Οι καρδιακές αρρυθμίες αποτελούν διαταραχές της κανονικότητας του καρδιακού ρυθμού. Συμβαίνουν τόσο σε ασθενείς με υποκείμενη καρδιοπάθεια όσο και σε υγιή καρδιά.

Πώς προκύπτουν οι αρρυθμίες;

Η καρδιά λειτουργεί με έναν ρυθμό που κυμαίνεται από 60 έως 100 παλμούς το λεπτό. Ο καρδιακός ρυθμός προσαρμόζεται ανάλογα με τις ανάγκες του οργανισμού, εκδηλώνοντας μια ομαλή μεταβολή. Ωστόσο, πολλές φορές αυτή η εύρυθμη λειτουργία διαταράσσεται από αρρυθμίες, που μπορεί να οδηγήσουν σε βραδυκαρδίες (μειωμένος καρδιακός ρυθμός), ταχυκαρδίες (αυξημένος καρδιακός ρυθμός), κολπική μαρμαρυγή (άτακτοι κολπικοί παλμοί) ή έκτακτες συστολές (στιγμιαίες διακοπές στο φυσιολογικό ρυθμό).

«Οι μηχανισμοί των αρρυθμιών είναι η επανείσοδος του ερεθίσματος (όπου η ηλεκτρική διέγερση ακολουθεί κυκλική κίνηση) εκπολώνοντας επαναλαμβανόμενα και κυκλικά μια περιοχή που τα κύτταρα μόλις έχουν ανανήψει από την προηγούμενη εκπόλωση και ο παθολογικός αυτοματισμός όπου ένα κύτταρο εκπολώνεται αυτόματα χωρίς να διεγερθεί από ένα διπλανό κύτταρο», αναφέρει ο κ. Γεώργιος Βασιλόπουλος Αναπληρωτής Διευθυντής Καρδιολόγος Metropolitan Hospital.

Ποια συμπτώματα δημιουργούν οι αρρυθμίες;

Πολλές φορές, οι αρρυθμίες μπορεί να μην εμφανίζουν συμπτώματα και να εντοπιστούν τυχαία κατά τη διάρκεια ιατρικής εξέτασης. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις, όπου ο ασθενής μπορεί να αισθάνεται προσωρινές διακοπές στον καρδιακό ρυθμό, ή αλλαγές με κάποιους πιο έντονους παλμούς αλλά και ταχυκαρδίες που να διαρκούν για λίγα δευτερόλεπτα και να επαναλαμβάνονται.

«Στις περιπτώσεις των παροξυσμικών ταχυκαρδιών, υπερκοιλιακών ή κοιλιακών, οι ασθενείς αισθάνονται ξαφνικά μια έντονη ταχυκαρδία που συχνά είναι ανυπόφορη. Αυτή η κατάσταση μπορεί να διαρκέσει από λίγα λεπτά έως μερικές ώρες ή ακόμη και μέρες, και πάντα σταματά απότομα, είτε αυτό συμβαίνει αυτόματα, ή με βαγοτονικούς χειρισμούς (σφίξιμο, πίεση των καρωτίδων, βήχας κλπ.) ή τελικά με φάρμακα που χορηγούνται συνήθως ενδοφλέβια. Επιπλέον, ορισμένες φορές οι αρρυθμίες μπορεί να εκδηλώνονται με αίσθημα αδυναμίας, ζάλης, κόπωσης, δύσπνοιας ή γενικής δυσφορίας.

Σε περίπτωση που η ταχυκαρδία είναι ιδιαίτερα υψηλή (ειδικά σε ασθενείς με σοβαρή καρδιακή νόσο) ή αν οι κοιλίες σταματήσουν να συστέλλονται λόγω καρδιακής παύσης ή κολποκοιλιακού αποκλεισμού, μειώνεται η ροή αίματος προς τον εγκέφαλο, προκαλώντας απώλεια των αισθήσεων και τη γνωστή σε εμάς συγκοπή», εξηγεί.

