Το υλικό που θα πάρει η βιοψία απ`τον προστάτη θα εξετασθεί από ειδικό παθολογοανατόμο γιατρό, στο μικροσκόπιο. Οι βασικές εκδοχές είναι τρεις:
Α. Να μη διαπιστωθεί ύπαρξη κακοήθων κυττάρων.
Β. Να ευρεθούν κάποια ύποπτα κύτταρα, που, όμως, δεν μπορούν με βεβαιότητα να θεωρηθούν κακοήθη.
Γ.
Να επιβεβαιωθεί η ύπαρξη κακοήθων κυττάρων.

Στην πρώτη περίπτωση το αποτέλεσμα είναι βέβαια ενθαρρυντικό αλλά δεν είναι βέβαιο. Οσο έμπειρος και αν είναι ο εξεταστής που πραγματοποιεί την βιοψία και όσο αριθμό δειγμάτων κι αν πάρει, μπορεί, ιδίως όταν η μάζα ενός καρκινώματος είναι μικρή, να μην πέσει μέσα σ`αυτήν και το αποτέλεσμα να αποβεί ψευδώς αρνητικό. Αν τα υπάρχοντα στοιχεία (του PSA και της δακτυλικής εξέτασης) οδηγούν σε έντονη υποψία κακοήθειας, μπορεί η βιοψία να επαναληφθεί μετά τρεις περίπου μήνες. Αν και η δεύτερη αυτή βιοψία αποβεί αρνητική και παρ`όλα αυτά η υποψία παραμένει έντονη (π.χ. διαρκώς αυξανόμενο PSA, σκληρία του προστάτη) δικαιολογείται και τρίτη ή καμία φορά και τετάρτη βιοψία, με μεσοδιαστήματα τριών ή εξ μηνών. Τα διαστήματα αυτά δεν θεωρούνται ιδιαιτέρως μεγάλα, δεδομένου ότι, ακόμη κι αν υπάρχει καρκίνος, ο οποίος θα είναι τόσο λίγο εκτεταμένος ώστε να διαφεύγει από επανειλημμένες βιοψίες, είναι απίθανο μέσα στα διαστήματα αυτά να εξελιχθεί και να επεκταθεί σημαντικά. Κατά κανόνα, ο καρκίνος του προστάτη δεν ανήκει στους γρήγορα εξελισσόμενους καρκίνους, και δίνει αρκετό καιρό στη διαγνωστική έρευνα.

Εχει αποδειχθεί στατιστικά ότι εάν μια τρίτη και ιδίως μια τετάρτη βιοψία αποβεί αρνητική, η πιθανότητα να αποβεί θετική μια πέμπτη είναι πρακτικώς μηδενική. Σ`αυτές τις περιπτώσεις μια διουρηθρική εκτομή της μεγαλύτερης μάζας του προστάτη που δίνει πολύ αφθονότερο υλικό για ιστολογική εξέταση, από όσο μια βιοψία, ίσως θα αποτελούσε την προσφορότερη διαγνωστική λύση.

Η μη ανεύρεση μιας υπάρχουσας κακοήθειας μετά από πολλές βιοψίες δεν είναι βέβαια παρά εξαίρεση. Όμως στην ιατρική δεν υπάρχει τίποτε απόλυτο και όλα τα απίθανα μπορεί να παρουσιασθούν.

Στη δεύτερη περίπτωση της παρουσίας υπόπτων αλλά μη απολύτως χαρακτηριστικών κακοήθειας, η δεύτερη βιοψία μετά τρίμηνο είναι απολύτως επιβεβλημένη. Αν αυτή αποβεί αρνητική ή αμφίβολη θα ακολουθήσουν όσα αναφέρθηκαν για την πρώτη περίπτωση.

Κι ερχόμαστε στην τρίτη περίπτωση, την διαπίστωση δηλαδή, εκτός κάθε αμφιβολίας, της παρουσίας κυττάρων καρκίνου στα δείγματα της βιοψίας. Τότε δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι έχει αναπτυχθεί καρκίνος του προστάτη. Η εξέταση θα μας έχει δώσει μάλιστα και μια ιδέα του βαθμού κακοηθείας των κυττάρων, με άλλα λόγια του πόσο επιθετικός είναι ο καρκίνος που διαγνώσαμε μέσα βέβαια στο υλικό που πήραμε με τη βιοψία (πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη ότι σε άλλα σημεία του ο καρκίνος μπορεί να παρουσιάζει μεγαλύτερο βαθμό κακοηθείας από αυτόν που παρουσιάζουν τα δείγματα της βιοψίας). Ο βαθμός κακοήθειας μετριέται συνήθως με την κλίμακα του Gleason (Γκλίζον), που θεωρητικά αρχίζει απ`τους 2 βαθμούς και φθάνει ως τους 10.

