Η υγεία του ελληνικού πληθυσμού τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει επιβραδυνόμενο
ρυθμό βελτίωσης και συγκριτική επιδείνωση σε σχέση με αυτήν των πληθυσμών των
περισσότερων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).
Η αναφορά αυτή αποτυπώνεται στην πορεία των γενικών δεικτών υγείας με το χρόνο,
όπως της μεταβολής του προσδόκιμου επιβίωσης, της αυτοαναφερόμενης υγείας
και της αποφεύξιμης θνησιμότητας. Επίσης, σύμφωνα με την Eurostat, η Ελλάδα το
2018 κατείχε την τρίτη θέση μεταξύ των 28 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-28),
αναφορικά με τις ανεκπλήρωτες ανάγκες υγείας του πληθυσμού για ιατρική εξέταση
ή θεραπεία, με ποσοστό πολλαπλάσια μεγαλύτερο του μέσου όρου της ΕΕ-28 (10.2%
έναντι 3.2% αντίστοιχα), αποκαλύπτοντας σημαντική υστέρηση στην προσβασιμότητα
των υπηρεσιών υγείας.

Το σύστημα υγείας αδυνατεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες υγείας και τις προσδοκίες
των πολιτών. Οι επιδόσεις της χώρας μας στον τομέα της πρόληψης είναι ιδιαίτερα
χαμηλές, καθώς κατέχει την πρώτη θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ-28 στα ποσοστά
καπνίσματος, παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας, αλλά και μία εκ των χαμηλότερων
θέσεων στην κάλυψη του πληθυσμού στις υφιστάμενες δοκιμασίες προσυμπτωματικού
ελέγχου για κακοήθειες και καρδιαγγειακά νοσήματα.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί το υψηλό ποσοστό (9.7%) των ελληνικών νοικοκυριών που
βίωσαν καταστροφικές δαπάνες υγείας το 2016, συγκριτικά με το μέσο όρο των χωρών
του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) που κυμάνθηκε στο
5.8%, σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (2019). Ακόμη, στην
αξιολόγηση των εθνικών συστημάτων υγείας από τους ίδιους τους πολίτες, η Ελλάδα
κατατάσσεται στις χαμηλότερες θέσεις στην ΕΕ (29η
θέση μεταξύ 35 χωρών, Euro Health
Consumer Index 2018).

Η κατάσταση αυτή αποδίδεται εν πολλοίς στα χρόνια δομικά προβλήματα του υγειονομικού τομέα. Ως χαρακτηριστικά παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν:
Η αποκλειστική έμφαση στη θεραπευτική αντιμετώπιση των νοσημάτων
και η υποτίμηση της εξατομικευμένης πρόληψης και της προαγωγής
υγείας, με αποτέλεσμα τη χαμηλή συνολική αποτελεσματικότητα και
αποδοτικότητα του συστήματος.
Η μονομερής εστίαση στη νοσοκομειακή περίθαλψη και στην ακριβή
βιοϊατρική τεχνολογία, που αντανακλάται στην ανισοκατανομή των υλικών
και ανθρωπίνων πόρων και στην υποχρηματοδότηση της Πρωτοβάθμιας
Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ). Η Ελλάδα έχει τη δεύτερη χαμηλότερη δαπάνη
για εξωνοσοκομειακούς παρόχους στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Η έλλειψη ολοκληρωμένης και διεπιστημονικής φροντίδας, καθώς και η
απουσία διασύνδεσης των υπηρεσιών ΠΦΥ με τις υπηρεσίες ανώτερων
βαθμών φροντίδας, τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας, δημόσιας υγείας και
κοινωνικής φροντίδας. Ο κατακερματισμός στην ΠΦΥ συνεπάγεται
αλληλεπικαλύψεις υπηρεσιών, λάθη, καθυστερήσεις στη διάγνωση και
θεραπεία και σπατάλη πόρων.
Η καταβολή υψηλών ιδιωτικών δαπανών και η εμπορευματοποίηση της
υγείας.
Τα εμπόδια στην πρόσβαση, ειδικότερα για τις ευάλωτες ομάδες του
πληθυσμού (υψηλές ίδιες πληρωμές, παράτυπες πληρωμές, κόστος
χρόνου), που προάγουν τις ανισότητες στην υγεία και ορθώνουν φραγμούς
στην προσπάθεια για την ανασυγκρότηση και την ανάκαμψη της ιατρικής
περίθαλψης στη χώρα μας.

