Η νόσος του Parkinson, που συνήθως αναφέρεται απλώς ως Parkinson, πήρε το όνομά της από το Λονδρέζο γιατρό James Parkinson, που πρώτος περιέγραψε τα συμπτώματα της νόσου το 1817.
Η νόσος του Parkinson είναι μία κατάσταση του νευρικού συστήματος που χαρακτηρίζεται από προβλήματα που αφορούν τις κινήσεις του σώματος, αν και ενδέχεται να εκδηλωθούν συμπτώματα που δεν σχετίζονται με την κίνηση. Οι κινήσεις του σώματος ελέγχονται από τα νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου που στέλνουν μηνύματα το ένα στο άλλο. Αυτά τα μηνύματα αποστέλλονται με τη χρήση χημικών ουσιών (νευροδιαβιβαστές), που διέρχονται μεταξύ των κυττάρων. Στα υγιή άτομα, τα μηνύματα μεταφέρονται ομαλά.
Ένας σημαντικός νευροδιαβιβαστής που εμπλέκεται στον έλεγχο των κινήσεων του σώματος, είναι η ντοπαμίνη. Στα άτομα που πάσχουν από τη νόσο του Parkinson παρουσιάζεται έλλειψη ντοπαμίνης στον εγκέφαλο και, επομένως, η μεταβίβαση των μηνυμάτων διαταράσσεται. Το γεγονός αυτό δημιουργεί προβλήματα στον έλεγχο της κίνησης.

Τα συμπτώματα εκδηλώνονται σταδιακά, συνήθως πρώτα από τη μία πλευρά του σώματος και εξελίσσονται αργά με την πάροδο του χρόνου. Τα κύρια σωματικά συμπτώματα της νόσου είναι βραδυκινησία, δυσκαμψία και σε ορισμένες περιπτώσεις τρόμος και αστάθεια.

Ωστόσο, το είδος και η ένταση των συμπτωμάτων διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο. Καθώς, η νόσος του Parkinson εξελίσσεται, ενδέχεται να εκδηλωθούν διαφορετικά συμπτώματα.
Η νόσος του Parkinson είναι διαδεδομένη σ
όλο τον κόσμο, προσβάλλει ανθρώπους όλων των φυλών και ο επιπολασμός της ανά τον κόσμο εκτιμάται στα 6.3 εκατομύρια ανθρώπους. Η ασθένεια διαγνώστηκε πριν από την ηλικία των 50 ετών σε πάνω από 1 στα 10 άτομα που πάσχουν από τη νόσο.

Πώς εκτιμάται η νόσος του Parkinson;

Η διάγνωση της νόσου του Parkinson δεν είναι απλή, καθώς κάθε περίπτωση της νόσου είναι μοναδική και ως νευρολογική διαταραχή, τα συμπτώματα είναι παρόμοια με άλλες διαταραχές του εγκεφάλου. Ωστόσο, ένας έμπειρος νευρολόγος θα πρέπει να είναι σε θέση να πραγματοποιήσει μια ακριβή διάγνωση. Όταν γίνεται η διάγνωση της νόσου του Parkinson, ο γιατρός παρατηρεί τα συμπτώματα κατά τη διάρκεια της κλινικής εξέτασης και δίνει προσοχή στις εμπειρίες του ασθενή που σχετίζονται με την κατάσταση του. Τα κύρια συμπτώματα της νόσου είναι βραδυκινησία, δυσκαμψία, σε ορισμένες περιπτώσεις τρόμος και αστάθεια. Ο συνδυασμός αυτών των συμπτωμάτων οδηγεί το γιατρό στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για τη νόσο του Parkinson. Τα πρώτα σημάδια της νόσου που ενδέχεται να παρατηρηθούν είναι η αυξημένη δυσκολία πραγματοποίησης «λεπτών» κινήσεων, όπως το γράψιμο, το ράψιμο, το ξύρισμα, κλ
π.

Θεραπευτική αντιμετώπιση

Παρόλο που, προς το παρόν, δεν υπάρχει θεραπεία της νόσου, τα συμπτώματα μπορούν να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά με τη χρήση διαφόρων φαρμάκων. Αυτά τα φάρμακα βοηθούν τα άτομα που πάσχουν από τη νόσο να συνεχίζουν την καθημερινή τους ζωή και απολαμβάνουν μία καλή ποιότητα ζωής για πολλά χρόνια.
Η φαρμακευτική (φαρμακολογική) αγωγή είναι καίριας σημασίας για την αντιμετώπιση της νόσου, αν και, δυστυχώς, κανένα φάρμακο ως τώρα δεν έχει αποδειχθεί ότι θεραπεύει τη νόσο ή επιβραδύνει την εξέλιξη της. Ωστόσο, έχουν γίνει συζητήσεις σχετικά με το αν κάποια φάρμακα μπορούν να προστατέψουν τα εγκεφαλικά κύτταρα και να βοηθήσουν στην επιβράδυνση της νόσου. Αυτό διερευνάται με κλινικές δοκιμές. Υπάρχουν πολλά αποτελεσματικά φάρμακα που μπορούν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της νόσου και να μειώσουν τις επιδράσεις τους στην καθημερινή ζωή.
Η διατήρηση της σωστής αναλογίας φαρμάκων στη νόσο του Parkinson είναι συχνά δύσκολη υπόθεση. Τα άτομα που πάσχουν από τη νόσο έχουν ανάγκη από ένα πρόγραμμα θεραπευτικής αγωγής που να είναι προσαρμοσμένο στα συγκεκριμένα συμπτώματα που εκδηλώνουν και που λαμβάνει υπόψη τις προσωπικές τους προτιμήσεις.

