σχετιζομένων με διοξίνες πολυχλωριωμένων διβενζο παραγώγων (PCDD) και πολυχλωριωμένων διβενζοφουρανίων (PCDF). Επίσης , ορισμένες ουσίες με παρόμοιες τοξικές ιδιότητες με τις διοξίνες ονομάζονται πολυχλωριωμένα διφαινυλία (PCB) και περιλαμβάνονται επίσης υπό τον όρο «διοξίνες».

 

Περισσότερες από 400 ουσίες σχετικές με τις διοξίνες έχουν προσδιοριστεί, αλλά μόνο περίπου 30 από αυτές θεωρούνται ότι έχουν σημαντική τοξικότητα, με το TCDD να είναι το πιο τοξικό. Για να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης της τοξικότητας όλων αυτών των ουσιών, συνήθως εκφράζονται ως ισοδύναμο της πιο τοξικής διοξίνης, η οποία είναι γνωστή και ως «διοξίνη του Σεβέζο» ή TCDD (από ένα περιστατικό ευρείας μόλυνσης στην πόλη Σεβέζο της Ιταλίας το 1976).

Οι διοξίνες γενικά αναφέρονται ως υδρόφοβες και λιπόφιλες ενώσεις. Αυτό σημαίνει ότι όταν οι διοξίνες βρίσκονται στο νερό, δεν μπορούν να διαλυθούν σε αυτό και έτσι σύντομα το εγκαταλείπουν και συσσωρεύονται στα ψάρια, κατά κύριο λόγο στο λίπος αυτών. Κατά αυτόν τον τρόπο, βρίσκοντας «καταφύγιο» στον λιπώδη ιστό, οι τοξικές ουσίες ανεβαίνουν την τροφική αλυσίδα φτάνοντας μέχρι τον άνθρωπο, ενώ αξιοσημείωτο είναι ότι όσο ανέρχονται την πυραμίδα της τροφικής αλυσίδας τόσο αυξάνουν την ποσότητά τους στους μέσα στους οργανισμούς.

Οι διοξίνες είναι κατά κύριο λόγο παραπροϊόντα βιομηχανικών διαδικασιών, μπορεί όμως και να παραχθούν και από φυσικές διαδικασίες, όπως είναι οι εκρήξεις ηφαιστείων και οι δασικές πυρκαγιές. Γενικά, παράγονται κατά την καύση, όταν υπάρχουν υψηλές θερμοκρασίες και χλωριούχες ενώσεις αντιδρούν με οργανική ύλη.  Βασικές διεργασίες που οδηγούν στη σύνθεση των διοξινών (ως παραπροϊόν πάντα και όχι απευθείας) είναι η λεύκανση του χαρτοπολτού (χλωρίωση), η τήξη μετάλλων, η ατελής καύση βενζίνης,  πετρελαίου, ξύλου, η παραγωγή ζιζανιοκτόνων και φυτοφαρμάκων αλλά και κατά τη διάρκεια δασικών πυρκαγιών που πολύ συχνά, ιδιαίτερα τα καλοκαίρια, μαστίζουν τη χώρα μας.

Ο «εμπλουτισμός» του περιβάλλοντος με την τοξική ουσία πραγματοποιείται κατά κύριο λόγο, μέσω της ανεξέλεγκτης και ατελούς καύσης απορριμμάτων, τόσο των στερεών αποβλήτων όσο και των νοσοκομειακών. Η κύρια αιτία έκλυσης διοξινών στο περιβάλλον από τα καιόμενα απορρίμματα είναι η παρουσία χλωρίου σε αυτά. Η σημαντικότερη πηγή χλωρίου είναι τα γνωστά πλαστικά πολυβινυλοχλωριδίου (PVC). Το υλικό αυτό φτάνει σε αφθονία (χιλιάδες τόνοι) στις χωματερές (νόμιμες και παράνομες), με τη μορφή φιαλών νερού, σωλήνων, καλωδίων μουσαμάδων κλπ.