Η απουσία ενός οργανωμένου και ολοκληρωμένου συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας στην Ελλάδα αποτελεί διαχρονικά την κρίσιμη παράμετρο των περισσότερων προβλημάτων, όπως επισημαίνεται από την πλειοψηφία των ερευνητών των υπηρεσιών υγείας. Η μη προώθηση των σχετικών αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, παρά την επανειλημμένη
εξαγγελία τους τις τελευταίες δεκαετίες, δηλώνουν την ουσιαστική απουσία προγραμματικής επάρκειας και ισχυρής πολιτικής δέσμευσης για την υποστήριξη της πρωτοβάθμιας
φροντίδας. Η κατάσταση μάλιστα στην πρωτοβάθμια φροντίδα επιδεινώθηκε κατά τη
διάρκεια της οικονομικής κρίσης, εξαιτίας της μεγάλης μείωσης της χρηματοδότησης
που επηρέασε δυσμενώς το ανθρώπινο δυναμικό, τον εξοπλισμό και τις υποδομές.
Από την άλλη πλευρά, μια σειρά διεθνών μελετών τεκμηριώνουν τα πλεονεκτήματα της
έμφασης στην ΠΦΥ ως προς την αποτελεσματικότητα, την αποδοτικότητα, την ασφάλεια και τη μείωση των ανισοτήτων στην υγεία. Τα συστήματα υγείας με ισχυρό προσανατολισμό στην ΠΦΥ είναι πιο επικεντρωμένα στην πρόληψη και την προαγωγή υγείας
και παρέχουν υπηρεσίες υγείας που είναι πιο συνεχείς, ολοκληρωμένες, συντονισμένες
και ανθρωποκεντρικές. Η υπεροχή της ΠΦΥ ως προς την ποιότητα των παρεχόμενων
υπηρεσιών έχει καταδειχτεί σε τομείς όπως η διαχείριση των χρόνιων μη μεταδοτικών
νοσημάτων, η ψυχική υγεία, ο έλεγχος των συμπεριφορικών και κοινωνικών κινδύνων για
την υγεία και η διαχείριση των ιατρικών και νοσηλευτικών δεδομένων. Τέλος, σημαντικά
είναι τα οικονομικά οφέλη από την επένδυση στην ΠΦΥ μέσω του περιορισμού της μη
κατάλληλης, δαπανηρής και συχνά μη αποτελεσματικής δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας φροντίδας (περιττές επισκέψεις σε εξειδικευμένους ιατρούς, υπερβολικοί διαγνωστικοί
έλεγχοι, μη τεκμηριωμένες θεραπευτικές παρεμβάσεις και μη αναγκαίες νοσηλείες).
Για τους παραπάνω λόγους, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), ο Οργανισμός
Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ΕΕ) σε
σχετικές εκθέσεις και συστάσεις, δηλώνουν επιτακτικά πως η ΠΦΥ έχει πρωταρχική σημασία για τη βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας και επομένως, τα συστήματα υγείας σε
Ο Γενικός Διευθυντής
του ΠΟΥ ζήτησε από τα κράτη – μέλη του Οργανισμού να βελτιώσουν τη χρηματοδότηση της ΠΦΥ με μια γενναία αύξηση της τάξης του 1% του ΑΕΠ. Σε κάθε ολοκληρωμένο
σύστημα υγείας με ισχυρό προσανατολισμό στην ΠΦΥ, ο Γενικός/Οικογενειακός Ιατρός
καλείται να διαδραματίσει το ρόλο του «διευθυντή της ορχήστρας». Η ΕΕ συστήνει την
προώθηση και χρήση οικονομικών κινήτρων που ενθαρρύνουν τους πολίτες να εγγραφούν στο Γενικό/Οικογενειακό Ιατρό και να ενταχθούν σε ένα σύστημα αναφοράς που
προσδιορίζει το «μονοπάτι» της φροντίδας, από τον οικογενειακό ιατρό προς τους εξειδικευμένους ιατρούς της κοινότητας, το τμήμα επειγόντων περιστατικών (ΤΕΠ) και το
νοσοκομείο.

Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα, η εθνική πολιτική για την υγεία οφείλει να εστιάσει εμφατικά στην ανασυγκρότηση της ΠΦΥ και να αναλάβει σαφείς και συγκεκριμένες δεσμεύσεις για την ανάταξή της. Ο πυρήνας του εγχειρήματος αποτελείται από την πολιτική δέσμευση προτεραιοποίησης του θέματος, σε συνδυασμό με την αναγκαία επένδυση
σε υλικούς και ανθρώπινους πόρους. Υπό το πρίσμα αυτό, είναι αναγκαίο η πολιτεία να
εκπονήσει, να υποστηρίξει και να εφαρμόσει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο μεταρρύθμισης
της ΠΦΥ. Η πρόταση αυτή πρέπει να ακολουθεί τους κανόνες της τεκμηριωμένης φροντίδας υγείας, της βιοηθικής και της δεοντολογίας, να ανταποκρίνεται στις ανάγκες υγείας
του ελληνικού πληθυσμού, να λαμβάνει υπόψη τις συστάσεις των διεθνών οργανισμών
υγείας και να συνοδεύεται με την παράλληλη ανάπτυξη των υπηρεσιών μακροχρόνιας
φροντίδας, δημόσιας υγείας και πρόληψης, με τις οποίες η ΠΦΥ διασυνδέεται. Βασικός
στόχος της προτεινόμενης μεταρρύθμισης αποτελεί η κάλυψη του συνόλου του ελληνικού πληθυσμού με ολοκληρωμένες, ποιοτικές, ανθρωποκεντρικές, αποτελεσματικές και
αποδοτικές πρωτοβάθμιες υπηρεσίες υγείας.
Το μεταρρυθμιστικό σχήμα οφείλει να υπερβεί τις σχηματικές διακρίσεις ανάμεσα στις
υφιστάμενες δομές της ΠΦΥ του δημόσιου τομέα, της κοινωνικής ασφάλισης, της τοπικής αυτοδιοίκησης και του ιδιωτικού τομέα και να τις συγχωνεύσει σε ένα ενιαίο και λειτουργικό δίκτυο ΠΦΥ. Για την επίτευξη αυτού του εγχειρήματος, απαιτείται να υποστηριχθεί η οργανωτική και λειτουργική διασύνδεση των δομών ΠΦΥ με βάση την αρχή
των «συμβολαίων κοινής και συντονισμένης δραστηριότητας». Τα συμβόλαια αυτά,
περιγράφουν τις υποχρεώσεις και δεσμεύσεις και τις προδιαγραφές ποιότητας και αποτελεσμάτων όλων των δομών, με σκοπό την επίτευξη κοινών αποδεκτών στόχων. Παράλληλα, πρέπει σταδιακά να προωθηθούν κοινοπρακτικά και ομαδικά σχήματα λειτουργίας,
μέσω θέσπισης κινήτρων για συλλογικές πρακτικές άσκησης της κλινικής ιατρικής και της
πρόληψης που προάγουν την αποδοτική χρήση των πόρων και την ποιότητα της ιατρικής
περίθαλψης.
Με βάση την πρόταση αυτή, δημιουργείται ένα ολοκληρωμένο δίκτυο ΠΦΥ που απαρτίζεται από επιμέρους τοπικά δίκτυα. Το κάθε δίκτυο απαρτίζεται από μια ή περισσότερες δομές του δημόσιου και/ή του ιδιωτικού τομέα, όπως Κέντρα Υγείας, Περιφερειακά
Ιατρεία, ΤΟΜΥ, δημοτικά ιατρεία, ιδιωτικά ιατρεία κλπ. Οι παράγοντες που πρέπει να
ληφθούν υπόψη για τη χωροθέτηση των δομών είναι το μέγεθος και οι ανάγκες του πληθυσμού αναφοράς, η προσβασιμότητα των πολιτών και το διαθέσιμο υγειονομικό προσωπικό.
Το δίκτυο είναι υπεύθυνο να παρέχει μια περιεκτική και σαφώς καθορισμένη δέσμη υπηρεσιών υγείας. Έχει την ευθύνη διαχείρισης της υγείας των πολιτών της κοινότητας με
έμφαση στην πρόληψη και την προαγωγή υγείας (στόχευση των κοινωνικών και συμπεριφορικών κινδύνων για την υγεία και εφαρμογή προγραμμάτων προσυμπτωματικού ελέγχου) και στη διαχείριση των συνήθων οξέων και χρόνιων νοσημάτων. Ο βηματοδότης
του δικτύου υγείας στην προτεινόμενη μεταρρύθμιση είναι ο οικογενειακός ιατρός.
