Τέλος είναι προφανές ότι οι ιατρικές πράξεις, όπως χορήγηση φαρμάκων που επηρεάζουν την ανοσολογική ικανότητα του οργανισμού, ο καθετηριασμός της ουρήθρας ή οι διάφορες ουρολογικές επεμβάσεις μεταφέροντας μικρόβια και τραυματίζοντας και λύοντας τη συνέχεια του ουροθηλίου, της ενδοθηλιακής δηλαδή μεμβράνης που καλύπτει ολόκληρο τον ουρογεννητικό σωλήνα παρέχοντας έναν πολύ αποτελεσματ6ικό φραγμό- αμυντικό μηχανισμό στην ανάπτυξη λοιμώξεων, προδιαθέτουν στην εγκατάσταση και πολλαπλασιασμό των μικροοργανισμών και τη δημιουργία λοίμωξης του ουροποιογεννητικού συστήματος.
Έτσι, συμπερασματικά μπορούν να διακριθούν δυο μορφές ουρολοίμωξης. Στην πρώτη, τη μη επιπλεγμένη ουρολοίμωξη ο ασθενής έχει φυσιολογικό λειτουργικά και ανατομικά ουρογεννητικό σωλήνα και δεν παρουσιάζει καμιά συστηματική νόσο που να επηρεάζει την ανοσολογική του κατάσταση και να προδιαθέτει σε φλεγμονές.

Συνήθως υπεύθυνος μικροοργανισμός είναι το εscherichia coli, αλλά μπορεί να αναγνωρίζονται άλλα μικρόβια, όπως ο πρωτέας ή η κλεμπσιέλλα. Η ουρολοίμωξη αυτή απαντά ευνοϊκά στην κατάλληλη θεραπευτική αγωγή και οι υποτροπές είναι σπάνιες. Αντιθέτως, στη δεύτερη μορφή, την επιπλεγμένη ουρολοίμωξη, οι ασθενείς παρουσιάζουν κάποια λειτουργική (λ.χ. νευρογενή κύστη) ή ανατομική (λ.χ. υπερπλασία προστάτη, λιθίαση) δυσλειτουργία του ουροποιητικού συστήματος, κάποιο ξένο σώμα, λ.χ. ουροκαθετήρα, ή πάσχουν από κάποια συστηματική νόσο που προδιαθέτει στην ανάπτυξη λοίμωξης, για παράδειγμα σακχαρώδη διαβήτη. Το φάσμα των υπεύθυνων μικροοργανισμών είναι ευρύτερο, η ανταπόκριση στην αντιβιοτική αγωγή μπορεί να είναι πτωχή και υποτροπή της λοίμωξης είναι πιθανή.

Ποια είναι τα συμπτώματα της ουρολοίμωξης και ποιοι παράγοντες καθορίζουν την βαρύτητα αυτής;

Η κλινική εμφάνιση και η βαρύτητα των λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες. Έτσι, η λοιμογόνος δύναμη του υπεύθυνου μικροοργανισμού, η ανοσολογική κατάσταση του ασθενούς και η γενικότερη κατάσταση της υγείας του, η λήψη διαφόρων φαρμάκων ή ουσιών, η ύπαρξη ξένων σωμάτων (λ.χ. καθετήρα κύστεως), η ακεραιότητα του ουροθηλίου, οι τυχόν συνυπάρχουσες δυσλειτουργίες, ανατομικές ή λειτουργικές του ουροποιητικού συστήματος που εμποδίζουν την ελεύθερη ροή των ούρων καθορίζουν την έκταση της λοίμωξης και το είδος και την ένταση της αντίστοιχης συμπτωματολογίας.

Η φλεγμονή του ουροποιητικού συστήματος μπορεί να είναι ασυμπτωματική ή να παρουσιάζεται με ποικιλία κλινικών σημείων. Βασικό ρόλο στη συμπτωματολογία της ουρολοίμωξης παίζει το σημείο του ουροποιητικού που εντοπίζεται η μικροβιακή φλεγμονή. Έτσι, όταν εντοπίζεται στο κατώτερο ουροποιητικό, δηλαδή έως την ουροδόχο κύστη, προεξάρχουν τα κυστικά, ερεθιστικά ενοχλήματα της ούρησης, όπως η δυσουρία, η συχνουρία, η επιτακτικότητα που μπορεί να συνοδεύονται από υπερηβικό πόνο και μικροσκοπική ή μακροσκοπική αιματουρία. Η παρουσία συμπτωμάτων αποφρακτικού τύπου, όπως η ελάττωση της ακτίνας των ούρων, η δυσκολία στην έναρξη της ούρησης, η διακοπτόμενη ούρηση, η αδυναμία κένωσης της κύστης υποδηλώνουν τη συμμετοχή του προστάτη στη λοίμωξη. Η φλεγμονή της ουρήθρας, που ονομάζεται ουρηθρίτιδα, εμφανίζεται με καύσος κατά την ούρηση, συχνουρία και συχνά παρουσιάζεται ουρηθρικό έκκριμα. Ο πυρετός στις λοιμώξεις του κατώτερου ουροποιητικού είναι σπάνιος. Αντιθέτως, η λοίμωξη του ανώτερου ουροποιητικού, δηλαδή των ουρητήρων και των νεφρών, καλείται οξεία πυελονεφρίτιδα,, αποτελεί βαρύτερη κατάσταση και κυριαρχεί στην κλινική της εικόνα ο υψηλός πυρετός με ρίγος, ο οσφυϊκός πόνος και η καταβολή, ενώ ενίοτε συνοδεύεται από κυστικά ενοχλήματα. Φυσικά ο παραπάνω διαχωρισμός είναι αδρός, αφού όπως έχουμε αναφέρει ο ουρογεννητικός σωλήνας κατασκευαστικά είναι ενιαίος και δυνητικά τα μικρόβια μπορούν άπαξ και προσβάλλουν κάποιο σημείο αυτού να επεκταθούν σε οποιοδήποτε άλλο σημείο παρουσιάζοντας πιο σύνθετη κλινική εικόνα.

