Αυτό μπορεί να συνεχιστεί λίγο ως πολύ μέχρι την προχωρημένη εφηβεία;
Σε ηλικία Λυκείου τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά έχουν πια αλλάξει πολύ, τα χαρακτηριστικά της απροσεξίας και της υπερδραστηριότητας δεν είναι πια το ίδιο έντονα. Αυτό οφείλεται στη θετική επίδραση που έχουν οι ορμονικές αλλαγές στην ωρίμανση των εγκεφαλικών λειτουργιών.
Οι επιτελικές (ή κατ‘ άλλους εκτελεστικές) λειτουργίες του εγκεφάλου μάς επιτρέπουν να σκεφτούμε προτού πράξουμε κάτι. Η απροσεξία/υπερκινητικότητα δεν δίνει αυτόν το χρόνο στα παιδιά, γι‘ αυτό κάνουν τόσες λαθεμένες κινήσεις ή πράξεις. Επίσης μας επιτρέπουν να βάλουμε σε τάξη, να οργανώσουμε τις δουλειές μας και τις γνώσεις μας. Επειδή αυτό δεν μπορούν να το κάνουν τα απρόσεκτα/υπερκινητικά παιδιά όσο πρέπει, οι γνώσεις τους είναι ”χύμα”, δίνουν τυχαίες απαντήσεις, γράφουν μέτρια ως κακά τεστ.
Τέλος, οι επιτελικές λειτουργίες μάς επιτρέπουν να «κατεβάζουμε διακόπτες» όποτε θέλουμε να συγκεντρωθούμε, αδιαφορώντας για το τι συμβαίνει γύρω, ή να κρατάμε ορισμένους διαύλους ανοιχτούς όταν αυτό είναι χρήσιμο ή απαραίτητο.
Αντίθετα, τα παιδιά αυτά την ώρα της μελέτης σκέφτονται κι άλλα πράγματα, με αποτέλεσμα να ξεχνιούνται, και δίνουν σημασία σε ήχους που ακούγονται (κουδούνια, φωνές, τηλεόραση, θόρυβοι από το δρόμο) με αποτέλεσμα να αποσπώνται από τη δουλειά τους, ενώ όταν παίζουν στον υπολογιστή ή βλέπουν περιπέτειες στην τηλεόραση, δεν κρατούν κανένα δίαυλο ανοιχτό και μοιάζουν υπερβολικά απορροφημένα!
Το ότι οι γονεις κουράζονται και αντιδρούν τι επιπτώσεις μπορει να έχει αυτό;
Δυστυχώς, όπως είναι λογικό, η συμπεριφορά των παιδιών με αυτές τις ιδιαιτερότητες αναγκάζει τους γονείς να αντιδρούν άσχημα επειδή κουράζονται μαζί τους. Eτσι, είναι πολύ μαλωμένα και αυτό τα κάνει να νιώθουν ενοχές και να είναι πεπεισμένα πως δεν μπορούν να διορθωθούν και να ευχαριστήσουν τους γονείς τους ή τους δασκάλους τους. Επίσης γνωρίζουν πως δεν παίζουν φρόνιμα και γι‘ αυτό τα άλλα παιδιά τα αποφεύγουν, δεν τα θέλουν στο παιχνίδι τους. Το αποτέλεσμα είναι να έχουν εύκολα ξεσπάσματα θυμού και να γίνονται ανυπάκουα με αντιδραστικούς μηχανισμούς.
Παράλληλα, κατά βάθος δεν έχουν αυτοπεποίθηση, ούτε καλή αυτοεκτίμηση, γι‘ αυτό είναι πρόθυμα να κάνουν παρέα με άλλα «κακά» ή ζωηρά παιδιά, με κίνδυνο να βρεθούν κοινωνικά περιθωριοποιημένα μαζί με την παρέα τους. Σε αυτή την περίπτωση υιοθετούν και προκλητικές, αναιδείς συμπεριφορές, λένε σε όλα «όχι», κάνουν το αντίθετο απ‘ ό,τι τους λένε. Τότε μιλάμε για μια νέα κατάσταση, μια νέα διαταραχή συμπεριφοράς, που αποκαλείται «Εναντιωματική-Προκλητική» και θέλει ξεχωριστή αντιμετώπιση.
Η εικόνα λοιπόν και η εξέλιξη ενός υπερκινητικού παιδιού μπορούν να είναι κάθε άλλο παρά απλές. Η ιδιαιτερότητα αυτή δεν εξαντλείται σε δυσκολίες συμπεριφοράς και μάθησης, αλλά έχουν σοβαρές επιπτώσεις στον ψυχισμό και στην κοινωνική προκοπή του παιδιού. Γι‘ αυτό η κατάσταση αυτή είναι αντικείμενο ενδιαφέροντος των επαγγελματικών ψυχικής υγείας του παιδιού.
