Πιθανές επιπλοκές για το έμβρυο και νεογέννητο: Γυναίκες που εμφανίζουν γιά πρώτη φορά έρπητα των γεννητικών οργάνων κατά τη διάρκεια της κύησης έχουν αυξημένο κίνδυνο γιά πρόωρο τοκετό. Ύπαρξη ερπητικών βλαβών στην γεννητική περιοχή στη φάση του τοκετού αποτελεί ένδειξη γιά καισαρική τομή, ώστε να αποτραπεί η μετάδοση του ιού στο νεογνό. Μόλυνση του νεογνού από τον ιό μπορεί να καταλήξει σε ερπητική εγκεφαλίτιδα, σοβαρές εγκεφαλικές βλάβες ή ακόμα και θάνατο.

Πρόληψη: Η αποφυγή κάθε μορφής σεξουαλικής επαφής, κολπικής, πρωκτικής ή στοματικής με μολυσμένο άτομο είναι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος αποφυγής μετάδοσης του έρπητα των γεννητικών οργάνων μέσω της σεξουαλικής οδού. Η χρήση προφυλακτικών ελαττώνει αλλά δεν εξαφανίζει τον κίνδυνο μετάδοσης της ασθένειας κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής. Επιπλέον είναι πιθανή η μετάδοση του ιού παρά τη χρήση προφυλακτικού από τα έλκη που ενδεχομένως υπάρχουν στην γεννητική και περιγεννητική περιοχή.

Oξυτενή Κονδυλώματα

Aίτιο και τρόποι μετάδοσης: Τα κονδυλώματα οφείλονται στο ιό την αθρώπινων θηλωμάτων (HPV) ο οποίος μεταδίδεται μέσω της κολπικής, στοματικής και πρωκτικής σεξουαλικής επαφής.

Συμπτώματα: Ανώδυνα, ροδόχροα μορφώματα, σε σχήμα μικρού κουνουπιδιού, που εντοπίζονται στην περιοχή των γεννητικών οργάνων, τον πρωκτό και τον φάρυγγα.

Θεραπεία: Δεν υπάρχει γνωστή θεραπεία γιά τον ιό. Τα κονδυλώματα αντιμετωπίζονται τοπικά με διάφορους τρόπους όπως κρυοθεραπεία (υγρό άζωτο), τοπικές ανοσοδιεγερτικές κρέμες, ενδοβλαβική ή συστηματική χορήγηση ιντερφερόνης και αφαίρεση χειρουργικά ή με laser, καμία όμως από τις μεθόδους αυτές δεν εκριζώνει τον ιό από τον ανθρώπινο οργανισμό. Σε πειραματικό στάδιο βρίσκεται ακόμα η χορήγηση εμβολίου το οποίο θα αποσκοπεί στην προστασία νεαρών ατόμων ώστε να μην προσβληθούν από τον ιό μετά την έναρξη της σεξουαλικής τους δραστηριότητας.

Πιθανές επιπλοκές γιά το προσβεβλημένο άτομο: Ορισμένοι τύποι του ιού (ογκογόνοι) συνδέονται άμεσα με τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας καθώς και καρκίνους του κόλπου και του πρωκτού. Ο ιός HPV ευθύνεται για το 90% των περιστατικών με καρκίνο τραχήλου της μήτρας και τελευταία έχει παρατηρηθεί σημαντική ποσοστιαία συσχέτιση με τον καρκίνο του πρωκτού.

Πιθανές επιπλοκές για το έμβρυο και νεογέννητο: Νεογνά που εκτέθηκαν στον ιό κατά την κάθοδο από τον γεννητικό σωλήνα στη διάρκεια του τοκετού έχουν αυξημένη πιθανότητα να αναπτύξουν κονδυλώματα στον φάρυγγα, τα οποία επιβάλλεται να αφαιρεθούν ώστε να μην αποφράξουν την αεροφόρο οδό.

