Επείγον περιστατικό που χρειάζεται άμεση ιατρική αξιολόγηση και αντιμετώπιση είναι το κάταγμα του πέους, ένας τραυματισμός που συνήθως συμβαίνει στη διάρκεια του σεξ και προκαλεί ανυπόφορο πόνο στον άνδρα.

Το κάταγμα αυτό είναι αρκετά σπάνιο, καθώς υπολογίζεται ότι ετησίως το παρουσιάζει ένας άνδρας στους 100.000. Αν και θεωρείται πρόβλημα κυρίως των νεαρών ενηλίκων, στην πραγματικότητα είναι συχνότερο στην ηλικιακή ομάδα 30-50 ετών. Οι πάσχοντες κατά κανόνα είναι ετεροφυλόφιλοι άνδρες, ενώ σε μεγάλη μελέτη καταδείχθηκε δυσανάλογα υψηλός αριθμός καταγμάτων κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και τα Σαββατοκύριακα.

Πώς μπορεί, όμως, το πέος να υποστεί κάταγμα, από τη στιγμή που δεν περιέχει κάποιο οστό; «Αν και ο όρος “κάταγμα” είναι συνυφασμένος με το “σπάσιμο” των οστών, χρησιμοποιείται για να περιγράψει και τον συγκεκριμένο τραυματισμό του πέους, επειδή όταν αυτό βρίσκεται σε στύση, σκληραίνει σαν να ήταν κόκαλο», εξηγεί ο Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος και Πρόεδρος του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών δρ Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης.

Για να γίνει, όμως, καλύτερα αντιληπτό τι συμβαίνει, πρέπει να γνωρίζουμε την ανατομία του πέους. Το πέος διαθέτει ένα ζευγάρι κυλινδρικών δομών (σαν σωλήνες) που διατρέχουν όλο το μήκος του. Οι δομές αυτές λέγονται σηραγγώδη σώματα και περιέχουν στυτικό ιστό. Ο ιστός αυτός γεμίζει με αίμα στη διάρκεια του σεξ, ώστε να επιτευχθεί η στύση.

Τα δύο σηραγγώδη σώματα βρίσκονται πάνω από το σπογγώδες σώμα (λέγεται και σηραγγώδες σώμα της ουρήθρας) και συγκρατούνται από μία ισχυρή μεμβράνη που ονομάζεται ινώδης χιτώνας.

«Σε σχεδόν έξι στις δέκα περιπτώσεις το κάταγμα του πέους συμβαίνει στη διάρκεια του έντονου σεξ με πλήρη στύση, όταν υποστεί ρήξη ο ινώδης χιτώνας. Αυτό μπορεί να συμβεί σε ορισμένες ερωτικές στάσεις, π.χ. καθώς η γυναίκα βρίσκεται πάνω στον άνδρα και κινείται σε ανάποδη φορά από τον φαλλό», αναφέρει ο δρ Κωνσταντινίδης.

Σε τέτοια περίπτωση, επειδή το πέος αλλάζει απότομα πολλές γωνίες, μπορεί να κάνει μεγάλη κλίση προς τα πίσω και να «σπάσει» ο ινώδης χιτώνας. «Οι άνδρες που αναφέρουν κάταγμα στο πέος, συνήθως δεν θυμούνται τη στάση στην οποία βρίσκονταν στη διάρκεια του σεξ. Θυμούνται μόνο ότι κάποια στιγμή άκουσαν έναν ήχο σπασίματος και ένιωσαν ξαφνικά ανυπόφορο πόνο», διευκρινίζει.

Το κάταγμα πέους προκαλεί άμεση απώλεια της στύσης, καθώς και μεγάλο αιμάτωμα και οίδημα (πρήξιμο) στο πέος, τα οποία μπορεί να εμφανιστούν αμέσως ή σταδιακά. Το αιμάτωμα μπορεί να εντοπίζεται μόνο στο πέος και στο όσχεο ή να επεκτείνεται προς το κάτω μέρος της κοιλιάς.

Υπάρχει επίσης περίπτωση να τραυματιστεί και η ουρήθρα, οπότε μπορεί να υπάρξει αίμα στην άκρη του πέους ή δυσκολίες στην ούρηση που φθάνουν έως την αδυναμία της. Μελέτες έχουν δείξει πως περισσότεροι από δύο στους δέκα ασθενείς με κάταγμα πέους, υφίστανται τραυματισμό και της ουρήθρας.