Το επόμενο διαγνωστικό βήμα μετά απ`αυτή την επιβεβαίωση της διάγνωσης πρέπει να είναι η ακριβέστερη δυνατή σταδιοποίηση, δηλαδή η εξακρίβωση του πόσο έχει επεκταθεί ο καρκίνος.


Τα στοιχεία που έχουμε για το πόσο ο καρκίνος έχει επεκταθεί στην περιοχή του προστάτη, αν δηλαδή παραμένει μέσα απ`την κάψα ή έχει βγει από αυτή και ως ποιο σημείο, είναι τα εξής:

Α. Η εξέταση με το δάκτυλο.
Ο πεπειραμένος εξεταστής μπορεί, με μεγάλη προσέγγιση, να διαπιστώσει αν η αρρώστια έχει ξεπεράσει την κάψα, αν έχει φθάσει μόνο στο γύρω απ`τον προστάτη λίπος ή στις σπερματοδόχες κύστεις ή ακόμη και στα κοντινά οστά.

Β. Το δια του εντέρου (διορθικό) υπερηχογράφημα,
το οποίο επίσης δίνει πληροφορίες για την επέκταση του καρκίνου στην περιοχή αυτή.

Γ. Η ίδια η ιστολογική εξέταση,
αν έχει ληφθεί κατάλληλα, μπορεί να έχει περιλάβει δείγματα κυρίως απ`τις σπερματοδόχες κύστεις.

Τα στοιχεία αυτά αλληλοσυμπληρώνονται, ώστε να οδηγήσουν στο δυνατόν ακριβέστερο συμπέρασμα.

Πολλή συζήτηση έχει γίνει για έρευνα της περιοχής με ειδική, δια του εντέρου μαγνητική τομογραφία. Η εξέταση αυτή είναι πράγματι καλή, αλλά δεν φαίνεται τελικά να πλεονεκτεί τόσο πολύ από ένα καλό διορθικό υπερηχογράφημα, τουλάχιστον όχι τόσο ώστε να αντισταθμίζεται η δυσκολία της και το αυξημένο κόστος της.
Πέρα απ`τον έλεγχο της τοπικής επέκτασης πρέπει να ελέγξουμε και την επέκταση στους λεμφαδένες ή σε άλλα όργανα. Αυτό γίνεται με αξονική τομογραφία του θώρακα, της κοιλιάς και της λεκάνης.
Ειδικά τα οστά, στα οποία ο καρκίνος του προστάτη εύκολα δίνει μεταστάσεις, τα ελέγχουμε με ραδιοϊσοτοπική εξέταση, το λεγόμενο σπινθηρογράφημα των οστών.

Πρέπει να σημειωθεί ότι, εάν απ`τον καρκίνο του προστάτη είχαν ξεφύγει μεμονωμένα κύτταρα, τα οποία δεν έχουν εγκατασταθεί ακόμη κάπου ώστε να δημιουργήσουν συγκεκριμένη μεταστατική εστία, τα κύτταρα αυτά δεν έχει σήμερα η ιατρική κανένα μέσο να τα εντοπίσει. Αυτό όμως, το να μην υπάρχουν δηλαδή εμφανείς μεταστάσεις αλλά να κυκλοφορούν κάπου στον οργανισμό ελεύθερα κύτταρα καρκίνου, δεν είναι συνήθης υπόθεση.

Μετά και απ`τη σταδιοποίηση του καρκίνου του προστάτη, πρέπει να αποφασισθεί ποια θα είναι η θεραπεία.
Στην απόφαση για τη θεραπεία πρέπει να ληφθούν υπόψη διάφορες παράμετροι, κύριος όμως οδηγός είναι το στάδιο της αρρώστιας, δηλαδή το μέχρι πού έχει επεκταθεί ο καρκίνος.
Αλλες παράμετροι είναι η ηλικία του αρρώστου, η γενική κατάσταση της υγείας του, η επιθυμία του αρρώστου κλπ.

Τα πιθανά λοιπόν στάδια του διαγνωσθέντος καρκίνου του προστάτη μπορεί να είναι τα εξής:
Α. Καρκίνος που δεν έχει ξεπεράσει την κάψα.
Β. Καρκίνος που έχει ξεπεράσει την κάψα αλλά δεν έχει πάει στους λεμφαδένες, τα οστά ή άλλο απομακρυσμένο όργανο.
Γ.
Καρκίνος που έχει φθάσει στους λεμφαδένες ή ακόμη σε άλλα όργανα (πνεύμονας, ήπαρ, οστά κλπ).

 

#########