Πρόληψη: Η αποχή από τη κολπική, πρωκτική και στοματική σεξουαλική επαφή με πάσχον άτομο είναι η μόνη μέθοδος που εξασφαλίζει πλήρη προστασία. Η χρήση προφυλακτικού δεν παρέχει σχεδόν καμία προστασία έναντι του ιού. Η συχνή εξέταση, σε εξαμηνιαία κατά προτίμηση βάση, κολπικού επιχρίσματος κατά Παπανικολάου (Pap-test) αποτελεί ένα δόκιμο τρόπο ελέγχου γιά την πιθανότητα δυσπλασιών του τραχήλου σε γυναίκες με ιστορικό κονδυλωμάτων. Το εμβόλιο έναντι των ογκογόνων υποτύπων του ιού HPV βρίσκεται σε φάση κλινικών δοκιμών.


Τριχομονάδωση


Αίτιο και τρόποι μετάδοσης:
Η νόσος προκαλείται από το πρωτόζωο Trichomonas vaginalis το οποίο μεταδίδεται κυρίως με τη σεξουαλική επαφή αλλά και μέσω της χρήσης μολυσμένων αντικειμένων. Η τριχομονάδωση είναι το πιό συχνό ιάσιμο ΣΜΝ σε σεξουαλικά ενεργείς, νεαρής ηλικίας γυναίκες.

Συμπτώματα: Μπορεί να απουσιάζουν πλήρως, ιδίως στους άντρες, ή να υπάρχουν σε ποικίλη ένταση. Όταν υπάρχουν αυτά τότε πρόκειται γιά δυσουρικά ενοχλήματα, δυσπαρεύνεια και κνησμό. Στις γυναίκες υπάρχει συχνά αφρώδες, κιτρινοπράσινη, ενίοτη δύσοσμη υπερέκκριση και κολποδυνία ενώ στους άντρες εμφανίζεται με φλεγμονή ή/και διαβρώσεις της ουρήθρας, της βαλάνου ή/και της πόσθης.

Θεραπεία: Η θεραπεία της νόσου είναι απλή αλλά μερικές φορές και προβληματική. Θεραπεία εκλογής αποτελούν οι νιτροιμιδαζόλες, με συνηθέστερη την μετρονιδαζόλη. Είναι απαραίτητη η ταυτόχρονη θεραπεία του σεξουαλικού συντρόφου.

Πιθανές επιπλοκές γιά το προσβεβλημένο άτομο: Η φλεγμονή της γεννητικής χώρας που προκαλεί η νόσος αυξάνει την πιθανότητα προσβολής από τον ιό του AIDS όταν το πάσχον άτομο εκτεθεί σε αυτόν.

Πιθανές επιπλοκές για το έμβρυο και νεογέννητο:
Η πάθηση σε εγκύους μπορεί να προκαλέσει πρόωρη ρήξη των υμένων και, κατ’ επέκταση, πρόωρο τοκετό.

Πρόληψη: Η χρήση προφυλακτικών ελαττώνει αλλά δεν εξαφανίζει τον κίνδυνο μετάδοσης της ασθένειας κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής. Η αποφυγή χρήσης κοινόχρηστων πετσετών και σφουγγαριών πλυσίματος με άλλους προστατεύει από την μη σεξουαλική μετάδοση της νόσου.

Ηπατίτιδα Β

Aίτιο και τρόποι μετάδοσης:
Η ηπατίτιδα Β οφείλεται στον ιό της ηπατίτιδας Β και μεταδίδεται μέσω κολπικής, στοματικής και κυρίως πρωκτικής σεξουαλικής επαφής, μέσω της χρήσης μολυσμένων με αίμα μεταχειρισμένων, κοινόχρηστων βελόνων, (γιά παράδειγμα στους χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών), μέσω της διάτρηση του δέρματος με μολυσμένα εργαλεία κατά τη διάρκεια οδοντιατρικών ή ιατρικών επεμβάσεων και μέσω της μετάγγισης μολυσμένου αίματος ή μολυσμένων παραγώγων αυτού.

