Η κυρία Αλέκα, στα 82 της χρόνια, ζει σε ένα παλιό δυαράκι στα ανατολικά της πόλης. Τα βγάζει πέρα με μια μειωμένη σύνταξη, μετά βίας καλύπτει τα έξοδα του μήνα κι ο κλιματισμός είναι μια πολυτέλεια που δεν μπορεί να υποστηρίξει – για διακοπές ούτε λόγος. Για την κυρία Αλέκα το καλοκαίρι δεν σημαίνει μπάνια και ανεμελιά. Το καλοκαίρι είναι για εκείνη αφόρητος καύσωνας και αφόρητη μοναξιά. Λείπουν όλοι, και οι γείτονες που τη βοηθάνε πότε πότε έφυγαν τρεις μήνες για το εξοχικό. Το να μπορέσει απλώς να εξασφαλίσει τα φάρμακά της θα ήταν γι’ αυτήν σημαντική ανακούφιση.
Ο κύριος Θ. “κατοικεί” κοντά πέντε χρόνια τώρα στο λιμάνι του Πειραιά, πιάνει δυο καρέκλες στα σκίαστρα και από κάτω βολεύει τα λιγοστά του υπάρχοντα, μια τσαντούλα όλη κι όλη. Καλοκαίρι γι’ αυτόν σημαίνει να μετράει τους ταξιδιώτες καθώς επιβιβάζονται στα πλοία, του αρέσει να τους χαζεύει και να φαντάζεται την ιστορία τους. Ο ήλιος όμως δεν αστειεύεται. Κι είναι για εκείνον μεγάλη παρηγοριά ένας άνθρωπος να του προσφέρει λίγο δροσερό νερό, λίγη βοήθεια, λίγο νοιάξιμο στην πραγματικότητα.
Η L.S., θύμα κακοποίησης που κατάφερε να διαφύγει μαζί με την 4χρονη κόρη της από το Σουδάν, αισθάνεται ευνοημένη και μόνο που οι δυο τους είναι ζωντανές, κι ας ζουν εκτεθειμένες σε δεκάδες κινδύνους. Για ένα ακόμα καλοκαίρι ελπίζει μόνο να μπορέσει να εξασφαλίσει στην ίδια και στο παιδί της προστασία, αξιοπρέπεια, υγεία.
|