Καινοτόμες τεχνικές, υλικά και ιατρικές συσκευές έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια, φέρνοντας επανάσταση στην αντιμετώπιση των καρδιαγγειακών παθήσεων, του εμφράγματος και των εγκεφαλικών.

 

 

Όλες οι τελευταίες εξελίξεις γύρω από την «Καινοτομία στην καρδιαγγειακή ιατρική» θα συζητηθούν στο διεθνές, ετήσιο συνέδριο Heart, Vessels & Stroke, το οποίο θα πραγματοποιηθεί 27-29 Ιανουαρίου στην Αθήνα. Ειδικότερα, στο συνέδριο που παίρνουν μέρος διακεκριμένοι ξένοι ομιλητές, θα συζητηθούν θέματα όπως:

  • Νέου τύπου στεντ

Τα τελευταία χρόνια, έχει αναπτυχθεί ένας νέος τύπος στεντ, το λεγόμενο βιοαπορροφήσιμο. Τα υπάρχοντα μεταλλικά στεντ, επειδή παραμένουν μόνιμα εμφυτευμένα στο τοίχωμα του αγγείου, περιορίζουν σημαντικά μελλοντικές θεραπευτικές επιλογές, όπως η αορτοστεφανιαία παράκαμψη στην περιοχή εμφύτευσής του. Επίσης, στο τοίχωμα του αγγείου μπορεί να δημιουργηθεί ουλή λόγω φλεγμονώδους αντίδρασης στην παρουσία του μεταλλικού στεντ.

Το νέο βιοαπορροφήσιμο στεντ έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να κρατάει τις αρτηρίες ανοιχτές για 3 χρόνια και στη συνέχεια να διαλύεται με φυσικό τρόπο μέσα στο σώμα, όπως γίνεται και με τα εσωτερικά ράμματα. Είναι φτιαγμένο από πολυγαλακτικό οξύ, παρόμοιο με το υλικό που χρησιμοποιείται στα εσωτερικά ράμματα.

Μετά την εμφύτευσή του απελευθερώνει τοπικά φαρμακευτική ουσία, που εμποδίζει την επαναστένωση. Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητά του, έχει αποδειχθεί με μεγάλες τυχαιοποιημένες μελέτες. Μεταβολίζεται μετά από 2-3 χρόνια, μέσω της φυσικής διαδικασίας της υδρόλυσης στον οργανισμό.

Ο νέος τύπος στεντ ενδείκνυται για ασθενείς που πάσχουν από επιμήκεις στενώσεις των στεφανιαίων αρτηριών ειδικά στην πρόσθια κεντρική αρτηρία. Αποτελεί ελπιδοφόρα εξέλιξη ειδικά για νέους ανθρώπους, οι οποίοι θα χρειασθούν αρκετές επαναληπτικές επεμβάσεις στα αγγεία, λόγω εξέλιξης της στεφανιαίας νόσου.

Φέτος, συμπληρώνονται 40 χρόνια από την εφαρμογή της πρώτης αγγειοπλαστικής επέμβασης από τον καρδιολόγο Andreas Gruntzig στη Ζυρίχη. Η επέμβαση έχει σώσει εκατ. ζωές σε όλο τον κόσμο και σήμερα η πρωτογενής αγγειοπλαστική αποτελεί την πιο αποτελεσματική θεραπεία του οξέος εμφράγματος.

Η πρωτογενής αγγειοπλαστική βελτιώνει την πρόγνωση και μειώνει τη θνησιμότητα συμβάλλοντας ουσιαστικά και στην ελάττωση του χρόνου νοσηλείας. Η πλήρης και επαρκής αποκατάσταση της αιμάτωσης επιτυγχάνεται στην πρωτογενή αγγειοπλαστική σε ποσοστό πέραν του 90%! Κρίσιμος παράγοντας αποτελεί η ταχύτητα προσέλευσης του ασθενούς σε νοσοκομείο με κατάλληλη υποδομή. Πλέον και στην Ελλάδα σε αρκετά νοσοκομεία προσφέρεται η δυνατότητα πρωτογενούς αγγειοπλαστικής.

Το πρώτο στεντ τοποθετήθηκε σε ανθρώπινη στεφανιαία αρτηρία το 1986, στην Τουλούζη της Γαλλίας, από τους Ζακ Puel και Ulrich Sigwart. Η τεχνολογική εξέλιξη του στεντ τόσο όσον αφορά τα ευγενή μέταλλα κατασκευής, όσο και την επικάλυψή τους από διάφορες φαρμακευτικές ουσίες που απελευθερώνουν στο τοίχωμα του αγγείου, οδήγησαν στην ακόμη μεγαλύτερη μείωση των ποσοστών επαναστένωσης, επιφέροντας επανάσταση στην επεμβατική καρδιολογία.