Συμπτώματα: Το ένα τρίτο των ασθενών παραμένει ασυμπτωματικό. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν πυρετό, κεφαλαλγία, μυαλγίες, κόπωση, απώλεια όρεξης, εμέτους και διάρροιες. Συμπτώματα όπως κοιλιακό άλγος, σκουρόχροα ούρα, κίτρινη χροιά του δέρματος και λευκή χροιά των οφθαλμικών επιπεφυκότων υποδηλώνουν ηπατική συμμετοχή.

Θεραπεία:
Δεν υπάρχει οριστική θεραπεία. Στην πλειοψηφία τους οι οξείες λοιμώξεις αποδράμουν μόνες τους εντός 4-8 εβδομάδων. Ένα ποσοστό των πασχόντων μεταπίπτει σε χρόνια ηπατική νόσο. Η χρόνια μορφή απαιτεί θεραπευτικές παρεμβάσεις με α-ιντερφερόνη, κορτικοστεροειδή και αδενική αραβινοσίδη.Επιλογή εκλογής αποτελεί η α-ιντερφερόνη η οποία όμως αντενδείκνυται σε ύπαρξη μη αντιρροπούμενης κιρρώσεως. Οι χρόνιοι φορείς χωρίς ενεργό νόσο πρέπει να παρακολουθούνται με ορολογικό έλεγχο ανά 6-12 μήνες.

Πιθανές επιπτώσεις για το προσβεβλημένο άτομο:
Οι ασθενείς που έχουν περάσει στο στάδιο της χρόνιας ενεργού ηπατίτιδας κινδυνεύουν από κίρρωση και καρκίνο του ήπατος καθώς και ανοσολογικές διαταραχές. Ασθενείς με βαριά κεραυνοβόλο ηπατίτιδα χρήζουν μεταμόσχευσης ήπατος.

Πιθανές επιπτώσεις σε έμβρυο και νεογέννητο:
Έγκυες γυναίκες μπορούν να μεταδόσουν την ασθένεια στο κύημα. Περίπου 90% των βρεφών που μολύνθηκαν κατά την γέννηση γίνονται χρόνιοι φορείς της νόσου και κινδυνεύουν από διάφορες παθήσεις και καρκίνο του ήπατος. Αποτελούν επίσης οι ίδιοι κίνδυνο διότι μπορούν να μεταδόσουν τη νόσο. Στα νεογνά πασχόντων μητέρων θα πρέπει να χορηγηθεί ανοσοσφαιρίνη ή και εμβόλιο ηπατίτιδας προκειμένου να αποφευχθεί η μετάπτωση σε χρονιότητα.

Πρόληψη:
Η αποφυγή ανταλλαγής σωματικών υγρών όπως σπέρμα, αίμα και κολπικά υγρά και κατ΄επέκτασην η αποφυγή κάθε μορφής σεξουαλικής επαφής με μολυσμένο άτομο είναι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος αποφυγής μετάδοσης της ηπατίτιδας Β μέσω της σεξουαλικής οδού. Η χρήση προφυλακτικών ελαττώνει αλλά δεν εξαφανίζει τον κίνδυνο μετάδοσης της ασθένειας κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής. Η αποφυγή κοινής χρήσης βελόνων από χρήστες ναρκωτικών ουσιών βοηθάει στην πρόληψη. Επίσης χρήσιμη και αποτελεσματική είναι η συζήτηση με τους υπεύθυνους της δημόσιας υγείας προκειμένου να βρεθούν τρόποι ελαχιστοποίησης της μετάδοσης ηπατίτιδας Β ιατρογενώς (μέσω μεταγγίσεων, επεμβάσεως κλπ). Προληπτικός εμβολιασμός κατά της ηπατίτιδας Β είναι πλέον επιβεβλημένος σε πληθυσμιακές ομάδες υψηλού κινδύνου. Επιπλέον η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής έχει προτείνει την προσθήκη του εμβολίου της ηπατίτιδας Β στο πρόγραμμα εμβολιασμού ρουτίνας των παιδιών.

Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσοανεπάρκειας του Ανθρώπου (AIDS)

Aίτιο και τρόποι μετάδοσης:
Το σύνδρομο του AIDS οφείλεται στο ιό του HIV ο οποίος μεταδίδεται μέσω της κολπικής, στοματικής και κυρίως πρωκτικής σεξουαλικής επαφής, της μετάγγισης μολυσμένου αίματος ή μολυσμένων παραγώγων αυτού, και της χρήσης μολυσμένων μεταχειρισμένων κοινόχρηστων βελόνων. Μπορεί επίσης να μεταδοθεί από μία προσβεβλημμένη μητέρα στο έμβρυο μέσω της μήτρας ή κατά τη διάρκεια του τοκετού ή ακόμα και μέσω του θηλασμού.

Συμπτώματα:
Ορισμένα άτομα δεν αισθάνονται κανένα σύμπτωμα κατά τη διάρκεια της πρωτολοίμωξης. Άλλα εμφανίζουν συμπτώματα παρόμοια με αυτά της γρίππης, όπως πυρετό, κόπωση, απώλεια όρεξης και βάρους και διόγκωση λεμφαδένων. Τα συμπτώματα συνήθως υποχωρούν εντός το πολύ ενός μηνός και.ο ιός μπορεί να παραμείνει σε λανθάνουσα κατάσταση γιά χρόνια. Παρ’ όλα αυτά συνεχίζει να εξασθενεί το ανοσοποιητικό σύστημα αφήνοντας τον οργανισμό αδύναμο και ανίκανο να καταπολεμήσει ευκαιριακές λοιμώξεις.

Θεραπεία: Δεν υπάρχει οριστική θεραπεία. Τα αντιιικά φάρμακα (αναστολείς πρωτεασών) χρησιμοποιούνται προκειμένου να αυξήσουν το προσδόκιμο επιβίωσης και να βελτιώσουν την υγεία των φορέων. Επίσης δόκιμη είναι η έγκαιρη θεραπεία κάθε επιπλοκής προκειμένου να μην περιπλακεί η πορεία της νόσου. Συμπληρωματικές θεραπείες, κυρίως αντιβιώσεις, χρησιμοποιούνται για να καταπολεμήσουν ευκαιριακές επιλοιμώξεις.

Πιθανές επιπλοκές γιά το προσβεβλημένο άτομο:
Θεωρητικά κάθε άτομο που μολύνεται με τον ιό και είναι φορέας θα νοσήσει από την ασθένεια του AIDS και θα εμφανίσει τις επιπλοκές της νόσου. Αυτές συμπεριλαμβάνουν ευκαιριακές λοιμώξεις όλων των συστημάτων, νεοπλάσματα όπως το σάρκωμα Caposi, νευρολογικές και ψυχιατρικές εκδηλώσεις, αυτοανοσολογικά φαινόμενα και τέλος το σύνδρομο απισχνάσεως.

Πιθανές επιπλοκές για το έμβρυο και νεογέννητο:
Το 20-30% των βρεφών που γεννήθηκαν από μητέρες φορείς αναπτύσσουν συμπτώματα της ασθένειας εντός ενός έτους από τη γέννηση. Από αυτά ένα 20% πεθαίνει πριν φθάσει τους 18 μήνες. Η χορήγηση αντιιικών φαρμάκων στην μητέρα κατά την κύηση μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο μετάδοσης του ιού στο έμβρυο.

Πρόληψη: Η αποχή από την σεξουαλική επαφή κυρίως μέσω της πρωκτικής οδού και η αποφυγή ανταλλαγής σωματικών υγρών όπως σπέρμα, αίμα και κολπικά υγρά με μολυσμένο άτομο είναι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος αποφυγής μετάδοσης της νόσου μέσω της σεξουαλικής οδού. Η χρήση προφυλακτικών ελαττώνει αλλά δεν εξαφανίζει τον κίνδυνο μετάδοσης της ασθένειας κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής. Η αποφυγή κοινής χρήσης βελόνων από χρήστες ναρκωτικών ουσιών προστατεύει σημαντικά. Επίσης σημαντική είναι η λήψη προφυλακτικών μέτρων από τους υπεύθυνους της δημόσιας υγείας προκειμένου να βρεθούν τρόποι ελαχιστοποίησης της μετάδοσης από μεταγγίσεις.

