Οι παθήσεις της καρδιάς και των αγγείων που οφείλονται στην αθηροσκλήρωση παραμένουν το σοβαρότερο πρόβλημα στις ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου και είναι πλέον γεγονός ότι η αθηροσκλήρωση είναι η συχνότερη αιτία θανάτου σε άνδρες ηλικίας άνω των 45 ετών και γυναίκες άνω των 65 ετών στο δυτικό κόσμο.  ζοφερή αυτή πραγματικότητα επιτείνει την ανάγκη να κατανοηθεί σε βάθος η αιτιολογία της και να προληφθεί η δημιουργία αθηρωματικής πλάκας.

 

Ανάμεσα στους κυριότερους προδιαθεσικούς παράγοντες (αρτηριακή υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης, κάπνισμα, βεβαρημένο οικογενειακό ιστορικό) εξέχουσα θέση κατέχουν τα αυξημένα επίπεδα των λιπιδίων στο αίμα (χοληστερόλη, τριγλυκερίδια) με αποτέλεσμα ολοένα και περισσότερο να δημιουργείται η ανάγκη να απαντηθεί το ερώτημα «Πως το ζωικό λίπος αυξάνει τον κίνδυνο αθηροσκλήρωσης».

 

Η απάντηση βρίσκεται αν αναλογιστούμε τον τρόπο δημιουργίας της αθηρωματικής πλάκας: συγκεκριμένα η ολική χοληστερόλη, η LDL (κακή) χοληστερόλη και τα τριγλυκερίδια που κυκλοφορούν στο αίμα μεταφέρουν λίπος στο τοίχωμα των αρτηριών, προάγουν την αθηρωμάτωση, αποτελώντας, έτσι μείζονες παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Το πρόβλημα αυξάνεται όταν τα επίπεδα της χοληστερόλης στο αίμα υπερβούν τα φυσιολογικά όρια. Τότε, αθροίζεται στα τοιχώματα των αγγείων και προκαλεί δομικές αλλαγές με τελικό αποτέλεσμα τον σχηματισμό αθηρωματικής πλάκας και την αύξηση του κινδύνου εκδήλωσης αρτηριακής υπέρτασης, στεφανιαίας νόσου, στηθάγχης, οξέος εμφράγματος μυοκαρδίου, καρδιακής ανεπάρκειας, νεφρικής  ανεπάρκειας, αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου και ο αιφνίδιος καρδιακός θάνατος.

Αντίθετα η HDL (καλή) χοληστερόλη  αφαιρεί λίπος από το τοίχωμα των αρτηριών, μεταφέροντάς το στο ήπαρ, προκαλώντας υποχώρηση των αθηρωματικών βλαβών.

Λαμβάνοντας υπόψιν τις παραπάνω επικίνδυνες για την υγεία καταστάσεις αντιλαμβανόμαστε την σπουδαιότητα αντιμετώπισης των παραγόντων που προάγουν τον σχηματισμό αθηρωματικής πλάκας. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη μειωμένη κατανάλωση των κορεσμένων λιπών που περιέχονται κυρίως σε ζωικά λίπη.

 

Συγκεκριμένα, συνίσταται η μείωση των κεκορεσμένων (ζωικών) λιπών κάτω από το 7% των ολικών θερμίδων. Mε άλλα λόγια πρέπει να τρώμε λιγότερο κόκκινο κρέας (π.χ. μία μόνο φορά το δεκαπενθήμερο χοιρινό ή μοσχαρίσιο κρέας), καθώς και λιγότερο βούτυρο και γαλακτοκομικά πλήρη σε λιπαρά. Επίσης, τα έτοιμα  τύπου «φαστ φουντ» φαγητά είναι συνήθως πολύ πλούσια σε κορεσμένα λίπη. Eναλλακτικά μπορούμε να προτιμούμε τα προϊόντα που έχουν λιγότερο λίπος (λάιτ), το άπαχο κρέας, τα πουλερικά (χωρίς την πέτσα), τα δημητριακά και τα ζυμαρικά ολικής αλέσεως , τα φρούτα, τα λαχανικά και τα ψάρια. Επιπλέον, ο κίνδυνος δημιουργίας αθηρωματικής πλάκας μειώνεται όταν στην διατροφή μας τα ζωικά κορεσμένα λίπη αντικαθίσταται από την κατανάλωση τροφίμων πλούσιων σε μονοακόρεστα λιπαρά οξέα (π.χ. ελαιόλαδο). Πρακτική εφαρμογή αποτελεί η χρήση ελαιολάδου στη διατροφή μας (π.χ. στη μαγειρική, στις σαλάτες κ.τ.λ.).

Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι διεθνείς συστάσεις για την επιτακτική μείωση του ζωικού λίπους και την πρόληψη της καρδιαγγειακής νόσου οδήγησαν τη βιομηχανία τροφίμων στη δημιουργία τροφίμων με πικρότερη περιεκτικότητα σε κορεσμένα (βλαβερά) λιπαρά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η βιομηχανία αλλαντικών λαμβάνοντας υπόψη της τις εξελίξεις στην τεχνολογία τροφίμων και αναγνωρίζοντας παράλληλα την αναγκαιότητα για την παραγωγή πιο υγιεινών  αλλά εξίσου νόστιμων προϊόντων, προχώρησε στην παραγωγή μιας σειράς αλλαντικών από κρέας χαμηλής περιεκτικότητας σε λίπος, στην οποία έχει αντικατασταθεί σημαντικό μέρος των κορεσμένων λιπαρών με εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο. Αξίζει να σημειωθεί, ότι η πρωτοβουλία αυτή ευθυγραμμίζεται με τις οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για αντικατάσταση στη διατροφή μας των περισσοτέρων κορεσμένων λιπαρών με ακόρεστα φυτικά έλαια, όπως το ελαιόλαδο. Έτσι, η παραγωγή ενός τέτοιου λειτουργικού τροφίμου όπως είναι τα αλλαντικά με ελαιόλαδο, έχει διπλό όφελος μιας και συνδυάζει τη γευστική απόλαυση με όλα τα θρεπτικά οφέλη του ελαιολάδου.

Συνεπώς, η υιοθέτηση της μεσογειακής διατροφής, όπου χαρακτηρίζεται από την περιορισμένη κατανάλωση κορεσμένων (βλαβερών) λιπαρών και την καθημερινή πρόσληψη τροφίμων πλούσιων σε μονοακόρεστα λιπαρά (π.χ. ελαιόλαδο), μπορεί να συμβάλλει θετικά στη μείωση του σχηματισμού της αθηρωματικής πλάκας.

 

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΡΗΓΟΡΑΚΗΣ
Κλινικός Διαιτολόγος – Διατροφολόγος MSc, Ιδρυτής και Επιστημονικός

Διευθυντής του Κέντρου Διαιτολογικής Υποστήριξης
& Μεταβολικού Ελέγχου
“ΑΠΙΣΧΝΑΝΣΙΣ”.
Σπούδασε στο Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας – Διατροφής
του
Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, απ΄ όπου έλαβε πτυχίο με Αριστα.
Είναι κάτοχος Master of Science στην Εφαρμοσμένη Διαιτολογία
και υποψήφιος
Διδάκτορας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου.

Εχει μετεκπαιδευτεί στην αντιμετώπιση Χρόνιων Νοσημάτων
στο Πανεπιστημιακό νοσοκομείο New England Heart Center,
Medical Center Of Boston, USA. Από την έναρξη της σταδιοδρομίας
του μέχρι και σήμερα παρεμβαίνει δυναμικά στο χώρο
των μέσων μαζικής ενημέρωσης έχοντας πάνω από
1.000 δημοσιεύσεις σε ημερήσιες εφημερίδες και περιοδικά.
Εχει διατελέσει επιστημονικός συνεργάτης των τηλεοπτικών σταθμών
ΕΤ1, STAR CHANNEL ANTENNA και MEGA.

#########