Ποια είναι τα αίτια εμφάνισης των αρρυθμιών;

Η καρδιακή αρρυθμία μπορεί να προκληθεί από διάφορους παράγοντες, όπως:

  • Στεφανιαία νόσος
  • Καρδιακή ανεπάρκεια
  • Υπέρταση
  • Διαβήτης
  • Υπνική άπνοια
  • Υπερβολική χρήση αλκοόλ
  • Κάπνισμα
  • Κατανάλωση ναρκωτικών ουσιών
  • Παθήσεις του θυρεοειδούς
  • Υπερβολική κατανάλωση καφέ

Συχνά η αρρυθμία εμφανίζεται σε υγιή καρδιά χωρίς κανένα εκλυτικό παράγοντα.

Ποια είναι τα είδη των αρρυθμιών;

Οι ανωμαλίες στον καρδιακό παλμό διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, σε ταχυκαρδίες ή σε ταχυαρρυθμίες, όταν η συχνότητα καρδιακών παλμών υπερβαίνει τις 100 σφίξεις ανά λεπτό, και βραδυκαρδίες ή βραδυαρρυθμίες, όταν η συχνότητα καρδιακών παλμών είναι μικρότερη από 60 σφίξεις ανά λεπτό.

Πώς διακρίνουμε τις ταχυκαρδίες;

Η κατηγορία των αρρυθμιών διακρίνεται ανάλογα με το εάν η πηγή τους είναι οι κόλποι ή οι κοιλίες της καρδιάς και λέγονται υπερκοιλιακές ή κοιλιακές αντίστοιχα.

Οι υπερκοιλιακές αρρυθμίες διακρίνονται σε:

  • Πρώιμες κολπικές έκτακτες συστολές
  • Ταχυκαρδία από επανείσοδο στον κολποκοιλιακό κόμβο (AV nodal re-entrant tachycardia – AVNRT)
  • Ταχυκαρδίες με συμμετοχή παραπληρωματικού δεματίου (όπως στο σύνδρομο Wolff- Parkinson-White)
  • Κολπική μαρμαρυγή
  • Κολπικός πτερυγισμός
  • Κολπική ταχυκαρδία

Οι κοιλιακές αρρυθμίες διακρίνονται σε:

  • Έκτακτες κοιλιακές συστολές
  • Κοιλιακή ταχυκαρδία
  • Κοιλιακή μαρμαρυγή

Τι είναι οι βραδυαρρυθμίες και σε ποιους τύπους διακρίνονται;

Οι βραδυκαρδίες αντιπροσωπεύουν καταστάσεις όπου η συχνότητα των καρδιακών παλμών είναι ασυνήθιστα χαμηλή. Σε πολλές περιπτώσεις, η φαινομενική βραδυκαρδία μπορεί να είναι απολύτως φυσιολογική, όπως συμβαίνει σε αθλητές ή κατά τη διάρκεια του ύπνου. Στις παθολογικές περιπτώσεις, η χαμηλή συχνότητα παλμών οφείλεται σε διαταραχές στην παραγωγή ερεθισμάτων από το φλεβόκομβο ή στη μετάδοση των ερεθισμάτων μέσω του συστήματος αγωγής. Έτσι, οι βραδυαρρυθμίες διακρίνονται στους εξής τύπους:

  • Φλεβοκομβική δυσλειτουργία (ή νόσος φλεβοκόμβου)
  • Κολποκοιλιακός αποκλεισμός

Ποιες αρρυθμίες πρέπει να μας ανησυχούν;

«Οι αρρυθμίες που παρουσιάζονται σε άτομα χωρίς καρδιακή νόσο μπορεί να προκαλούν σημαντικά συμπτώματα, αν και συνήθως δεν είναι επικίνδυνες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η προσοχή επικεντρώνεται στη διαχείριση των συμπτωμάτων και την πρόληψη των παροξυσμών. Ωστόσο, η εμφάνισή τους σε ασθενείς με δομικές ή ηλεκτρικές παθήσεις της καρδιάς απαιτεί άμεση αντιμετώπιση, αφού μπορεί να προκαλέσουν αιφνίδιο καρδιακό θάνατο. Ιδιαίτερα αναφορά πρέπει να γίνει στην κολπική μαρμαρυγή λόγω του κινδύνου εγκεφαλικού επεισοδίου, ιδιαίτερα σε ασθενείς με παράγοντες κινδύνου όπως μεγάλη ηλικία, σακχαρώδης διαβήτης, καρδιακή ανεπάρκεια, υπέρταση», επισημαίνει ο κ. Βασιλόπουλος

Πώς γίνεται η διάγνωση των αρρυθμιών;

Για την αξιολόγηση των αρρυθμιών χρησιμοποιούνται διάφορες διαγνωστικές μέθοδοι, όπως το ηλεκτροκαρδιογράφημα, το Holter, το τεστ κοπώσεως, το υπερηχογράφημα καρδιάς και η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη.