Για την αποικοδόμηση αυτών των επικίνδυνων υλικών απαιτείται αποτέφρωση σε ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες (850 – 1000 οC), με την τεχνολογία για κάτι τέτοιο να υπάρχει και να εξασφαλίζει καύση αποβλήτων με χαμηλές εκπομπές ρύπων, αλλά πρακτικά σπάνια να χρησιμοποιείται, καθώς είναι σαφώς μικρότερο το κόστος απόρριψης των ρύπων σε μια από τις χιλιάδες ανεξέλεγκτες χωματερές, δίχως φυσικά ίχνος επεξεργασίας. Κατά συνέπεια, ποσότητες διοξινών απαντώνται στην ατμόσφαιρα, στο έδαφος και στο φαγητό, ειδικότερα σε γαλακτοκομικά προϊόντα, κρέας, ψάρι και ζωοτροφές, αλλά σε μικρές ποσότητες και στα φυτά και το νερό.

ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΔΙΟΞΙΝΩΝ ΑΠΟ ΑΝΘΡΩΠΟ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ

Ουσίες που εμπεριέχουν διοξίνες, ανήκουν στην κατηγορία των «ανθεκτικών οργανικών ρύπων», οι οποίοι παρουσιάζουν πολύ μεγάλη ανθεκτικότητα στη χημική και βιολογική διάσπαση και, κατά συνέπεια, παραμένουν στο περιβάλλον και συσσωρεύονται στην τροφική αλυσίδα επηρεάζοντας ανθρώπους και ζώα. Η έκθεση του ανθρώπου στις διοξίνες και στις παρόμοιες με τις διοξίνες ουσίες, οφείλεται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 90% στα τρόφιμα. Τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης ευθύνονται σε ποσοστό 80% της συνολικής έκθεσης.

Η μόλυνση των ζώων από διοξίνες οφείλεται κυρίως στις ζωοτροφές. Όπως προαναφέρθηκε, οι διοξίνες είναι λιπόφιλες ενώσεις και συσσωρεύονται κυρίως στον λιπώδη ιστό ζώων και ψαριών, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος που καταναλώνει το λίπος από «μολυσμένους » οργανισμούς, να κινδυνεύει από την τοξικότητα των διοξινών. Όταν οι διοξίνες εισέλθουν στο σώμα, παραμένουν για πολύ καιρό, λόγω της χημικής τους σταθερότητας και την ικανότητά τους να απορροφώνται από τον λιπώδη ιστό, όπου και στη συνέχεια αποθηκεύονται στο σώμα μας.  Ο μεταβολισμός των διοξινών είναι εξαιρετικά βραδύς καθώς ο χρόνος ημιζωής (χρόνος που χρειάζεται μια ουσία για να μειωθεί στο μισό της αρχικής ποσότητάς της) τους είναι 7 – 11 χρόνια. Να σημειωθεί επίσης ότι οι διοξίνες έχει παρατηρηθεί ότι απελευθερώνονται στο μητρικό γάλα, αλλά και δύνανται να περάσουν μέσω του πλακούντα στο αναπτυσσόμενο έμβρυο.

Οι επιπτώσεις των διοξινών στην υγεία είναι ιδιαίτερα σημαντικές και μπορούν αν επιδράσουν σε πολλά και διαφορετικά όργανα και ιστούς του οργανισμού. Φαίνεται πως οι διοξίνες δρουν ως «περιβαλλοντικές ορμόνες», διαπερνώντας την κυτταρική μεμβράνη των κυττάρων, επάγοντας αλλαγές στην φυσιολογική δράση των γονιδίων. Βραχυπρόθεσμη έκθεση ατόμων σε υψηλά επίπεδα των τοξικών ουσιών οδηγεί σε έντονες δερματικές βλάβες και ηπατική δυσλειτουργία. Το πιο γνωστό περιστατικό είναι η επίθεση στον Πρόεδρο της Ουκρανίας, Viktor Yushchenko (2004), του οποίου και το πρόσωπο παραμορφώθηκε λόγω της δράσης της διοξίνης. Μακροπρόθεσμη έκθεση  στην ουσία έχει συνδεθεί με βλάβες στο ανοσοποιητικό σύστημα, στην ανάπτυξη του νευρικού και ενδοκρινικού  συστήματος, ενώ το 1997 ο παγκόσμιος οργανισμός υγείας (WHO) χαρακτήρισε την διοξίνη ως ουσία που προκαλεί καρκινογενέσεις στον άνθρωπο.

Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι επιπτώσεις στην υγεία από τις διοξίνες δεν προκαλούνται από μια ορισμένη συγκέντρωση της ουσίας στον οργανισμό και πάνω. Οι τοξικές ουσίες δεν έχουν συσσωρευτική επίδραση παρ’ότι γίνεται προσπάθεια να οριστούν τα minimum αποδεκτά όρια παρουσίας διοξινών στις τροφές ή στον οργανισμό.  Ακόμη και απειροελάχιστές συγκεντρώσεις διοξινών (λίγα τρισεκατομμυριοστά του γραμμαρίου) δύνανται να προκαλέσουν ένα ευρύ φάσμα τοξικολογικών επιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένων βλαβών σε ανοσοποιητικό και νευρικό σύστημα.

 

 

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΙΟΞΙΝΕΣ

Λόγω της παγκόσμιας παρουσίας διοξινών στο περιβάλλον όλοι οι άνθρωποι έχουν προηγούμενη έκθεση στην τοξική ουσία. Σε μικρές ποσότητες θεωρείται ότι αυτό δεν συνεπάγεται πρόβλημα για τους ανθρώπινους πληθυσμούς (τουλάχιστον θεωρείται ότι στατιστικά είναι λιγότερες οι πιθανότητες βλάβης σε σχέση με υψηλότερες συγκεντρώσεις της διοξίνης ). Η υψηλή τοξικότητα της ουσίας όμως επιβάλλει να γίνουν συντονισμένες προσπάθειας για τον όσο το δυνατόν μεγαλύτερο περιορισμό της έκθεσης των ανθρώπων στις διοξίνες.

Η Επιστημονική Επιτροπή Τροφίμων (SCF), και η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (WHO) όρισαν ως ανεκτό όριο εβδομαδιαίας πρόσληψης για τις διοξίνες τα 14 pg ανά kg σωματικού βάρους, συνεκτιμώντας τα επίπεδα πέρα των οποίων εμφανίζεται η καρκινογόνος δράση αλλά και άλλα επιβλαβή συμπτώματα. Σχετικά με τη μηνιαία πρόσληψη διοξίνης από τον οργανισμό, αυτή καθορίζεται στα 70 πικτογραμμάρια ανά κιλό ανά μήνα, ποσότητα που θεωρείται ότι δεν προκαλεί προβλήματα υγείας στο άτομο.

Η μείωση της ποσότητας των απορριμμάτων  και η καλύτερη επεξεργασία αυτών αποτελεί μια πιθανή λύση για τον περιορισμό των διοξινών στο περιβάλλον. Η εξάπλωση και η ανάπτυξη της ανακύκλωσης θα μειώσει κατά πολύ τα απορρίμματα που θα καταλήγουν σε ταφή, η οποία επιβάλλεται να πραγματοποιείται σε ειδικούς χώρους και με ορισμένο τρόπο (ΧΥΤΑ – χώροι υγειονομικής ταφής απορριμμάτων). Η ανεξέλεγκτη καύση σκουπιδιών παραμένει  ο πιο αναποτελεσματικός και επικίνδυνος τρόπος αντιμετώπισης. Επίσης, καθώς η πρόσληψη διοξινών στον άνθρωπο συμβαίνει κυρίως από την κατανάλωση ζωικών τροφών, οι ζωοτροφές, και σε ορισμένες περιπτώσεις το έδαφος και ο αέρας, πρέπει να συμπεριληφθούν σε ένα συνολικό πρόγραμμα ελέγχου των διοξινών στην τροφική αλυσίδα που ξεκινά από τις πρώτες ύλες των ζωοτροφών έως τον άνθρωπο. Από το 1976 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας «παρακολουθεί» την παρουσία διοξινών στις τροφές σε πάνω από 70 χώρες με σκοπό να προλάβει τις όποιες δυσάρεστες για τον άνθρωπο συνέπειες.