 

  • Αντιμετώπιση εγκεφαλικών επεισοδίων

Στην Ελλάδα πρόσφατες επιδημιολογικές μελέτες έδειξαν ότι η ετήσια επίπτωσή των αγγειακών, εγκεφαλικών επεισοδίων κυμαίνεται περίπου στους 310/100.000, στις ηλικίες 45-85 ετών. Οι άνδρες προσβάλλονται πιο συχνά (362/100.000) από τις γυναίκες (271/100.000).

Τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια (AEE) αποτελούν διεθνώς την πιο συχνή αιτία μόνιμης αναπηρίας και ταυτόχρονα την τρίτη αιτία θανάτου μετά τις καρδιακές παθήσεις και τον καρκίνο. Σε περιόδους οικονομικής κρίσης αυξάνονται καθώς επιδεινώνεται η ποιότητα διατροφής των ανθρώπων, μεγαλώνει το άγχος, η κατάθλιψη, το κάπνισμα και οι καταχρήσεις.

Στο συνέδριο θα συζητηθούν νέες μέθοδοι αντιμετώπισης του προβλήματος. Ειδικότερα, τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανιστεί διάφορα συστήματα μηχανικής θρομβεκτομής, τα οποία προωθούνται στην περιοχή του θρόμβου και τον απομακρύνουν, είτε με αναρρόφηση, είτε με «σύλληψη», σε συνδυασμό ή όχι με ενδοφλέβια θρομβόλυση.

Η θρομβεκτομή θα πρέπει να γίνεται μόνο σε εξειδικευμένα για εγκεφαλικά επεισόδια κέντρα. Γι’ αυτό, οι ειδικοί καλούν τους φορείς χάραξης πολιτικής για την υγεία της Ευρώπης να εξασφαλίσουν την πλήρη κάλυψη με τέτοια κέντρα, ώστε οι ασθενείς με οξύ ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο να έχουν έγκαιρη πρόσβαση σε μηχανική θρομβεκτομή όταν χρειάζεται.

Πάντως, σήμερα με τη βοήθεια αυτής της τεχνικής οι γιατροί είναι σε θέση να αποκαταστήσουν τη ροή του αίματος στα αγγεία σε πάνω από το 80% των περιπτώσεων, ποσοστό που θεωρείται αρκετά σημαντικό, καθώς πριν από 6-7 χρόνια αυτή η τεχνική μπορούσε να εφαρμοστεί μόνο στο 30-40% των περιπτώσεων.

Παρά τις τελευταίες εξελίξεις στον τομέα της μηχανικής θρομβεκτομής, η ενδοφλέβια θρομβόλυση  εξακολουθεί να αποτελεί βασικό και αξιόπιστο μέσο στην  θεραπεία του εγκεφαλικού επεισοδίου. Δυστυχώς, τις περισσότερες φορές οι ασθενείς δεν φτάνουν έγκαιρα στο νοσοκομείο για αυτή τη θεραπεία ή έχουν αντενδείξεις για τη χορήγηση αυτού του φαρμάκου.

Το κοινωνικό-οικονομικό κόστος των εγκεφαλικών είναι τεράστιο. Ένα μήνα μετά το εγκεφαλικό, το 26% των ασθενών έχει ήδη πεθάνει. Ένα χρόνο μετά, η θνησιμότητα έχει φθάσει στο 37% και από τους επιζώντες το ένα τρίτο περίπου είναι ανάπηροι και χρειάζονται συνεχή βοήθεια, υποστήριξη και επίβλεψη.

 

 

 

  • Νέες τεχνικές αντικατάστασης αορτικών βαλβίδων

Η στένωση της αορτικής βαλβίδας αποτελεί την πιο συχνή επίκτητη πάθηση της καρδιάς. Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις, περίπου 4,6% των ενηλίκων μεγαλύτερων των 75 ετών πάσχει από στένωση αορτικής βαλβίδας.

Τα τελευταία χρόνια έχουν επιτελεστεί άλματα στην αντιμετώπιση της νόσου αυτής. Θεραπεία εκλογής για τη σοβαρή συμπτωματική στένωση αορτής είναι η αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας με μεταλλικό ή βιοπροσθετικό μόσχευμα σε ανοικτή χειρουργική επέμβαση.

Η μέθοδος απαιτεί διάνοιξη του στέρνου, σύνδεση με το μηχάνημα εξωσωματικής κυκλοφορίας και στη συνέχεια αφαίρεση της εκφυλισμένης βαλβίδας και αντικατάστασή της με μια καινούρια, βιολογική ή μηχανική. Η μέθοδος είναι ασφαλής, με θνησιμότητες κάτω του 2% σε περιστατικά ρουτίνας.

