Καρκίνος ονομάζεται μια ομάδα ασθενειών, που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, αλλά έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, όπως ο  μη ελεγχόμενος πολλαπλασιασμός και η εξάπλωση παθολογικών κυττάρων. Οφείλεται σε συνδυασμό εξωτερικών και εσωτερικών παραγόντων. Στους εξωτερικούς παράγοντες περιλαμβάνονται το Κάπνισμα, λοιμώδεις παράγοντες, χημικές ουσίες και η ακτινοβολία. Στους εσωτερικούς παράγοντες περιλαμβάνονται κληρονομικές μεταλλάξεις και oρμόνες. Στον Πίνακα 1 συνοψίζονται οι βασικοί παράγοντες που συνδέονται με τον κίνδυνο ανάπτυξης Καρκίνου

.

Παράγοντες που συνδέονται με τον κίνδυνο ανάπτυξης Καρκίνου.
Κάπνισμα – Οινόπνευμα
Παχυσαρκία, έλλειψη άσκησης, κακή διατροφή.

 

Λοιμώδεις παράγοντες:
Ιός της ηπατίτιδας B και C,
human papilloma virus -HPV, (ιός του θηλώματος του ανθρώπου).
human immunodeficiency virus – HIV, (ιός του AIDS).
Helicobacter pylori -H.pylori, (Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού).
Η έκθεση στην ηλιακή ακτινολογία.

Έγκαιρη διάγνωση σημαίνει τη διάγνωση του Καρκίνου σε αρχικό στάδιο, ώστε να είναι πιο εύκολη η θεραπεία και  μεγαλύτερες οι πιθανότητες ίασης. Η πρόληψη περιλαμβάνει διάφορες παρεμβάσεις που έχουν σκοπό την αποφυγή της ανάπτυξης Καρκίνου.
Ο  Καρκίνος μπορεί, με τις σημερινές γνώσεις  και δυνατότητες, να προληφθεί ή να διαγνωσθεί εγκαίρως σε πολλές περιπτώσεις, όπως πχ  με μαστογραφία, με την ανίχνευση/αφαίρεση προκαρκινωματωδών βλαβών παχέος εντέρου και ορθού με κολονοσκόπηση, την  έγκαιρη διάγνωση ή πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας με κυτταρολογική εξέταση κατά Παπανικολάου ή εμβόλιο κατά του HPV αντιστοίχως.

Κάθε άνθρωπος κινδυνεύει να πάθει καρκίνο ανεξάρτητα από το ιστορικό της υγείας του. Περισσότερο κινδυνεύουν οι άνθρωποι μεγάλης ηλικίας. Το 77% των Καρκίνων διαγιγνώσκονται σε ηλικία άνω των 55 ετών. Ο «κίνδυνος» να αναπτύξει ένας άνδρας Καρκίνο κατά τη διάρκεια της ζωής του είναι λίγο λιγότερο από 1 στους 2. Για τις γυναίκες είναι λίγο πάνω από 1 στις 3.
Ο «σχετικός κίνδυνος» ανάπτυξης Καρκίνου υπολογίζει τη σχέση μεταξύ ομάδων που έχουν ένα συγκεκριμένο χαρκτηριστικό στοιχείο και του γενικού πληθυσμού. Πχ ένας άνδρας που καπνίζει έχει 23 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξει Καρκίνο του πνεύμονα σε σχέση με ένα άνδρα που δεν καπνίζει. Μία γυναίκα που έχει συγγενή πρώτου βαθμού με Καρκίνο του Μαστού έχει διπλάσιο κίνδυνο να αναπτύξει όγκο στο Μαστό σε σχέση με μια γυναίκα χωρίς το ιστορικό αυτό.

