Ο κερατοειδής χιτώνας είναι ο πρόσθιος διαφανής χιτώνας του ματιού. Στην καθαρότητα του κερατοειδούς και την καμπυλότητά του οφείλεται κατά κύριο λόγο η ευκρινής εστίαση των εικόνων που προσλαμβάνουμε, πάνω στον αμφιβληστροειδή χιτώνα, στο πίσω μέρος του ματιού. Κάθε κατάσταση που επηρεάζει τον κερατοειδή χιτώνα ή τη διαύγειά του μπορεί να επηρεάσει την όραση.
Σε κάποιες καταστάσεις που καταλήγουν σε θόλωση του κερατοειδούς (τραύματα, μολύνσεις, εγκαύματα, μετεγχειρητικό ή ηλικιακό οίδημα) ή ανωμαλία στην επιφάνειά του (κερατόκωνος), η
μεταμόσχευση κερατοειδούς (κερατοπλαστική) αποτελεί την μόνη λύση για την αποκατάσταση της όρασης.


Στη μεταμόσχευση κερατοειδούς αντικαθιστούμε χειρουργικά ολόκληρο τον πάσχοντα κερατοειδή ή κάποιο τμήμα του με άλλον που προέρχεται από δότη. Πρόκειται για μεταμόσχευση ιστού και όχι οργάνου (όπως π.χ. του νεφρού ή ολόκληρου του οφθαλμού). Στην Ελλάδα λόγω έλλειψης οργανωμένων τραπεζών ιστικών μοσχευμάτων, αλλά και λόγω έλλειψης δωρητών, συνήθως τα μοσχεύματα προέρχονται από «τράπεζες οφθαλμών» του εξωτερικού. Οι αναγνωρισμένες τράπεζες οφθαλμών λειτουργούν κάτω από αυστηρό έλεγχο και συγκεκριμένες προϋποθέσεις και κανονισμό λειτουργίας και παρέχουν πάντα μοσχεύματα έπειτα από ενδελεχή και πλήρη έλεγχο.
Οι μεταμοσχεύσεις κερατοειδούς παραμένουν μία από τις πιο συχνές και με τα υψηλότερα ποσοστά επιτυχίας (περί το 95%) επεμβάσεις μεταμόσχευσης.


Ανάλογα με το τμήμα του κερατοειδούς που μεταμοσχεύεται, διακρίνουμε την επέμβαση σε ολική / διαμπερή ή μερική (πρόσθια ή οπίσθια τμηματική).


Διαμπερής (ολική) κερατοπλαστική ( PKP ) : Η διαδικασία αφαίρεσης του κεντρικού μέρους του πάσχοντος κερατοειδούς γίνεται με ειδικά αυτοματοποιημένα τρυπάνια και χρήση συνήθως τοπικής αναισθησίας. Η επέμβαση ολοκληρώνεται με τη συρραφή του μοσχεύματος στον κερατοειδή του λήπτη με χρήση πάρα πολύ λεπτών ραμμάτων, τα οποία αφαιρούνται πολλούς μήνες μετά την επέμβαση. Στις περισσότερες περιπτώσεις η μετεγχειρητική αγωγή περιλαμβάνει μόνο κολλύρια (δεν χρειάζεται συστηματική αναοσοκαταστολή). Δεν απαιτείται νοσηλεία του ασθενούς στο νοσοκομείο μετά το πέρας της επέμβασης, η οποία συνήθως έχει διάρκεια μίας ώρας.


Πρόσθια τμηματική κερατοπλαστική (DALK) : Πραγματοποιείται επιλεκτική αντικατάσταση μόνο του πρόσθιου (επιφανειακού) τμήματος του κερατοειδούς. Η μέθοδος χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να διορθώσουμε ουλές ( τραυματικές, μολυσματικές, κερατόκωνου) που αφορούν μόνο τα εξωτερικά τμήματα του κερατοειδούς. Τα τμήματα αυτά μπορούν να αφαιρεθούν και να αντικατασταθούν από μόσχευμα μερικού πάχους. Η μέθοδος αυτή είναι ιδανική για νέους ασθενείς όπου θέλουμε να διατηρήσουμε τη λειτουργία του (υγιούς λόγω ηλικίας) ενδοθηλίου του κερατοειδούς (η εσωτερική στοιβάδα του κερατοειδούς). Πλεονεκτήματα της τεχνικής είναι κυρίως η αποφυγή χειρισμών εντός του οφθαλμού, και η απουσία του κινδύνου ενδοθηλιακής απόρριψης.


Οπίσθια τμηματική κερατοπλαστική (DSEK, DSAEK) : Το μόσχευμα αντικαθιστά μόνο την εσωτερική, ενδοθηλιακή στοιβάδα του κερατοειδούς. Η αφαίρεση της εσωτερικής στιβάδας του κερατοειδούς γίνεται μέσω μια μικρής τομής. Αποφεύγεται έτσι η χρήση στηρικτικών ραμμάτων (που προκαλούν αστιγματισμό) και η αποκατάσταση της όρασης είναι πολύ γρηγορότερη της κλασσικής μεταμόσχευσης.
Μετά από μία επέμβαση κερατοπλαστικής ο ασθενής επιστρέφει στο σπίτι του την ίδια μέρα. Ο κερατοειδής επουλώνεται αργά και η οπτική οξύτητα βελτιώνεται σταδιακά για αρκετούς μήνες μετά την επέμβαση. Ωστόσο ο ασθενής μπορεί να επιστρέψει άμεσα στην εργασία του. Η πλήρης επούλωση και η τελική αποκατάσταση της όρασης μπορεί να έχει διάρκεια 6-12 μηνών συνήθως.


Οι μεταμοσχεύσεις του κερατοειδούς είναι ιδιαίτερα ασφαλείς και πραγματοποιούνται εδώ και πολλά χρόνια. Όπως όμως κάθε χειρουργική επέμβαση, κρύβει κάποιους κινδύνους επιπλοκών.

#########