Πολλαπλά είναι τα οφέλη της υποβολής σε ολική αρθροπλαστική ισχίου, καθώς, πέραν της βελτίωσης της ποιότητας ζωής που προσφέρει, μπορεί να αυξήσει ελαφρά και το προσδόκιμο ζωής εντός της δεκαετίας μετά την επέμβαση. Σε αρθροπλαστική ισχίου υποβάλλονται οι ασθενείς με οστεοαρθρίτιδα, την πιο συχνή μορφή αρθρίτιδας που προκύπτει από τη φθορά των χόνδρων, των συνδέσμων και των οστών της άρθρωσης, εξαιτίας της γήρανσης αλλά και εξαιτίας τραυματισμού.

«Οι περισσότεροι ασθενείς με συμπτωματική οστεοαρθρίτιδα υποβάλλονται σε ολική αρθροπλαστική ισχίου για να ανακουφιστούν από τον επίμονο πόνο, που δεν ανταποκρίνεται σε καμία άλλη θεραπεία. Η εξάλειψή του και η μεγαλύτερη κινητικότητα των αρθρώσεων επιφέρουν βελτίωση της δραστηριότητας των ασθενών και της ποιότητας ζωής. Από τη συγκεκριμένη μελέτη φαίνεται ότι προσθέτει και χρόνια ζωής τη δεκαετία μετά τη χειρουργική επέμβαση, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο σε ηλικία και φύλο πληθυσμό. Αν και είναι πολυπαραγοντικοί οι λόγοι της αύξησης της επιβίωσης, μεταξύ αυτών είναι και ότι η εξάλειψη του πόνου και η καλύτερη λειτουργικότητα της άρθρωσης καθιστά ικανούς τους ασθενείς να κινούνται περισσότερο. Συνέπεια αυτού είναι η βελτίωση της καρδιαγγειακής τους υγείας και η διατήρηση του βάρους τους σε φυσιολογικά επίπεδα, με τα γνωστά σε όλους οφέλη», διευκρινίζει ο εξειδικευμένος στις αρθροπλαστικές ισχίου και γόνατος ορθοπαιδικός χειρουργός Δρ. Αθανάσιος Τσουτσάνης.

Σύμφωνα με τη δημοσιευμένη μελέτη στο Clinical Orthopaedics and Related Research, ο Peter Cnudde, MD και οι συνάδελφοί του χρησιμοποίησαν δεδομένα από το σουηδικό μητρώο αρθροπλαστικής ισχίου για να εντοπίσουν 131.808 ασθενείς που υποβλήθηκαν σε ολική αρθροπλαστική της άρθρωσης. Οι ερευνητές συνέκριναν την επιβίωση των ασθενών ή τη σχετική επιβίωση με δεδομένα επιβίωσης ανά ηλικία και φύλο του σουηδικού πληθυσμού. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπάρχει αύξηση στο ποσοστό επιβίωσης εντός της δεκαετίας μετά την επέμβαση. Συγκεκριμένα, οι χειρουργημένοι ασθενείς είχαν 1% αυξημένο ποσοστό επιβίωσης 1 χρόνο μετά από μετά την επέμβαση, ποσοστό που αυξήθηκε στο 3% μετά από 5 χρόνια. Μετά από 10 χρόνια, η διαφορά ήταν 2% και μετά από 12 χρόνια το ποσοστό μεταξύ εκείνων που είχαν υποβληθεί σε ολική αρθροπλαστική ισχίου και του γενικού πληθυσμού εξισώθηκε. Επίσης, παρατηρήθηκε παρόμοιο ποσοστό επιβίωσης στους ασθενείς που υποβλήθηκαν σε ολική αρθροπλαστική ισχίου λόγω της νόσου του ισχίου της παιδικής ηλικίας.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, η διαφορά ήταν σημαντική κυρίως στους ασθενείς που διαγνώστηκαν με πρωτογενή οστεοαρθρίτιδα. Αυτή η πάθηση, που αφορά  τη φθορά της άρθρωσης λόγω της γήρανσης, αντιστοιχούσε στο 91% των ασθενών που υποβλήθηκαν σε ολική αρθροπλαστική ισχίου. Ωστόσο, σε ασθενείς με άλλες διαγνώσεις – συμπεριλαμβανομένης της οστεονέκρωσης, της φλεγμονώδους αρθρίτιδας και της δευτεροπαθούς οστεοαρθρίτιδας – η επιβίωση μετά από την ολική αρθροπλαστική ισχίου ήταν μικρότερη σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό. Δεν αποτελεί έκπληξη και το γεγονός ότι οι ασθενείς με περισσότερες συννοσηρότητες είχαν μικρότερη επιβίωση μετά από την υποβολή τους σε ολική αρθροπλαστική ισχίου. Επίσης, μικρότερη επιβίωση παρατηρήθηκε στους ανύπαντρους ασθενείς αλλά και σε όσους δεν είχαν υψηλή εκπαίδευση.

