Είναι πλέον επιστημονικά αποδεδειγμένο και ευρέως γνωστό πως η συστηματική άσκηση έχει ευεργετικά αποτελέσματα στο καρδιαγγειακό σύστημα, βελτιώνοντας την κατάσταση του καρδιοαναπνευστικού συστήματος, των μυών και των οστών, συμβάλλοντας στη μείωση της νοσηρότητας και θνητότητας από τις καρδιαγγειακές νόσους και προλαμβάνοντας άλλες παθήσεις, όπως η οστεοπόρωση.

Η άποψη πως η καρδιά ενός αθλητή διαφέρει δομικά και λειτουργικά από εκείνη του μέσου ενήλικα έχει διατυπωθεί σχεδόν πριν ένα αιώνα, χρησιμοποιώντας απλά μέσα εξέτασης, όπως η επίκρουση του θώρακα. Σήμερα, με τη χρήση ορισμένων εξειδικευμένων, αλλά απλών ταυτόχρονα ιατρικών μεθόδων (υπερηχοκαρδιογράφημα), έχουν απεικονισθεί οι φυσιολογικές μορφολογικές προσαρμογές της καρδιάς στη συστηματική άσκηση, οι οποίες συνοψίζονται στον όρο «αθλητική καρδιά».

Η φυσιολογική αναδιαμόρφωση και προσαρμογή του καρδιακού μυός ανταποκρίνεται στις ανάγκες προπόνησης του αγωνιζομένου, όπως συμβαίνει με όλους τους μύες του σώματος. Έτσι, διακρίνουμε διαφορετικές αλλαγές στα αθλήματα αντοχής με έντονες αερόβιες ανάγκες (π.χ. οι δρόμοι μεγάλων αποστάσεων) και άλλες προσαρμογές στα αθλήματα δύναμης με υψηλό βαθμό αναερόβιας άσκησης (π.χ. η άρση βαρών). Η καρδιά ενός μαραθωνοδρόμου συνήθως εμφανίζει αυξημένες εσωτερικές διαστάσεις για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες για αυξημένη καρδιακή παροχή στην άσκηση. Αντίθετα, στην καρδιά ενός αθλητή άρσης βαρών παρατηρείται κυρίως υπερτροφία (πάχυνση) των τοιχωμάτων με μικρή μεταβολή των συνολικών διαστάσεων. Η προσαρμογή αυτή εξυπηρετεί τις αυξημένες συνθήκες πίεσης κατά την προπόνηση χωρίς να απαιτείται μεγαλύτερη παροχή αίματος.

Βεβαίως, τα περισσότερα αθλήματα χαρακτηρίζονται από μεικτούς συνδυασμούς αερόβιας και αναερόβιας άσκησης. Κοινότερο παράδειγμα το ποδόσφαιρο, που χαρακτηρίζεται ως μετρίως αναερόβιο και συγχρόνως έντονα αερόβιο άθλημα, όπου οι παρατηρούμενες μεταβολές στην καρδιά είναι ανάμικτης μορφολογίας, συνδυάζοντας τόσο την αύξηση των διαστάσεων των καρδιακών κοιλοτήτων όσο και την πάχυνση των καρδιακών τοιχωμάτων.

Η πρόληψη των καρδιαγγειακών συμβαμάτων που σχετίζονται με την άσκηση αποτελεί μια σημαντική πρόκληση για την ιατρική κοινότητα και τη δημόσια υγεία. Προς την κατεύθυνση αυτή, διεθνείς καρδιολογικές οργανώσεις, όπως η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία (AHA-American Heart Association) και η Ευρωπαϊκή Καρδιολογική Εταιρεία (ESC-European Society of Cardiology), δημοσιεύουν και ανανεώνουν κατά χρονικές περιόδους τις κατευθυντήριες οδηγίες για τον προ-αγωνιστικό έλεγχο των αθλητών καθώς και τα κριτήρια καταλληλότητας για την ασφαλή συμμετοχή σε αθλητικές εκδηλώσεις.

Πρωταρχικοί στόχοι των οδηγιών αυτών είναι:

  1. Ο εντοπισμός των αθλητών αυξημένου κινδύνου (α. οικογένειες με ιστορικό κληρονομικού καρδιαγγειακού νοσήματος, β. οικογένειες με ιστορικό νεανικού αιφνίδιου καρδιακού θανάτου, γ. νέοι με άγνωστης αιτιολογίας συγκοπτικά επεισόδια),
  2. η πρόληψη δυσάρεστων συμβαμάτων (αιφνίδιος καρδιακός θάνατος) και
  3. η καθιέρωση διαγνωστικών κριτηρίων για τον καθορισμό του επιτρεπόμενου επιπέδου φυσικής δραστηριότητας αθλητών με καρδιαγγειακές παθήσεις.

Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, η λήψη σωστού ατομικού και οικογενειακού ιατρικού ιστορικού, η λεπτομερής κλινική εξέταση, το ηλεκτροκαρδιογράφημα και, αν χρειαστεί στη συνέχεια, το υπερηχογράφημα καρδιάς, αποδίδουν στοιχεία και μετρήσεις που κινούνται στα όρια των φυσιολογικών τιμών, επιβεβαιώνοντας την καλοήθη φύση των καρδιακών προσαρμογών. Σε ορισμένες όμως ακραίες περιπτώσεις, είναι δυνατό να υπάρξει αλληλοεπικάλυψη των εκδηλώσεων της αθλητικής καρδιάς με χαρακτηριστικά συγκεκριμένων καρδιακών παθήσεων, οπότε ενδεχομένως απαιτηθεί επιπλέον δοκιμασία κοπώσεως και μαγνητική τομογραφία καρδίας.

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να καταστούν σαφείς σε κάθε αθλητή, οι στόχοι του προαγωνιστικού καρδιολογικού ελέγχου καθώς επίσης και η αναγκαιότητα της πραγματοποίησής του από εξειδικευμένους καρδιολόγους ανά τακτά χρονικά διαστήματα, όπως προβλέπεται από τις  επιστημονικές κοινότητες.

 

 

#########