Στο προτεινόμενο υπόδειγμα, ο οικογενειακός ιατρός συνεργάζεται με τους άλλους επιστήμονες του δικτύου ΠΦΥ, σχηματίζοντας μια ομάδα υγείας, ανεξάρτητα αν όλα τα
μέλη της ομάδας βρίσκονται στην ίδια ή διαφορετικές δομές. Η ομάδα απαρτίζεται -πλην
του ιατρικού δυναμικού- από νοσηλευτές, επισκέπτες υγείας και κατά περίπτωση, άλλους
επαγγελματίες υγείας. Οι επαγγελματίες υγείας αυτοί, αναλαμβάνουν αυτόνομους, συνεργατικούς ή επικουρικούς ρόλους, ανάλογα με τις απαιτήσεις του συστήματος, την εκπαίδευσή τους και την περίσταση. Ο οικογενειακός ιατρός αποτελεί το συνδετικό κρίκο
της ομάδας υγείας. Η ομάδα υγείας συνδέεται λειτουργικά με τις άλλες υπηρεσίες υγείας και τα λοιπά επίπεδα του συστήματος (νοσοκομεία, ειδικοί ιατροί της κοινότητας,
εργαστήρια, υπηρεσίες δημόσιας υγείας, κοινωνικές υπηρεσίες, υπηρεσίες ψυχικής υγείας,
μακροχρόνια φροντίδα, κατ’ οίκον φροντίδα και αποκατάσταση).
Ο οικογενειακός ιατρός είναι ιατρός ειδικότητας Γενικής/Οικογενειακής Ιατρικής (κατά
προτίμηση), Παθολογίας ή Παιδιατρικής του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα. Λειτουργεί ως το σημείο πρώτης επαφής με το σύστημα υγείας για τους εγγεγραμμένους
στον πληθυσμό ευθύνης του πολίτες και αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις περισσότερες
ανάγκες υγείας τους. Ο οικογενειακός ιατρός συνεργάζεται με τον πολίτη για τη διαχείριση της υγείας του, του κινδύνου, της νόσου, της φροντίδας υγείας και των ιατρικών και
νοσηλευτικών δεδομένων του. Όταν είναι απαραίτητο, ο οικογενειακός ιατρός κατευθύνει τον ασθενή μέσα στο σύστημα υγείας, διασφαλίζοντας τη συνέχεια και την πληρότητα στη φροντίδα του.
Κάθε οικογενειακός ιατρός και η ομάδα υγείας έχουν ένα καθορισμένο και κατάλληλου
μεγέθους πληθυσμό ευθύνης, με ισορροπία ανάμεσα στις δυνατότητες της ομάδας για
παροχή φροντίδας και στο μέγεθος και τις ανάγκες υγείας του πληθυσμού για τη διατήρηση της υγείας του οποίου έχουν τη μέριμνα. Οι πολίτες έχουν το δικαίωμα της ευχερούς πρόσβασης, χωρίς εμπόδια χρόνου και χρήματος, και της ελεύθερης επιλογής του
Γενικού/Οικογενειακού Ιατρού και του δικτύου αναφοράς, χωρίς πρόσθετες και άτυπες
επιβαρύνσεις, πλην των όσων προβλέπονται από το θεσμικό ασφαλιστικό πλαίσιο, στις
οποίες μπορούν να ανταποκριθούν απροβλημάτιστα.
Η χρηματοδότηση των δικτύων και η αποζημίωση των οικογενειακών ιατρών πρέπει να
είναι ανάλογη με το μέγεθος και τις ανάγκες υγείας του καλυπτόμενου πληθυσμού. Οι
οικογενειακοί ιατροί που συγκροτούν την ιεραρχία διοίκησης και διαχείρισης του δικτύου
κατέχουν θέσεις ή συμβόλαια πλήρους απασχόλησης, ενώ το υπόλοιπο ιατρικό προσωπικό μπορεί να απασχολείται με μισθωτή εργασία ή συμβόλαια και συμβάσεις πλήρους,
μερικής ή εποχικής απασχόλησης, ανάλογα με τις ανάγκες του «δικτύου» και τις προτιμήσεις του διαθέσιμου ιατρικού προσωπικού.

#########