Λοιπά Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα:

– Βακτηριακή κολπίτις: Προκαλεί πόνο κατά την ούρηση ενώ μπορεί να οδηγήσει σε νεφρική ανεπάρκεια, αν μείνει χωρίς θεραπεία.
– Καντιντίαση: Δεν πρόκειται για αμιγές ΣΜΝ, μπορεί, ωστόσο, να μεταδοθεί και διά της σεξουαλικής οδού. Προκαλεί πόνο, κνησμό, δυσπαρεύνεια και γενικότερη ενόχληση. Θεωρείται ιάσιμο με τη συνήθη αντιμυκητιασική αγωγή, έχει όμως την τάση να υποτροπιάζει.
– Μαλακό έλκος: Είναι μία μεγάλη επώδυνη φουσκάλα ή έλκος της γεννητικής χώρας που πιθανόν να ραγεί και να προκαλέσει σύστοιχη λεμφαδενοπάθεια.
– Βουβωνικό κοκκίωμα: Προκαλεί ανώδυνα έλκη που διογκώνονται και αιμορραγούν.
– Αφροδίσιο λεμφοκοκκίωμα: Προκαλεί βλάβες, διαβρώσεις, πόνο και αποστήματα στη βουβωνική χώρα.
– Μολυσματική τέρμινθος: πρόκειται για ιό (poxvirus) που προκαλεί μικρές, ομφαλωτές, γυαλιστερές, βλάβες στο δέρμα της περιγεννητικής περιοχής. Οι βλάβες αφαιρούνται με καυτηριασμό ή μικρο-επέμβαση από το δερματολόγο.
– Βλεννοπυώδης τραχηλίτις: Οι πάσχουσες έχουν τραχηλικό έκκριμα. Μπορεί να οδηγήσει σε ενδοπυελική φλεγμονή ή αποβολή όταν πρόκειται γιά εγκύους.
– Ενδοπυελική φλεγμονή: Αιτία της αποτελεί ένας μεγάλος αριθμός μικροβίων που μεταδίδονται μέσω της σεξουαλικής ή άλλων οδών. Μπορεί να προκαλέσει πόνο, στείρωση ή ακόμα και θάνατο.

Bιβλιογραφία:

1. Στρατηγός Ι.Δ. και συνεργατών. Αφροδισιολογία. Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενες Λοιμώξεις και Δερματοπάθειες των Γεννητικών Οργάνων. Εκδόσεις Παρισιάνου

Αλέξανδρος Ι. Στρατηγός Επίκουρος Καθηγητής

Ολοκλήρωσε την ιατρική του εκπαίδευση στην Ιατρική Σχολη του Πανεπιστημίου Αθηνών .Στη Βοστόνη των ΗΠΑ ασκήθηκε στις ειδικότητες της Παθολογίας και της Δερματολογίας στην Ιατρικη Σχολη του Harvard.
E
ξειδικεύτηκε στον τομέα της φωτοβιολογίας δέρματος και της εφαρμογής των ακτίνων Laser στη Δερματολογία, στο Τμήμα Δερματολογίας της ιδιας Ιατρικής Σχολής. Εξελέγη Λέκτορας και αργότερα Επίκουρος Καθηγητής Δερματολογίας -Αφροδισιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με εδρα την Κλινικη Αφροδισίων και Δερματικών Νόσων του Νοσοκομείου “Ανδρέας Συγγρός”

Τίνα Κιμπούρη Επιστημονική Συνεργάτις
Α’ Κλινική Αφροδισίων και Δερματικών Νόσων
Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών
Νοσοκομείο Ανδρέας Συγγρός
Αθήνα

#########