Είναι πανθομολογούμενο ότι τα παλαιότερα χρόνια οι «διατροφικές κρίσεις» αφορούσαν την έλλειψη τροφής για μέρος του ανθρώπινου πληθυσμού. Δυστυχώς σήμερα, ενώ δεν έχει εξαλείφει το εν λόγω πρόβλημα, γίνονται ολοένα και συχνότερα περιστατικά διάθεσης μολυσμένων τροφών. Στο βωμό του κέρδους, δεν  τηρούνται οι απαραίτητες ασφαλιστικές δικλείδες, με συνέπεια να φτάνουν στο ράφι του καταναλωτή αμφιβόλου ποιότητας τροφές. Πλήθος είναι οι περιπτώσεις που εντοπίστηκαν μολυσμένες τροφές που εν συνεχεία ανακλήθηκαν. Ενδεικτικά αναφέρουμε την περίπτωση των Βέλγικων κοτόπουλων το 1997, το Ολλανδικό γάλα το 2004, τα Ιρλανδέζικα χοιρινά το 2008 και το πρόσφατο επεισόδιο με τα γερμανικά χοιρινά στο τέλος του 2010. Φαίνεται ότι για να υπάρχει αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος απαιτείται η λήψη μέτρων στην πηγή των εκπομπών των διοξινών δηλαδή τον αυστηρό έλεγχο των βιομηχανικών διαδικασιών για τη μείωση σχηματισμού των διοξινών.

Οι έλεγχοι και οι επιτηρήσεις των καλών πρακτικών στο επίπεδο της πρωτογενούς παραγωγής, της μεταποίησης, της διανομής και της πώλησης είναι απαραίτητοι για την παραγωγή και κατανάλωση ασφαλών τροφίμων. Όταν υπάρχουν υπόνοιες για περιστατικά μόλυνσης, οι χώρες πρέπει να διαθέτουν σχέδια έκτακτης ανάγκης να εντοπίζουν, να δεσμεύουν και να απομακρύνουν τις ποσότητες των μολυσμένων ζωοτροφών και τροφίμων. Η Διεθνής Επιτροπή του Codex Alimentarius ενέκρινε το 2001 έναν κώδικα ορθής πρακτικής με μέτρα για τη μείωση της μόλυνσης των τροφίμων με χημικά (CAC / RCP 49, 2001), και το 2006 έναν κώδικα ορθής πρακτικής για την πρόληψη και μείωση των διοξινών στη παραγωγή των τροφίμων και των ζωοτροφών(CAC/RCP62,2006)

Εκτός από τις διεθνείς και τις κρατικές προσπάθειες κάθε χώρας για περιορισμό της έκθεσης των ατόμων στις τοξικές ουσίες, ο καθένας από μας έχει τη δυνατότητα με κατάλληλες ενέργειες να αποφύγει , όσο το δυνατόν, την κατανάλωση διοξινών. Όπως προαναφέρθηκε οι διοξίνες συγκεντρώνονται στο λίπος – κατά συνέπεια η αποκοπή του λίπους από το κρέας και η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά είναι μια προστασία έναντι στις τοξικές ουσίες. Επιπροσθέτως, μια διατροφή που θα περιλαμβάνει ποσότητες φρούτων, λαχανικών και δημητριακών συντελεί στην προστασία του οργανισμού. Σε κάθε περίπτωση η μείωση του κινδύνου που μπορεί να επιτύχει ο καθένας ατομικά είναι σχετικά περιορισμένος. Απαιτείται συντονισμένη και παγκόσμια προσπάθεια ελέγχου βιομηχανικών προϊόντων, ζωοτροφών, απορριμμάτων και ανθρώπινων τροφών (είτε από κρεατικά – γαλακτοκομικά, είτε από ψαρικά), έτσι ώστε να περιοριστούν στο ελάχιστο οι κίνδυνοι που προκύπτουν από έκθεση σε τοξικές ουσίες όπως οι διοξίνες.

 

Βασίλειος Γ. Σταματάκης

Καθηγητής Βιολογίας

Πτυχιούχος Βιολογίας και Μεταπτυχιακού στη Βιοηθική του Πανεπιστημίου Κρήτης

#########