Οι υπερκινητικοί έφηβοι είναι πιο επιρρεπείς και σε τι;
Οι υπερκινητικοί έφηβοι είναι πιο επιρρεπείς στις καταχρήσεις, εντάσσονται συχνότερα σε «κακές παρέες», έχουν πολλά θέματα αυτοεκτίμησης, ακόμη και κατάθλιψης, ορισμένοι εκδηλώνουν πολλές παραβατικές συμπεριφορές…
Τι πρέπει να ξέρουν οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί;
Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό από γονείς και εκπαιδευτικούς, είναι ότι το μάλωμα και οι παρατηρήσεις, οι τιμωρίες και οι κυρώσεις, οι φωνές και οι τσακωμοί με το παιδί, δεν μπορούν να βοηθήσουν και να διορθώσουν την κατάσταση, γιατί το παιδί, βάσει όσων εξηγήσαμε παραπάνω, δεν είναι σε θέση να ρυθμίσει τη συμπεριφορά του έτσι όπως του ζητάμε. Για τη σωστή αντιμετώπιση του παιδιού απαιτείται να κατανοήσουμε ότι η ρύθμιση της συμπεριφοράς του δεν εξαρτάται καθόλου από τη θέληση του παιδιού: όσο και να προσπαθήσει, δεν μπορεί να τα καταφέρει!
Ενώ σε μικρή ηλικία το παιδί έχει κάθε καλή διάθεση να προσπαθήσει για να μας ευχαριστήσει (άσχετα αν δεν τα καταφέρνει), μεγαλώνοντας διατρέχει τον κίνδυνο να μην έχει μια υγιή κοινωνικοποίηση, να περιθωριοποιηθεί, να αποτύχει σχολικά όσο καλό μυαλό κι αν έχει, να περιοριστούν οι ευκαιρίες του για μόρφωση, να διαταραχθούν μόνιμα οι σχέσεις του με τ‘ αδέλφια του και γενικότερα με την οικογένεια, να αποκτήσει βλαβερές ή επικίνδυνες συνήθειες και παραβατικές συμπεριφορές. Για να βοηθήσουμε την εξέλιξη του παιδιού και τη ρύθμιση της συμπεριφοράς του, πρέπει οπωσδήποτε να συνεργαστούμε με ειδικούς, τόσο για τη διάγνωση, όσο και για τη βοήθεια που χρειάζεται το παιδί στη συμπεριφορά και στη μάθηση.
Τελικά ποια είναι η αντιμετώπιση;
Οι ανάγκες τού παιδιού μπορούν και πρέπει να αντιμετωπίζονται με πολλαπλούς τρόπους: παιδαγωγική βοήθεια προς τους γονείς, συνεργασία με το σχολείο, συμπεριφοριστικές παρεμβάσεις και ενδυνάμωση της ικανότητας του παιδιού να παρακολουθεί και να ελέγχει τον εαυτό του και τη συμπεριφορά του (τεχνικές self-monitoring και Γνωστική-Συμπεριφοριστική Θεραπεία), φαρμακευτική ενδυνάμωση της προσοχής και των μηχανισμών αυτοελέγχου τού παιδιού γενικότερα, μαθησιακή υποστήριξη, ομάδα κοινωνικών δεξιοτήτων με συνομηλίκους.
Ιγνάτιος Καφαντάρης
Σπούδασε Παιδιατρική στην Κρατική Ιατρική Ακαδημία Παιδιατρικής στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας . Τον Μάρτιο 1998 έλαβε τον τίτλο του παιδοψυχιάτρου στην Αθήνα και από τότε εργάζεται ιδιωτικά. Έχει συνεργαστεί με πολλούς ιδιωτικούς Παιδικούς Σταθμούς και με Δημόσια Σχολεία στα Βόρεια Προάστια, όπου έκανε ψυχοεκπαίδευση γονέων. Ασχολήθηκε για χρόνια με τις Μαθησιακές δυσκολίες, ενώ παράλληλα επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στην Υπερκινητικότητα-Απροσεξία και στις καταστάσεις του Ιδεοψυχαναγκαστικού Φάσματος (αγοραφοβία και κοινωνική φοβία, άγχος αποχωρισμού, Αυτισμός και άλλες Διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές, τικ, κ.ά.).
Είχε για χρόνια την επιστημονική ευθύνη φορέων, όπως το Κέντρο Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης Δήμου Αμαρουσίου, η Ιατροπαιδαγωγική Μονάδα Μεγάρων, το Εργαστήρι Ειδικής Αγωγής ”Μαργαρίτα”. Επίσης συνεργάστηκε με πολλά ιδιωτικά Κέντρα σαν υπεύθυνος παιδοψυχίατρος, όπως το το Κέντρο Ανάπτυξης Παιδιού της Νέας Γενιάς Ζηρίδη κ.ά.
Η επιστημονική κατεύθυνση που ακολουθεί είναι η νευροψυχολογική-νευροψυχιατρική και η γνωστική-συμπεριφοριστική. Στα προσωπικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται η ψυχοκοινωνιολογία, η φιλοσοφία και η θεολογία, η πολιτική οικονομία και οι τέχνες..
Έχει ασχοληθεί επί μακρόν με θέματα συνεχιζόμενης εκπαίδευσης παιδοψυχιάτρων και κλινικών ψυχολόγων. Από το 2004 συνεργάζεται με το «Μονορόδι» και από το 2007 συμμετέχει στην εταιρεία «Πλέσσα & Καφαντάρης ΟΕ» μαζί με την Aννα Πλέσσα.