Σε όλους τους Καρκίνους παρατηρείται δυσλειτουργία των γονιδίων που ρυθμίζουν την αύξηση και τη διαίρεση των κυττάρων. Στο 5% περίπου των περιπτώσεων Καρκίνου υπάρχει μια κληρονομική διαταραχή των γονιδίων που συνδέεται με πολύ αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου. Στις υπόλοιπες περιπτώσει η γονιδιακή βλάβη είναι αποτέλεσμα επίδρασης βλαπτικών παραγόντων κατά της διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπου.
Στις ΗΠΑ υπήρχε μια συνεχής αύξηση της συχνότητας του Καρκίνου του Μαστού για περισσότερο από δύο δεκαετίες.  Από το 1999 όμως μέχρι το 2005 παρατηρείται ελάττωση της συχνότητας κατά 2.2%. Η ελάττωση αυτή αποδίδεται στον περιορισμό της θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης μετά την εμμηνόπαυση μετά τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων της Women’s Health Initiative το 2002, που συνδέουν τη θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης με αυξημένο κίνδυνο καρδιακών παθήσεων και Καρκίνο του Μαστού.

Μπορεί επίσης να οφείλεται στον περιορισμό των μαστογραφιών που καθυστερεί τη διάγνωση σε ορισμένες περιπτώσεις. Σύμφωνα με το National Health Interview Survey, οι μαστογραφίες σε γυναίκες άνω των 40 ετών έπεσαν από 70.1% το 2000 στο 66.4% in 2005.
Ο Καρκίνος του Μαστού αποτελεί τη δευτέρα αιτία θανάτου από Καρκίνο στις γυναίκες μετά από τον Καρκίνο του Πνεύμονος.  Οι θάνατοι από Καρκίνο του Μαστού ελαττώνονται από το 1990, περισσότερο στις νέες γυναίκες κάτω των 50 ετών σε σχέση με τις γυναίκες  άνω των 50 ετών (3.2% ετησίως και 2.0% αντιστοίχως). Η ελάττωση των θανάτων από Καρκίνο του Μαστού αποδίδεται στην έγκαιρη διάγνωση και στη βελτίωση της θεραπείας. Οι παράγοντες που συνδέονται με τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του Μαστού συνοψίζονται στον Πίνακα 2.

Πίνακας 2.
Παράγοντες  που συνδέονται με τον κίνδυνο  ανάπτυξης Καρκίνου του Μαστού.

Το γυναικείο φύλο.
Η ηλικία – ο πλέον σημαντικός.
Η παχυσαρκία μετά την εμμηνόπαυση.*
Η χορήγηση ορμονών. (Κυρίως ο συνδυασμός οιστρογόνων και προγεστερόνης).
Η έλλειψη σωματικής άσκησης.
Η κατανάλωση ενός ή περισσοτέρων αλκοολούχων ποτών ημερησίως.
Οι πυκνοί μαστοί (μαστογραφία).
Υψηλή οστική πυκνότητα.
Ιστολογικά τεκμηριωμένη υπερπλασία, κυρίως άτυπη υπερπλασία.
Το ιστορικό ακτινοθεραπείας στο θώρακα.
Η έναρξη της περιόδου σε μικρή ηλικία και/ή διακοπή της σε μεγάλη ηλικία.
Η πρόσφατη χρήση αντισυλληπτικών.
Όχι παιδιά. Πρώτο παιδί μετά τα 30.
Το ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό Καρκίνου Μαστού. (Μεταλλάξεις BRCA1 και BRCA2 γονίδια).
*Η παχυσαρκία έχει αρνητική επίδραση  και στην επιβίωση των μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών με Καρκίνο του Μαστού.

Δεν υπάρχει ασφαλής μέθοδος πρόληψης του Καρκίνου του Μαστού, όμως
κάθε γυναίκα μπορεί: Α. Να ελαττώσει τις πιθανότητες να πάθει Καρκίνο του Μαστού και Β) Να αυξήσει τις πιθανότητες  να διαγνωσθεί σε αρχικό στάδιο με αυξημένες δυνατότητες θεραπείας.
Κάθε γυναίκα μπορεί να τροποποιήσει τους παράγοντες κινδύνου που βρίσκονται υπό τον έλεγχό της, να ελαττώσει την κατανάλωση οινοπνεύ-ματος, να διατήρηση φυσιολογικό σωματικό βάρος και να  ασκείται. Προστατευτική δράση έχει ο θηλασμός για αρκετούς μήνες και σαφώς σημαντική είναι η μη χρησιμοποιήση ορμονικής θεραπείας μετά την εμμηνόπαυση χωρίς συγκεκριμένες προϋποθέσεις,