Χρήσιμες συμβουλές για τη ρύθμιση της φαρμακευτικής αγωγής

Κάθε φάρμακο που χορηγείται για τη νόσο του Parkinson έχει ειδικές οδηγίες δοσολογίας το φάρμακο μπορεί να λαμβάνεται αρκετές φορές τη μέρα, σε συγκεκριμένη ώρα, πριν ή μετά από τα γεύματα. Αυτές οι οδηγίες εξασφαλίζουν τη σωστή δράση του φαρμάκου. Γενικά, κάθε άτομο μπορεί να λαμβάνει ένα συνδυασμό φαρμάκων για τη νόσο του Parkinson, μαζί με φάρμακα που χορηγούνται για άλλες καταστάσεις.

Χειρουργική αντιμετώπιση

Η χειρουργική επέμβαση είναι ένας τρόπος θεραπευτικής αντιμετώπισης της νόσου του Parkinson, που όμως δεν είναι κατάλληλη για όλους τους ασθενείς. Προς το παρόν, καμία εγχείρηση δεν θεραπεύει τη νόσο του Parkinson, παρόλο που σε μερικούς ασθενείς προσφέρει σημαντικά οφέλη βελτιώνοντας κάποια συμπτώματα και μειώνοντας, ορισμένες φορές, την ανάγκη για φαρμακευτική αγωγή. Ωστόσο, ακόμη και μετά από μία επιτυχημένη χειρουργική επέμβαση, το άτομο που πάσχει από τη νόσο πρέπει να ακολουθήσει συνεχή φαρμακευτική αγωγή.
Ο ασθενής που είναι υποψήφιος για χειρουργείο, θα υποβληθεί σε μια λεπτομερή εκτίμηση της κατάστασης του, διαδικασία που συνήθως διαρκεί 1 με 2 μέρες. Οι εκτιμήσεις αυτές διεξάγονται προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το άτομο παρουσιάζει συμπτώματα που θα ανταποκριθούν καλά στη χειρουργική επέμβαση, χωρίς να υφίσταται σοβαρός κίνδυνος επιπλοκών.
Επίσης, προσφέρουν μια πολύτιμη ευκαιρία στην ομάδα ιατρικής φροντίδας να συζητήσει όλες τις πτυχές της χειρουργικής επέμβασης και να διασφαλίσει ότι ο ασθενής και η οικογένεια του έχουν ρεαλιστικές προσδοκίες σχετικά με το τι μπορεί να επιτευχθεί μέσω τα προτεινόμενης επέμβασης.
Οι ασθενείς που πιθανότατα να ωφεληθούν από τη χειρουργική επέμβαση είναι όσοι ανταποκρίνονται καλά στη φαρμακευτική αγωγή, όμως η ανταπόκριση αυτή μπορεί να είναι απρόβλεπτη και/ή βραχυπρόθεσμη, ή όσοι αντιμετωπίζουν προβλήματα δυσκινησίας.
Η χειρουργική επέμβαση δεν έχει αποδείξει ότι βελτιώνει τα συμπτώματα που δεν ανταποκρίνονται στη φαρμακευτική αγωγή ντοπαμίνης εκτός από τον τρόμο, που είναι ανθεκτικός στα φάρμακα, αλλά ανταποκρίνεται καλά στη χειρουργική επέμβαση.
Όπως σε κάθε νευροχειρουργική επέμβαση, έτσι και στις επεμβάσεις του εγκεφάλου για τη νόσο του Parkinson υπάρχουν επιπλοκές. Υπάρχουν κίνδυνοι που σχετίζονται με την επέμβαση αυτή καθεαυτή, όπως ένας μικρός κίνδυνος αιμορραγίας στον εγκέφαλο ή πρόκληση άλλων προβλημάτων, για παράδειγμα, στην ομιλία ή στην ισορροπία. Επικρατεί γενικά η άποψη ότι η πιθανότητα αυτών των επιπλοκών είναι μικρότερη στην εν τω βάθει διέγερση του εγκεφάλου σε σχέση με την πρόκληση εστιακής βλάβης. Ωστόσο, υπάρχουν κίνδυνοι που σχετίζονται με την εν τω βάθει διέγερση του εγκεφάλου και με το σύστημα του διεγέρτη, όπως για παράδειγμα μόλυνση ή εξασθένιση της λειτουργίας του συστήματος. Μπορεί να προκύψουν παρενέργειες από τη DBS, όπως δυσκολίες στην ομιλία, αν και μπορούν να αποφευχθούν με τον προσεκτικό προγραμματισμό του διεγέρτη.
Λόγω αυτών των κινδύνων, το ενδεχόμενο χειρουργικής τίθεται μόνο στα άτομα των οποίων τα συμπτώματα δεν ελέγχονται επαρκώς με φαρμακευτική αγωγή και, εκτός από τη νόσο του Parkinson, η κατάσταση της υγείας τους είναι γενικά καλή.

#########