Ένα βιβλίο για τη γιορτή της μητέρας. Κι αυτή η ιστορία δεν ειπώθηκε ποτέ στο φως της μέρας. Λένε πως είναι από κείνες τις ιστορίες που έφτιαχναν οι άνθρωποι όταν οι νύχτες ήταν μεγάλες και σκοτεινές, όταν έπρεπε να δουλεύουν μέχρι τα ξημερώματα στο μικρό φως από τις λάμπες πετρελαίου στα κατώγια των σπιτιών για να προλάβουν πριν μπει ο χειμώνας να αλέσουν το καλαμπόκι. Ακόμα λένε πως ο σπόρος του καλαμποκιού έτσι λείος σαν κεχριμπάρι που κυλούσε ανάμεσα στα δάχτυλα των χεριών, έτσι που ακουμπούσε στα πόδια των γυναικών (μερικές στα κρυφά έβγαζαν τις κάλτσες τους κι έχωναν τα πόδια τους στον κεχριμπαρένιο σωρό), έφερνε τέτοια μεγάλη ηδονή που ούρλιαζε ο λύκος της καρδιάς τους…

Ο Βασίλης εξαφανίζεται επειδή καταζητείται για συμμετοχή σε παράνομη επαναστατική ομάδα. Οι γονείς του, η Ήρα και ο Μιχάλης, ξαφνιάζονται. Προσπαθώντας να τον καταλάβουν, έρχονται σε ρήξη. Η Ήρα, μόνη της, ξεκινά ένα ταξίδι αναζήτησης του γιου της που θα αποβεί ταξίδι αυτογνωσίας.

Ψάχνοντας τα ίχνη του συγχέει την πραγματικότητα με το όνειρο και με θρύλους παλιούς. Ανακαλώντας εικόνες από το παρελθόν, αναζητά σημάδια του γιου της που θα την οδηγήσουν στον δικό του κόσμο. Ένα μήνυμά του ξαναφέρνει κοντά τους δύο γονείς. Περιμένουν να τον ξαναδούν…

Παρουσίαση στο documento

(…) Η αναρχική ιδεολογία και πράξη, η αναζήτηση µιας άλλης κοινωνίας, η υπέρβαση του εαυτού και η παράδοσή του σε έναν σκοπό οικουµενικό, οι ριζωµένες αναµνήσεις, τα βιώµατα από τη ζωή στην επαρχία µε τη βαθιά λαϊκή της σοφία, η ζωτική σχέση µε τη φύση είναι θέµατα που συνυπάρχουν και αλληλοδιαπλέκονται στο «Τι χορούς να χορέψω» και δηµιουργούν έναν κόσµο σχεδόν ονειρικό, ίσως ουτοπικό, αλλά σίγουρα µε στοιχεία αντληµένα από την πραγµατικότητα, µε κοινωνικά, ιδεολογικά και κυρίως ανθρώπινα ερωτήµατα.

#########