Γυναίκες με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης Καρκίνου του Μαστού πρέπει να επισκέπτονται τακτικά τον Γιατρό τους  για παρακολούθηση με κλινική εξέταση και απεικονιστικό έλεγχο. Γενετικός έλεγχος χρειάζεται μόνο σε γυναίκες με σαφές οικογενειακό ιστορικό Καρκίνου του Μαστού. Οι γενετικοί παράγοντες ευθύνονται για το 5%-10% περίπου των περιπτώσεων Καρκίνου του Μαστού αλλά είναι σπάνιες στο γενικό πληθυσμό (κάτω του 1%). Δεν συνιστάται λοιπόν έλεγχος στο γενικό πληθυσμό, αλλά μόνον σε άτομα με σαφές οικογενειακό ιστορικό Καρκίνου του Mαστού και/ή των ωοθηκών. Χρειάζεται η παροχή των απαραιτήτων πληροφοριών πριν από την  διεξαγωγή γενετικών δοκιμασιών και για το λόγο αυτό απαιτείται η δημιουργία της κατάλληλης υποδομής.

Με την προφυλακτική αμφοτερόπλευρη μαστεκτομή αφαιρείται σε πολύ μεγάλο βαθμό ο μαζικός ιστός. Η εγχείρηση αυτή ελαττώνει πολύ τον κίνδυνο ανάπτυξης Καρκίνου του Μαστού. Σύμφωνα με την American Cancer Society χρειάζεται πολύ ισχυρή ένδειξη για να γίνει η εγχείρηση αυτή και συνιστάται μια δεύτερη γνώμη πριν αποφασίσει μια γυναίκα να χειρουργηθεί.

Χημειοπροφύλαξη ονομάζεται η χορήγηση φαρμάκων με σκοπό την ελάττωση του κινδύνου ανάπτυξης Καρκίνου. Δύο φάρμακα το tamoxifen και το  raloxifene, έχουν εγκριθεί στις ΗΠΑ για γυναίκες με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης Καρκίνου του Μαστού. Στην καθημερική πράξη η χημειοπροφύλαξη παραμένει πολύ περιορισμένη. Τα δύο φάρμακα είναι εξίσου αποτελεσματικά αλλά το μόνο το tamoxifen προστατεύει από το μη διηθητικό καρκίνο. Το raloxifene υπερέχει στις παρενέργειες. (Καρκίνος του ενδομητρίου,θρομβώσεις). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι γυναίκες με μεταλλαγμένα γονίδια (BRCA1 ή 2)  εάν υποβληθούν σε ωοθηκεκτομή έχουν κατά 50% τουλάχιστον μικρότερο κίνδυνο ανάπτυξης Καρκίνου του Μαστού.

Στις περιπτώσεις αυτές είναι επίσης αυξημένος ο κίνδυνος ανάπτυξης Καρκίνου των ωοθηκών και επομένως η ωοθηκεκτομή -μετά την τεκνοποίηση- έχει διπλή αξία.

Η πρόοδος στη βασική έρευνα και οι κλινικές μελέτες που βρίσκονται σε εξέλιξη ελπίζουμε να αυξήσουν στο μέλλον τις δυνατότητες πρόληψης του Καρκίνου του Μαστού. Σήμερα όμως πρέπει να αξιοποιήσουμε στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τις γνώσεις που έχουμε στη διάθεσή μας.
Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται βασικά από την American Cancer Society. Στις σελίδες της Εταιρείας  στο Internet υπάρχουν πολλές χρήσιμες πληροφορίες.

 

 

Κωνσταντίνος Σ. Γεννατάς
Παθολόγος Ογκολόγος

Αναπληρωτής Καθηγητής
Πανεπιστημίου Αθηνών.

#########