Ιδιαίτερη κλινική εικόνα παρουσιάζει η φλεγμονή του γεννητικού συστήματος. Έτσι, η λοίμωξη του προστάτη, δηλαδή η προστατίτιδα μπορεί να έχει οξεία μορφή με θορυβώδη κλινική εικόνα ή και χρόνια πιο ήπια μορφή. Στην οξεία προστατίτιδα ο ασθενής παρουσιάζεται με υψηλό πυρετό και ρίγος, αποφρακτικά συμπτώματα ούρησης που μπορεί να φτάσουν και έως την πλήρη αδυναμία ούρησης, την καλούμενη επίσχεση ούρων, πόνο στην περιοχή του περινέου και άλγος κατά την εκσπερμάτιση καθώς και αιμοσπερμία. Στη χρόνια προστατίτιδα τα συμπτώματα είναι πιο ήπια, η μεγάλη τους όμως χρονική διάρκεια με περιόδους εξάρσεων και υφέσεων τα καθιστούν ιδιαίτερα ενοχλητικά για τον ασθενή. Ο εντοπισμός της λοίμωξης στον όρχι και την επιδιδυμίδα εκτός από τα συμπτώματα από την κύστη εμφανίζεται με επώδυνη και φλεγμονώδη διόγκωση της επιδιδυμίδας και του σύστοιχου όρχι, συνοδευόμενης από υψηλό πυρετό.
Πρέπει να τονίσουμε ότι αυτά τα συμπτώματα που αναφέρθηκαν δεν είναι ειδικά των ουρολοιμώξεων. Η δυσουρία για παράδειγμα που θεωρείται ‘σήμα κατατεθέν’ της ουρολοίμωξης μπορεί να αποτελεί εκδήλωση πολλών άλλων παθήσεων, όπως λ.χ. ουρηθρικών στενωμάτων, υπερπλασίας προστάτη, λιθίασης ή καρκινώματος in situ. ’ρα, πρέπει να γίνει προσεκτική εκτίμηση και διαφορική διάγνωση πριν πάρει κάπως επιπόλαια μια αντιβίωση για να υποχωρήσουν τα τσουξιματάκια’

Πως γίνεται η διάγνωση της ουρολοίμωξης στους άνδρες;

Η διαγνωστική προσέγγιση των ουρολοιμώξεων βασίζεται, όπως και των υπολοίπων παθήσεων, στο λεπτομερές ιατρικό ιστορικό και την κλινική εξέταση. Το είδος των συμπτωμάτων, η έντασή τους, η χρονική τους διάρκεια, η συχνότητα επανεμφάνισης- υποτροπής μαζί με το γενικότερο ιστορικό λήψης φαρμάκων ή συνύπαρξης άλλων παθολογικών καταστάσεων ή προηγούμενων χειρουργικών επεμβάσεων είναι οι αρχικές απαραίτητες πληροφορίες. Στη συνέχεια, ακολουθεί η κλινική εξέταση για να διερευνηθεί η φυσιολογική μορφολογία των έξω γεννητικών οργάνων, η φυσιολογική θέση και μορφολογία του έξω στομίου της ουρήθρας, η ύπαρξη ουρηθρικού εκκρίματος, διόγκωση του οσχέου και αναζητώνται σημεία ευαισθησίας στην ψηλάφηση των όρχεων- επιδιδυμίδων, της κοιλιακής, βουβωνικής ή οσφυϊκής χώρας.

Η δακτυλική εξέταση του προστάτη συχνά θεωρείται επιβεβλημένη, παρέχοντας πληροφορίες τόσο για το μέγεθος και τη μορφολογία του προστάτη, όσο και για την ύπαρξη φλεγμονής αυτού και των σπερματοδόχων κύστεων
Εργαστηριακά, η γενική ούρων, η Gram χρώση και η καλλιέργεια τους με σκοπό την ανάδειξη του παθογόνου μικροοργανισμού, που συμπληρώνεται από το τεστ ευαισθησίας στα αντιβιοτικά (αντιβιόγραμμα) είναι ο κυριότερος τρόπος διάγνωσης των ουρολοιμώξεων. Παράλληλα και άλλες εργαστηριακές εξετάσεις, όπως η καλλιέργεια ουρηθρικού εκκρίματος με ανοσοφθορισμό για την απομόνωση άτυπων μικροοργανισμών και η καλλιέργεια προστατικού εκκρίματος μετά από μάλαξη του προστάτη καθώς και η καλλιέργεια σπέρματος, μπορεί να χρειαστούν για την αναγνώριση και τυποποίηση του υπεύθυνου παθογόνου μικροβιακού παράγοντα.

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, στους άνδρες οι ουρολοιμώξεις στο μεγαλύτερο ποσοστό είναι επιπλεγμένες, γι’αυτό κρίνεται απαραίτητο ο έλεγχος να συμπληρώνεται με απεικονιστικές εξετάσεις του ουροποιητικού. Το υπερηχογράφημα νεφρών κύστεως προστάτη προ και μετά ούρηση αποτελεί την πρώτη εξέταση και αν κριθεί αναγκαίο μπορεί να συμπληρωθεί και από άλλες διαγνωστικές εξετάσεις, λόγου χάριν ενδοφλέβιο πυελογραφία ή αξονική τομογραφία κοιλίας.

#########