Μια νέα μελέτη, κατέδειξε ότι η μόλυνση COVID-19 φαίνεται να αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο για σακχαρώδη διαβήτη, κατά περίπου 40% στους 12 μήνες μετά.

Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και του Ενδοκρινολογικού Τμήματος του Νοσοκομείου Αλεξάνδρα, Σταυρούλα (Λίνα) Πάσχου (Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας), Βασιλική Βασιλείου (Διευθύντρια ΕΣΥ Ενδοκρινολογίας-Διαβήτη-Μεταβολισμού), Γεωργία Κάσση (Διευθύντρια ΕΣΥ Ενδοκρινολογίας-Διαβήτη-Μεταβολισμού), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής),  και Θάνος Δημόπουλος (Καθηγητής Θεραπευτικής-Αιματολογίας-Ογκολογίας και Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα κύρια σημεία της μελέτης αυτής.

Η βάση δεδομένων συμπεριέλαβε πάνω από 8 εκατομμύρια ανθρώπους στις ΗΠΑ, από τους οποίους 180.000 είχαν διάγνωση COVID-19. Τα άτομα με COVID-19 εμφάνισαν αυξημένο κίνδυνο κατά 40% εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη (HR 1,40, 95% CI 1,36-1,44), καθώς και αυξημένο κίνδυνο κατά 85% για ανάγκη χρήσης αντιγλυκαιμικής αγωγής συνολικά (HR 1,85, 95% CI 1,78-1,92). Μάλιστα, παρατηρήθηκε διαβάθμιση του κινδύνου για εμφάνιση σακχαρώδους διαβήτη ανάλογα με τη βαρύτητα της COVID-19, δηλαδή ανάλογα με το εάν οι ασθενείς δεν είχαν νοσηλευτεί, είχαν νοσηλευτεί ή χρειάστηκαν εισαγωγή σε μονάδα εντατικής θεραπείας. Να σημειωθεί όμως ότι παρατηρήθηκε σχετική επιβάρυνση ακόμη και σε εκείνους με ήπια νόσηση από COVID-19.

Τα αποτελέσματα της μεγάλης αυτής μελέτης συμφωνούν με τα ευρήματα κάποιων προηγούμενων μικρότερων μελετών. Αναδεικνύουν δε την ανάγκη ώστε ασθενείς με ιστορικό COVID-19 να ελέγχονται για σακχαρώδη διαβήτη ακόμη και ένα έτος μετά τη νόσηση. Τέτοιες συστάσεις δεν έχουν περάσει ακόμη στις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες, καθώς χρειάζεται προφανώς ακόμη κάποιος χρόνος για να αποσαφηνιστεί πλήρως τι συμβαίνει παθοφυσιολογικά. Όμως, είναι ήδη σημαντική η αυξημένη ευαισθησία γιατρών και ασθενών για την πιθανότητα διάγνωσης νέων περιπτώσεων σακχαρώδους διαβήτη μετά από COVID-19.

#########