Προδιαβήτη ονομάζουμε την κατάσταση στην οποία οι τιμές σακχάρου στο αίμα είναι λίγο πιο υψηλές από το φυσιολογικό, αλλά δεν χρειάζεται θεραπεία φαρμακευτική για την ρύθμισή τους.

Ο προδιαβήτης προβλέπει τον υψηλό κίνδυνο να εμφανίσουμε Σακχαρώδη Διαβήτη στο μέλλον.

Ο προδιαβήτης προβλέπει τον υψηλό κίνδυνο να αναπτύξουμε αρτηριοσκληρωτική αγγειακή νόσο, αυξάνοντας την επίπτωση καρδιαγγειακών επεισοδίων, πολύ πριν την εμφάνιση Σακχαρώδη Διαβήτη.

Οι πιο πολλές από τις μακροχρόνιες επιπλοκές του Σακχαρώδη Διαβήτη ξεκινούν ήδη από αυτό το στάδιο.

Ο προδιαβήτης θεωρείται ύπουλος διότι συχνά δεν αναγνωρίζεται, δύσκολα διαγιγνώσκεται, αλλά είναι και πολύ επικίνδυνος όχι μόνο για εξέλιξη σε Σακχαρώδη Διαβήτη αλλά και για αυξημένα καρδιαγγειακά επεισόδια.

Τα ευρήματα από πολλές μελέτες δείχνουν ότι η παρέμβαση στη φάση του προδιαβήτη είναι σημαντική για τη μείωση των επιπλοκών πρώιμου σταδίου, τονίζει ο κ. Αντώνιος Λέπουρας, Παθολόγος – Διαβητολόγος, Διευθυντής Παθολογικής -Διαβητολογικής Κλινικής & Διαβητολογικού Κέντρου Κλινικής Metropolitan General.

Σύμφωνα με έρευνες που παρουσιάστηκαν τα τελευταία χρόνια και πρόσφατα, η θεραπεία του προδιαβήτη και η αποκατάσταση της κανονικής ρύθμισης του σακχάρου (NGR) μειώνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.

Τι είναι λοιπόν ο προδιαβήτης;

Όλα τα άτομα που εμφανίζουν Σακχαρώδη Διαβήτη έχουν περάσει από το στάδιο του προδιαβήτη.

Προδιαβήτης χαρακτηρίζεται η κατάσταση κατά την οποία το σάκχαρο του αίματος είναι υψηλότερο από το φυσιολογικό, αλλά όχι τόσο υψηλό ώστε να διαγνωσθεί ως Διαβήτης. Στον προδιαβήτη διαταράσσεται, είτε το πρωινό Σάκχαρο νηστείας, είτε το Σάκχαρο μετρημένο 2 ώρες μετά από εξέταση καμπύλης σακχάρου.

Πιο συγκεκριμένα μιλάμε για προδιαβήτη όταν το σάκχαρο μετρημένο το πρωί νηστικοί κυμαίνεται από 100-125mg/dl, ή το σάκχαρο 2 ώρες μετά από καμπύλη σακχάρου με 75γρ. γλυκόζης, κυμαίνεται από 140-199 mg/dl, ή τέλος όταν η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (Hba1c) κυμαίνεται από 5.7-6.4% (προσοχή η διάγνωση με βάση την Hba1c ισχύει μόνο για τις ΗΠΑ και τον Καναδά).

Ο ετήσιος σχετικός κίνδυνος μετάπτωσης σε Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου2, σχεδόν πενταπλασιάζεται όταν υπάρχουν είτε αυξημένα πρωινά σάκχαρα νηστείας είτε αυξημένα μεταγευματικά σάκχαρα και δωδεκαπλασιάζεται όταν συνυπάρχουν αυξημένα πρωινά και μεταγευματικά ταυτόχρονα (DECODE study group 2002).

 Έχω στις τελευταίες εξετάσεις λίγο ανεβασμένο το σάκχαρο, να ανησυχώ;

Η αλήθεια είναι ότι πρέπει να ανησυχήσουμε γιατί ο κίνδυνος των επιπλοκών του σακχαρώδη διαβήτη ξεκινά νωρίς δηλαδή ήδη από το στάδιο του προδιαβήτη. Υπάρχουν μελέτες πολλές που αναγνωρίζουν και επιβεβαιώνουν τον κίνδυνο τόσο για καρδιαγγειακά επεισόδια αλλά και για τις πιο μακροχρόνιες επιπλοκές (διαβητικό πόδι, αμφιβληστροειδοπάθεια, κλπ.), εξηγεί ο κ. Λέπουρας.

