Υπάρχουν παράγοντες κινδύνου που ευνοούν την ανάπτυξη ρευματικών παθήσεων;
Eπιδημιολογικές μελέτες σε διάφορες χώρες καθώς και η πανελλήνια επιδημιολογική έρευνα για τις ρευματικές παθήσεις, που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στο γενικό πληθυσμό της χώρας μας από το Ελληνικό Ίδρυμα Ρευματολογικών Ερευνών, έχουν  αποκαλύψει την ύπαρξη παραγόντων κινδύνου που ευνοούν την ανάπτυξη ορισμένων ρευματικών παθήσεων. Από τους παράγοντες αυτούς, σημασία έχουν εκείνοι που μπορεί να τροποποιηθούν και να εξουδετερωθούν και επομένως να συμβάλλουν μέχρι ένα βαθμό στην πρόληψη αυτών των παθήσεων.

Τέτοιοι τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου είναι π.χ.:
α) Η παχυσαρκία για τη συμπτωματική οστεοαρθρίτιδα του γόνατος και του ισχίου, την ουρική αρθρίτιδα, την οσφυαλγία και τις παθήσεις του εξωαρθρικού ρευματισμού.
β) Το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης για τη συμπτωματική οστεοαρθρίτιδα του γόνατος, την οσφυαλγία και την οστεοπόρωση.
γ) Η επαναλαμβανόμενη επαγγελματική μηχανική επιβάρυνση των αρθρώ-σεων για την οστεοαρθρίτιδα του γόνατος και του ισχίου.
δ) Η μεγάλη κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών για την ουρική αρθρίτιδα και την οστεοπόρωση.
ε) Η φτωχή σε ασβέστιο διατροφή, το περπάτημα λιγότερο από μισή ώρα την ημέρα, η έλλειψη σωματικής άσκησης, το κάπνισμα, η αμηνόρροια διάρκειας μεγαλύτερης από ένα χρόνο και το χαμηλό σωματικό βάρος για την οστεοπόρωση.

Υπάρχει πρόληψη για τις ρευματικές παθήσεις;
Πρόληψη στην Ιατρική σημαίνει λήψη και εφαρμογή μέτρων για την παρεμπόδιση τόσο της εμφάνισης όσο και της εξέλιξης ή των συνεπειών μιας πάθησης. Έτσι, η πρόληψη διακρίνεται σε πρωτογενή (παρεμπόδιση της εμφάνισης μιας πάθησης), δευτερογενή (πλήρης καταστολή και ύφεση μιας πάθησης χωρίς υπολειμματικές βλάβες) και τριτογενή (αναστολή της εξέλιξης μιας πάθησης και πρόληψη των συνεπειών της, όπως είναι π.χ. για τις ρευματικές παθήσεις οι παραμορφώσεις, οι αναπηρικές συνέπειες και η ανεπάρκεια οργάνων ή συστημάτων.
Πρωτογενής πρόληψη μπορεί να εφαρμοστεί επιτυχώς για μερικές ρευματικές παθήσεις. Κλασικό παράδειγμα είναι ο ρευματικός πυρετός, που χάρις στην έγκαιρη αντιμετώπιση των στρεπτοκοκκικών λοιμώξεων και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου τείνει να εξαφανιστεί από τις ανεπτυγμένες χώρες. Άλλες ρευματικές παθήσεις στις οποίες, λαμβάνοντας υπόψη τους τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύ-νου,  μπορεί επίσης να εφαρμοστούν μέτρα πρωτογενούς πρόληψης είναι η οστεοπό-ρωση, η οστεοαρθρίτιδα του γόνατος και του ισχίου και ορισμένες παθήσεις που σχετίζονται με επαγγελματικές ή ερασιτεχνικές δραστηριότητες, όπως τενοντο-ελυτρίτιδες, ορογονοθυλακίτιδες, ενθεσοπάθειες και μερικές μορφές οσφυαλγίας μηχανικής αιτιολογίας.

 

Δευτερογενής πρόληψη μπορεί να εφαρμοστεί σε ορισμένες ρευματικές παθήσεις, όπως π.χ. η οστεοπόρωση, η ουρική αρθρίτιδα, η λοιμώδης αρθρίτιδα, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η αγκυλωτική σπονδυλαρθρίτιδα, η ψωριασική αρθρίτιδα, η αντιδραστική αρθρίτιδα, η νεανική ιδιοπαθής αρθρίτιδα και η οστεοαρθρίτιδα του γόνατος και του ισχίου. Τα μέτρα για τη δευτερογενή πρόληψη αυτών των παθήσεων εμπίπτουν σε εκείνα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπευτική τους αντιμετώπιση.
Μέτρα τριτογενούς πρόληψης μπορεί να εφαρμοστούν στις περισσότερες ρευματικές παθήσεις, η διάγνωση των οποίων γίνεται σε στάδιο μεταγενέστερο από το πρώιμο. Τα μέτρα αυτά συμπίπτουν με εκείνα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπευτική αντιμετώπιση των επιμέρους ρευματικών παθήσεων, όπως αυτή σχεδιάζεται και εφαρμόζεται από το θεράποντα γιατρό ρευματολόγο με βάση τα κλινικά και άλλα δεδομένα κάθε ασθενούς. Είναι προφανές ότι η σημασία της τριτογενούς πρόληψης υπολείπεται εκείνης της πρωτογενούς και δευτερογενούς πρόληψης, στην εφαρμογή των οποίων κατατείνουν οι σύγχρονες αντιλήψεις.