«Οι άνδρες που εκδηλώνουν αυτά τα συμπτώματα πρέπει αμέσως να απευθύνονται στον χειρουργό ουρολόγο, διότι το κάταγμα πέους είναι εξαιρετικά επείγον περιστατικό», τονίζει ο Χειρουργός Ουρολόγος – Ανδρολόγος δρ Χρήστος Φλιάτουρας, Επιστημονικός Διευθυντής του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών. «Αν περάσουν 6-8 ώρες χωρίς να αποκατασταθεί η βλάβη, μπορεί να υπάρξει μόνιμη κάμψη του πέους ή στυτική δυσλειτουργία, δηλαδή αδυναμία επίτευξης ή/και διατήρησης επαρκούς στύσης».

Άλλοι κίνδυνοι της καθυστερημένης αντιμετώπισης είναι οι επώδυνες στύσεις, η δημιουργία αποστήματος, ο σχηματισμός συριγγίου ανάμεσα στα σηραγγώδη σωμάτια και την ουρήθρα, ακόμα και η νέκρωση της ακροποσθίας (είναι η δερματική πτυχή που καλύπτει την άκρη του πέους, την βάλανο).

Το κάταγμα του πέους συνήθως διαγιγνώσκεται με την κλινική εξέταση και τη λήψη λεπτομερούς ιατρικού ιστορικού. Η ακριβής έκταση και η βαρύτητα της ρήξης του ινώδους χιτώνα μπορούν να αξιολογηθούν με υπερηχογράφημα Doppler στο πέος. Με το υπερηχογράφημα αυτό αξιολογείται και η ροή αίματος σε αυτό.

Επειδή το κάταγμα πέους αυξάνει τον κίνδυνο για τραυματισμό της ουρήθρας, μπορεί επίσης να χρειασθεί ειδική εξέταση αυτής (ουρηθρογραφία). Αναλόγως με το περιστατικό μπορεί να χρειασθούν και πρόσθετες εξετάσεις, όπως σηραγγογραφία (για να ελεγχθούν τα σηραγγώδη σώματα του πέους) και μαγνητική τομογραφία.

Η θεραπεία εκλογής για το κάταγμα του πέους είναι η άμεση χειρουργική επέμβαση, εφόσον ο ασθενής είναι κατάλληλος υποψήφιος για εγχείρηση. Έχει διαπιστωθεί πως με την έγκαιρη χειρουργική αντιμετώπιση μειώνεται σημαντικά ο κίνδυνος μετατραυματικής κάμψης του πέους και στυτικής δυσλειτουργίας. Κατά την επέμβαση γίνεται συρραφή του σημείου του ινώδους χιτώνα που έχει υποστεί ρήξη, ενώ γίνεται και έλεγχος της ουρήθρας.

Μετά την επέμβαση οι ασθενείς λαμβάνουν οδηγίες για τη μετεγχειρητική φροντίδα του χειρουργικού τραύματος, αλλά και του ουροκαθετήρα που θα χρειασθεί να φορούν για τουλάχιστον τέσσερις εβδομάδες, για να αποτρέψουν τυχόν τραυματισμό της ουρήθρας. Τους παρέχονται επίσης οδηγίες για αποφυγή του σεξ έως την πλήρη ανάρρωσή τους.

Ακόμα κι αν όλα πάνε κατ’ ευχήν, όμως, ο τραυματισμός του πέους μπορεί να έχει ισχυρό αντίκτυπο στην ερωτική τους ζωή. «Όλοι οι ασθενείς που υφίστανται κάταγμα πέους βιώνουν κάποιου βαθμού σεξουαλική δυσλειτουργία», επισημαίνει ο δρ Κωνσταντινίδης. «Αυτή μπορεί να περιοριστεί στην άμεση μετεγχειρητική περίοδο ή να διαρκέσει πολύ καιρό. Πολλοί ασθενείς θα έχουν άγχος για τις επιδόσεις τους μετά τον τραυματισμό τους. Άλλοι θα αλλάξουν σεξουαλικές πρακτικές, φοβούμενοι έναν νέο τραυματισμό. Κάποιοι μπορεί να χρειασθούν ψυχολογική υποστήριξη για να ανακτήσουν την ερωτική τους ζωή.

Η συμβουλευτική μπορεί να είναι ακόμα πιο απαραίτητη εάν ένας ασθενής δεν μπορεί να χειρουργηθεί και αντιμετωπιστεί συντηρητικά, δεδομένου ότι η αντιμετώπιση χωρίς χειρουργείο έχει υψηλά ποσοστά στυτικής δυσλειτουργίας», καταλήγει.

#########