Κατά τον Δρ. Cnudde τα ευρήματα της μελέτης δεν θα πρέπει να προτρέψουν τους χειρουργούς να συστήνουν στους ασθενείς τους την ολική αρθροπλαστική ισχίου μόνο και μόνο για να ζήσουν περισσότερο. Όμως, είναι πιθανό μετά από μια επιτυχή επέμβαση οι ασθενείς να έχουν περισσότερες πιθανότητες να παρατείνουν τη ζωή τους.

Σύμφωνα με τον Δρ. Τσουτσάνη, η πρόληψη ή η καθυστέρηση της εκδήλωσης της πάθησης είναι το αρχικό ζητούμενο. Αυτή μπορεί να επιτευχθεί με τη διατήρηση ενός κανονικού βάρος και την τακτική άσκηση, η οποία ενδυναμώνει τους μυς γύρω από την άρθρωση. Οι δυνατότεροι μύες βοηθούν στην αποφυγή φθοράς του χόνδρου της άρθρωσης του ισχίου. Στην περίπτωση αποτυχίας των μέτρων αυτών (ή όταν κληρονομικοί λόγοι ή τραυματισμός είναι η αιτία της εκδήλωσής της) αλλά και των προσπαθειών ελέγχου των συμπτωμάτων με συντηρητικά μέσα, η οστεοαρθρίτιδα θεραπεύεται χειρουργικά. Ειδάλλως, η κάθε κίνηση του ασθενή  επηρεάζεται, καθιστώντας τη ζωή του βασανιστική.

«Η αντικατάσταση ισχίου είναι μια χειρουργική διαδικασία κατά την οποία το ισχίο αφαιρείται και αντικαθίσταται με μια τεχνητή άρθρωση. Τέτοιες χειρουργικές αντικαταστάσεις πραγματοποιούνται εδώ και χρόνια και οι χειρουργικές τεχνικές βελτιώνονται συνεχώς. Οι ελάχιστα επεμβατικές χειρουργικές τεχνικές που έχουν αναπτυχθεί τις τελευταίες δεκαετίες έχουν περιορίσει σημαντικά την ταλαιπωρία των ασθενών. Όμως, υπάρχουν πολλές που διαφημίζονται ως ελάχιστα επεμβατικές μα στην ουσία είναι τεχνικές μόνο μειωμένων τομών. Η λιγότερο επεμβατική τεχνική είναι η AMIS (Anterior Minimally Invasive Surgery – Πρόσθια Ελάχιστης Επεμβατικότητας Χειρουργική) και η μοναδική ατραυματική. Στην πραγματικότητα, στη πρόσθια προσπέλαση ο χειρουργός περνά ανάμεσα από μυϊκούς και νευρικούς ιστούς για να φτάσει στην άρθρωση, οπότε ο κίνδυνος τραυματισμού των μυών, των τενόντων, των αγγείων και των νεύρων εξαλείφεται. Αποτέλεσμα αυτού είναι ο ασθενής, έχοντας σημαντικά μικρότερο κίνδυνο διεγχειρητικών και μετεγχειρητικών επιπλοκών, να αναρρώνει γρηγορότερα», επισημαίνει ο Δρ. Τσουτσάνης.

Η απλοποίηση της επέμβασης καθιστά ευκολότερη την απόφαση για επέμβαση αντικατάστασης ισχίου, η οποία προσθέτει και ζωντάνια στα χρόνια που θα ζήσει ο ασθενής και χρόνια στη ζωή του.

 

#########