Υπάρχει θεραπεία για τις ρευματικές παθήσεις;
Σε ό,τι αφορά τη θεραπευτική αντιμετώπιση των ρευματικών παθήσεων είναι ευρύτατα διαδεδομένη η αντίληψη ότι δεν υπάρχει θεραπεία και ότι τίποτε δεν μπορεί να γίνει για τις παθήσεις αυτές. Η αντίληψη αυτή είναι αβάσιμη και λανθασμένη και πρέπει να απομυθοποιηθεί και να διαδοθεί το ρεαλιστικό και αισιόδοξο μήνυμα ότι: «Ναι, σήμερα υπάρχουν μεγάλες θεραπευτικές δυνατότητες για την αντιμετώπιση των ρευματικών παθήσεων».

Η Ρευματολογία, δηλ. ο κλάδος της Ιατρικής που ασχολείται με τη μελέτη, την έρευνα, τη διάγνωση, την πρόληψη και τη θεραπεία των ρευματικών παθήσεων, έχει σημειώσει κατά τα τελευταία χρόνια εξαιρετικά σημαντικές προόδους στο θεραπευτικό τομέα των ρευματικών παθήσεων. Και αυτό έγινε εφικτό χάρις στις εξελίξεις τόσο των γνώσεών μας πάνω στους παθογενετικούς μηχανισμούς αυτών των παθήσεων, όσο και της βιοτεχνολογίας.  Βέβαια, είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει ίαση για τις περισσότερες χρόνιες ρευματικές παθήσεις, όπως άλλωστε συμβαίνει και με όλες τις άλλες χρόνιες παθήσεις του ανθρώπου (π.χ. υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης, υποθυρεοειδισμός, καρδιαγγειακές παθήσεις κ.λπ.). Ωστόσο, βελτίωση τόσο του πόνου όσο και της λειτουργικής ικανότητας μπορεί να επιτευχθεί σε κάθε ασθενή με ρευματική πάθηση, ενώ σχεδόν σε όλους τους ασθενείς με σοβαρές ρευματικές παθήσεις, όπως είναι π.χ. η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η αγκυλωτική σπονδυλαρθρίτιδα, η ψωριασική αρθρίτιδα, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, οι αγγειίτιδες κ.λπ., μπορεί να επιτευχθεί ύφεση ή σημαντική καταστολή των κλινικών τους εκδηλώσεων, δηλ. των συμπτωμάτων και σημείων αυτών των παθήσεων, και αναστολή της εξέλιξής τους και των καταστροφικών τους αλλοιώσεων στο επίπεδο των αρθρώσεων, καθώς και αποκατάσταση των βλαβών που έχουν προκληθεί σε άλλα όργανα. Πρέπει να τονιστεί ότι η επίτευξη ύφεσης μιας ρευματικής πάθησης ισοδυναμεί πρακτικά με ίαση, αφού η πάθηση έχει πια σταματήσει, δεν προκαλεί πόνο ή κινητικές λειτουργικές διαταραχές και δεν απειλεί την δομική ή/και λειτουργική ακεραιότητα των αρθρώσεων ή άλλων οργάνων.

Για παράδειγμα, η μέχρι πριν από λίγα χρόνια σοβαρή πορεία και δυσμενής πρόγνωση του συστηματικού ερυθηματώδους λύκου έχει πλέον ανατραπεί. Έχει επίσης ανατραπεί σήμερα και η βαριά πρόγνωση των σοβαρών αγγειιτίδων, όπως π.χ. της οζώδους πολυαρτηρίτιδας, της κοκκιωμάτωσης Wegener κ.ά., που μέχρι πριν από λίγα χρόνια αποτελούσαν θανατηφόρες παθήσεις. Σήμερα με την εφαρμογή κατάλλη-λων θεραπευτικών σχημάτων συνδυασμού κορτιζόνης και ορισμένων ανοσοκατα-σταλτικών φαρμάκων, όπως η κυκλοφωσφαμίδη, η μυκοφαινολική μοφετίλη κ.λπ. μπορεί να επιτευχθεί πλήρης ύφεση των παθήσεων αυτών.
Ορισμένες άλλες φλεγμονώδεις ρευματικές παθήσεις, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η ψωριασική αρθρίτιδα, η αγκυλωτική σπονδυλαρθρίτιδα και η νεανική ιδιοπαθής αρθρίτιδα είναι εν δυνάμει παραμορφωτικές και αναπηριογόνες. Σήμερα, με την έγκαιρη και ορθή θεραπευτική παρέμβαση, χρησιμοποιώντας τα νοσοτρο-ποποιητικά φάρμακα ή συνδυασμούς των φαρμάκων αυτών με βιολογικούς παράγοντες, μπορεί να επιτευχθεί ύφεση των παθήσεων αυτών.