  • Το ηλεκτροκαρδιογράφημα παραμένει ένα χρήσιμο εργαλείο για τη διάγνωση των αρρυθμιών, ιδιαίτερα σε παραπληρωματικά δεμάτια ή όταν πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια του παροξυσμού.
  • Το Holter παρέχει πληροφορίες σχετικά με τον καρδιακό ρυθμό καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας.
  • Το τεστ κοπώσεως χρησιμοποιείται για την ανίχνευση αρρυθμιών που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της φυσικής κόπωσης.
  • Το υπερηχογράφημα καρδιάς προσφέρει ολοκληρωμένη εικόνα της καρδιακής λειτουργίας.
  • Η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη, μια ελάχιστα επεμβατική διαδικασία, επιτρέπει τον έλεγχο του συστήματος παραγωγής και αγωγής των καρδιακών ηλεκτρικών ερεθισμάτων, καθώς και την πρόκληση αρρυθμιών για περαιτέρω αξιολόγηση.

Πώς αντιμετωπίζονται οι αρρυθμίες;

Η θεραπεία των καρδιακών αρρυθμιών εξαρτάται από τον τύπο και τη σοβαρότητα της αρρυθμίας. Οι διαθέσιμες επιλογές μπορεί να περιλαμβάνουν:

  • Φαρμακευτική αγωγή: Τα φάρμακα χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο του καρδιακού ρυθμού ή την αποκατάσταση του φυσιολογικού ρυθμού της καρδιάς.
  • Καρδιοανάταξη: Πρόκειται για επεμβατική διαδικασία με σκοπό την επαναφορά του καρδιακού ρυθμού.
  • Βηματοδότης: Πρόκειται για μια συσκευή που παρέχει ηλεκτρικούς παλμούς και χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις βραδυκαρδίας, καρδιακού αποκλεισμού και καρδιακής ανεπάρκειας.
  • Εμφυτεύσιμος απινιδωτής-καρδιομετατροπής (ICD): Πρόκειται για μια συσκευή που παρέχει σταθερό καρδιακό παλμό και συνήθως χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις κοιλιακής ταχυκαρδίας ή καρδιακής ανεπάρκειας.
  • Ablation: Η σύγχρονη θεραπεία των αρρυθμιών είναι επεμβατική. Με τη χρήση μικρών καθετήρων ηλεκτροδίων, τα οποία εισάγονται στις καρδιακές κοιλότητες μέσω της μηριαίας και της έσω σφαγίτιδας φλέβας υπό τοπική αναισθησία, λαμβάνοντας ηλεκτρικά δυναμικά, ενώ παράλληλα με τα σύγχρονα συστήματα χαρτογράφησης γίνεται τρισδιάστατη απεικόνιση της καρδιάς, εντοπίζοντας έτσι με ακρίβεια την αρρυθμιογόνο εστία. Κατόπιν πάλι με τη χρήση ειδικού καθετήρα εφαρμόζεται κατάλυση της αρρυθμίας με τη χορήγηση κυμάτων ραδιοσυχνότητας. Κατάλυση των αρρυθμιών μπορεί να πραγματοποιηθεί και με εφαρμογή κρυοπηξίας, όπως σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή ενώ τελευταία εφαρμόζεται η χορήγηση ενέργειας παλμικού πεδίου (PFA Ablation) για την κολπική μαρμαρυγή με αρκετά καλά αποτελέσματα.
    «Οι ανωτέρω επεμβάσεις εξασφαλίζουν πλήρη ίαση για σημαντικό αριθμό αρρυθμιών (υπερκοιλιακή ταχυκαρδία κολπικός πτερυγισμός), ενώ για αρκετές άλλες μειώνουν σημαντικά το αρρυθμιολογικό φορτίο, βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής των ασθενών με ελάχιστο ποσοστό επιπλοκών», καταλήγει ο κ. Βασιλόπουλος.
#########