Χαρακτηριστική είναι μια πρόσφατη μελέτη “Επιδράσεις του προδιαβήτη σε μεταγενέστερη καρδιαγγειακή νόσο και διαβήτη”. Σε αυτή τη διαχρονική πληθυσμιακή μελέτη, 1609 ασθενείς παρακολουθήθηκαν μεταξύ 2002 και 2014 (μέσος όρος 10,9 ετών) για να προσδιορίσουν εάν ο προδιαβήτης επηρεάζει τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου (CVD) ή σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ). Τα συμπεράσματα εντυπωσιακά. Ο προδιαβήτης σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για ΣΔ -ιδίως δε όταν συνοδεύεται από υπέρταση- και με αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακή νόσο. Η μελέτη αυτή επισημαίνει ότι ο καρδιαγγειακός κίνδυνος που σχετίζεται με διακυμάνσεις και με σχετικά όχι πολύ υψηλά σάκχαρα (γλυκαιμική δυσλειτουργία) ξεκινάει πολύ πριν από τη διάγνωση του διαβήτη. Είναι σημαντικό ότι προληπτικές στρατηγικές αλλαγής τρόπου ζωής και διατροφής, βελτιώνουν την παθολογική αντίσταση των κυττάρων στην δράση της ινσουλίνης, που οφείλεται κυρίως στην παχυσαρκία και την κακή φυσική κατάσταση.

Επιπλέον η τροποποίηση άλλων καρδιακών παραγόντων κινδύνου (πχ. κάπνισμα, υπερλιπιδαιμία, υπέρταση κλπ.), είναι κρίσιμες για την πρωτογενή πρόληψη. Υπάρχουν ενδείξεις πως αν θεραπεύσουμε τον προδιαβήτη μπορούμε να μειώσουμε ή να προλάβουμε τον καρδιαγγειακό κίνδυνο (ΚΑΚ) και τις μικροαγγειακές επιπλοκές.

Και οι δύο καταστάσεις μπορούν να προληφθούν επιτυχώς, με αλλαγή τρόπου ζωής ή και φαρμακευτικές παρεμβάσεις στους παράγοντες κινδύνου που είναι κυρίως η υπέρταση και τα λιπίδια. Ο Leigh Perreault, από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο, ανέλυσε τον καρδιαγγειακό κίνδυνο για 2.775 συμμετέχοντες από την Μελέτη Προγράμματος Πρόληψης του Διαβήτη (Diabetes Prevention Program Outcomes DPPO), στην οποία άτομα κυρίως με προδιαβήτη, τυχαία τοποθετήθηκαν σε ομάδες, είτε με εντατικό τρόπο ζωής, είτε με μετφορμίνη ή εικονικό φάρμακο. Ο καρδιαγγειακός κίνδυνος αξιολογήθηκε με βαθμολογία Framingham score (σκορ καρδιαγγειακού κινδύνου), αλλά και με μεμονωμένους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις. Το εντυπωσιακό εύρημα ήταν ο υψηλότερος καρδιαγγειακός κίνδυνος μεταξύ των ατόμων της ομάδας του προδιαβήτη.

Το θετικό ήταν πως ανεξάρτητα από το είδος της αρχικής θεραπείας, οι συμμετέχοντες που δεν ανέπτυξαν διαβήτη είχαν 28% χαμηλότερη εμφάνιση των μικροαγγειακών επιπλοκών (τύφλωση, ακρωτηριασμό, νεφρική ανεπάρκεια, άνοια, κλπ.)  σε σχέση με τους συμμετέχοντες που ανέπτυξαν διαβήτη. Τα ευρήματα αυτά δείχνουν ότι παρέμβαση στη φάση του προδιαβήτη είναι σημαντική για τη μείωση επιπλοκών που ξεκινούν σε  πρόωρο στάδιο πριν την διάγνωση του Διαβήτη (American Diabetes Association 2014 Scientific Sessions).

Η Μελέτη “Πρόγραμμα Πρόληψης του διαβήτη 15 χρόνια μετά” (DPP 15 years later).

Περίπου 3000 άτομα μετά την ολοκλήρωση της μελέτης, του Προγράμματος Πρόληψης του διαβήτη (DPPO), συνέχισαν είτε με πρόγραμμα αλλαγής διατροφής και άσκησης είτε με θεραπεία υπό μετφορμίνη. Σε 15 χρόνια παρακολούθησης των ασθενών, οι αλλαγές στον τρόπο ζωής αποδίδουν ένα 27% μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη, ενώ η θεραπεία με μετφορμίνη επέτυχε κατά 17% μειωμένο κίνδυνο σε σύγκριση με τους ασθενείς της ομάδας του εικονικού φαρμάκου.