Είναι όμως σημαντικό και πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα ότι για να επιτευχθεί με τη θεραπευτική παρέμβαση ύφεση των ρευματικών παθήσεων δύο είναι οι βασικές προϋποθέσεις:
η έγκαιρη διάγνωση
η πρώιμη και ορθή θεραπευτική παρέμβαση
Για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά τη  ρευματοειδή αρθρίτιδα στην πανελλήνια επιδημιολογική έρευνα για τις ρευματικές παθήσεις, που αναφέρθηκε παραπάνω,  έγινε ανάλυση με πολυπαραγοντική λογαριθμιστική εξάρτηση που έδειξε ότι μεταξύ πολλών παραγόντων μόνο η πρώιμη επίσκεψη σε γιατρούς ρευματολόγους, δηλ. μέσα στους πρώτους έξι μήνες από την έναρξη της νόσου, και η θεραπεία με συνδυασμό τροποποιητικών της νόσου αντιρευματικών φαρμάκων συσχετίζονταν με καλύτερη έκβαση της νόσου και προστατεύουν από την εγκατάσταση μακροχρόνιας λειτουργικής ανικανότητας.

Η εξασφάλιση των δύο βασικών προϋποθέσεων για την επίτευξη ύφεσης των ρευματικών παθήσεων περνάει αναγκαστικά μέσα από:
την ενημέρωση του κοινού
την αναβάθμιση της προπτυχιακής και της μεταπτυχιακής ιατρικής εκπαίδευσης, αλλά και της συνεχιζόμενης δια βίου ιατρικής εκπαίδευσης πάνω σε θέματα Ρευματολογίας των γιατρών που ασκούν ειδικότητες όπως η Παθολογία, η Γενική Ιατρική, η Ορθοπαιδική και η Παιδιατρική  
τη συνεργασία μεταξύ των ρευματολόγων και των γιατρών με τις παραπάνω ειδικότητες.
Σε ό,τι αφορά την οστεοπόρωση, με την εφαρμογή του κατάλληλου θεραπευτικού προγράμματος επιτυγχάνεται όχι μόνο σταμάτημα της περαιτέρω εξέλιξης αυτής της πάθησης, αλλά και σημαντική αύξηση της οστικής μάζας καθώς και σημαντική μείωση του κινδύνου καταγμάτων.  
Τέλος, στις παθήσεις της ομάδας του εξωαρθρικού ρευματισμού (περιαρθρίτιδες, τενοντοελυτρίτιδες, ενθεσοπάθειες, ορογονοθυλακίτιδες, σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα κ.λπ.) μπορεί να επιτευχθεί ίαση και χωρίς ανεπιθύμητες ενέργειες με 1-3 τοπικές εγχύσεις κορτιζόνης.

Συμπεράσματα
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι σήμερα, χάρις στις σημαντικές προόδους της Ρευματολογίας, είναι δυνατόν να επιτευχθούν αποτελεσματική θεραπευτική αντιμετώπιση των ρευματικών παθήσεων, δραστική μείωση των δυσμενών τους κοινωνικο-οικονομικών επιπτώσεων και βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών με δύο προϋποθέσεις: την έγκαιρη διάγνωση και την πρώιμη και ορθή θεραπευτική παρέμβαση. Είναι αυτονόητο ότι η εξασφάλιση των προϋποθέσεων αυτών περνάει αναγκαστικά μέσα από την ενημέρωση του κοινού, που θα συμβάλλει στην έγκαιρη αναζήτηση από πλευράς πασχόντων εξειδικευμένης ιατρικής εκτίμησης, διάγνωσης και θεραπευτικής αντιμετώπισης.

 

Αλέξανδρος Α. Ανδριανάκος
Ρευματολόγος, Άμ. Επ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Πρόεδρος Ελληνικού Ιδρύματος Ρευματολογικών Ερευνών

Περισσότερες πληροφορίες για τις ρευματικές παθήσεις μπορείτε να βρείτε στην ιστοσελίδα του Ελληνικού Ιδρύματος Ρευματολογικών Ερευνών: www.elire.gr

#########