Πιο συγκεκριμένα:

  • Και ο τρόπος ζωής και η μετφορμίνη μειώνουν την ανάπτυξη του διαβήτη σε ασθενείς υψηλού κινδύνου σε μία περίοδο παρακολούθησης 15 χρόνων.
  • Και ο τρόπος ζωής και η μετφορμίνη βοηθούν στην πρόληψη του διαβήτη σε ασθενείς υψηλού κινδύνου μακροπρόθεσμα, όπως ανέφεραν οι ερευνητές.
  • 50% των 3.000 περίπου συμμετεχόντων είχαν καταστεί διαβητικοί με την πάροδο του χρόνου.

Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι ο διαβήτης δεν είναι αναπόφευκτος σε άτομα που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο. Πολύ σημαντικό είναι πως στις νέες αναλύσεις, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς στην ομάδα παρέμβασης στον τρόπο ζωής είχαν μεγαλύτερη μείωση των καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο, και ότι εκείνοι στη μετφορμίνη είχαν επίσης μειωμένο κίνδυνο, αλλά σε μικρότερο βαθμό από ό, τι στην ομάδα του τρόπου ζωής. Και οι δύο παρεμβάσεις προσφέρουν επίσης βελτίωση στην ασβεστοποίηση των στεφανιαίων αρτηριών (μειωμένος κίνδυνος στεφανιαίων επεισοδίων), με τα ισχυρότερα οφέλη για τους άνδρες που έπαιρναν μετφορμίνη σε σύγκριση με τις άλλες ομάδες.

Τι χρειάζεται να κάνουμε για να αναστρέψουμε ή να μειώσουμε τον κίνδυνο;

Αφού συγκεντρώσαμε όλες τις μελέτες που εξετάζουν την παρέμβαση της τροποποίησης του τρόπου ζωής, αποδείχθηκε ότι συσχετίζονται με μείωση κατά 51% του κινδύνου εμφάνισης διαβήτη τύπου 2.

Αφού εξετάσαμε τις μελέτες πρόληψης στις οποίες έχει χρησιμοποιηθεί ένα φάρμακο (πχ. μετφορμίνη, ακαρβόζη, γλιπιζίδη ή άλλα φάρμακα), τα δεδομένα μετα-αναλύσεων είναι παρόμοια με το αποτέλεσμα της μη φαρμακευτικής παρέμβασης, όπως πχ. στην μελέτη  “Πρόγραμμα Πρόληψης του Διαβήτη DPPO”.

Μπορούμε λοιπόν να μειώσουμε δραματικά τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη και των τραγικών του επιπλοκών, χωρίς φάρμακα, κάνοντας αλλαγές στον τρόπο ζωής. Είναι πολύ σημαντικό βέβαια οι αλλαγές αυτές στην συμπεριφορά απέναντι στο σώμα μας να είναι συστηματικές και δια βίου, καταλήγει ο κ. Αντώνιος Λέπουρας.

Η απώλεια βάρους (5-10%) μπορεί να βοηθήσει σημαντικά.

Η απώλεια βάρους μειώνει επίσης τα επίπεδα της πίεσης και των λιπιδίων στο αίμα. Η άσκηση είναι επίσης σημαντική. Ασκήσεις ρουτίνας θα πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον 30 λεπτά μέτριας σωματικής δραστηριότητας (όπως το γρήγορο περπάτημα ή το κολύμπι) τουλάχιστον 5 φορές την εβδομάδα.

Ακολουθείστε μια υγιεινή  μεσογειακή διατροφή με χαμηλές θερμίδες.

Υδατάνθρακες: τροφές πλούσιες σε φυτικές ίνες όπως λαχανικά, όσπρια, φρούτα, δημητριακά ολικής αλέσεως, και ξηρούς καρπούς.

Πρωτεΐνες: προτιμούνται τα ψάρια, τα πουλερικά και τα κρέατα με χαμηλά λιπαρά. Αποφύγετε την κατανάλωση πολλών επεξεργασμένων τροφίμων ή γλυκαντικών ουσιών, όπως ζάχαρη, μέλι, σιρόπι σφενταμιού, σιρόπι αγαύης, μελάσα. Φαρμακευτική αγωγή δεν συνίσταται παρά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις.

#########