Ωστόσο, έγκυρες μελέτες έχουν δείξει ότι ένας στους τρεις ασθενείς ηλικίας μεγαλύτερης των 75 ετών με σοβαρή συμπτωματική στένωση δεν υποβάλλονται σε χειρουργική αντικατάσταση της βαλβίδας, παρά το γεγονός ότι αυτό αποτελεί την μόνη σωστή θεραπεία. Αιτία είναι ο υψηλός ή απαγορευτικός χειρουργικός κίνδυνος για μία τέτοια επέμβαση, καθώς συνήθως οι ασθενείς πάσχουν και από άλλα νοσήματα, όπως νεφρική ανεπάρκεια, σοβαρή πνευμονοπάθεια κλπ.

Το γεγονός αυτό οδήγησε στην επινόηση νέων διαδερμικών μεθόδων και τεχνικών που να επιτρέπουν την αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας χωρίς τομή του στέρνου στερνοτομής. Προς την κατεύθυνση αυτή έχουν αναπτυχθεί διάφορες μέθοδοι προσέγγισης της βαλβίδας (Διαμηριαία, Διακορυφαία, Διαορτική, Διαυποκλείδια). Η διαδερμική αντικατάσταση αποτελεί την καλύτερη επιλογή σε ασθενείς υψηλού κινδύνου ή με αντενδείξεις για χειρουργική επέμβαση.

Μέχρι σήμερα, χιλιάδες ασθενείς έχουν υποβληθεί παγκόσμια, σε διαδερμική εμφύτευση αορτικής βαλβίδας με υψηλά ποσοστά επεμβατικής επιτυχίας (97%). Τα ποσοστά θνητότητας ήταν χαμηλότερα από τα προβλεπόμενα με την περιεγχειρητική θνητότητα να υπολογίζεται στο 1,5% και τη θνητότητα στις 30 ημέρες, στο 8%.

Τελευταία εξελίχθηκε ένα νεότερο «όπλο»: οι βαλβίδες ταχείας έκπτυξης. Αυτές αποτελούν μια τεχνολογία ενδιάμεση μεταξύ της κλασικής αντικατάστασης και της εμφύτευσης μέσω καθετήρα. Οι πρώτες μελέτες από τη χρήση των βαλβίδων αυτών είναι πολύ ενθαρρυντικές. Οι βαλβίδες ταχείας έκπτυξης είναι αποκλειστικά βιολογικές και όχι μηχανικές.

Όλες οι παραπάνω τεχνικές αλληλοσυμπληρώνονται, αφού καθεμία έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Απαιτείται εξατομικευμένη προσέγγιση στις ανάγκες κάθε ασθενή, ώστε να επιλεγεί η καταλληλότερη μέθοδος.

 

  • Νέα τεχνική για την ανεπάρκεια της μιτροειδούς βαλβίδας

Η ανεπάρκεια της μιτροειδούς βαλβίδας της καρδιάς αποτελεί τη συνηθέστερη βαλβιδοπάθεια. Εκτιμάται ότι περίπου το 8% του πληθυσμού ηλικίας άνω των 75 ετών πάσχει από τουλάχιστον μετρίου βαθμού ανεπάρκεια της μιτροειδούς. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μέρος του αίματος να παλινδρομεί προς τους πνεύμονες.

 

 

 

 

 

 

 

Η σοβαρή ανεπάρκεια της μιτροειδούς προκαλεί συμπτώματα όπως εύκολη κόπωση και δύσπνοια, προδιαθέτει στην ανάπτυξη αρρυθμιών, όπως η κολπική μαρμαρυγή, η οποία με τη σειρά της αυξάνει τον κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου. Η φαρμακευτική αγωγή βελτιώνει προσωρινά την κατάσταση, αλλά δεν επαρκεί αφού η αιτία είναι μηχανική. Η χειρουργική αντιμετώπιση ενδείκνυται στην περίπτωση που ο ασθενής πάσχει από στεφανιαία νόσο και πρέπει να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση bypass. Διαφορετικά, το όφελος από την επέμβαση είναι αμφίβολο και ο κίνδυνος της επέμβασης σημαντικός.

Τα τελευταία χρόνια, έχουν αναπτυχθεί διάφορες, χειρουργικές προσεγγίσεις. Η μόνη τεχνική που βρίσκει ευρεία κλινική εφαρμογή είναι η λεγόμενη «Διαδερμική Επιδιόρθωση Ανεπάρκειας Μιτροειδούς Βαλβίδας με το σύστημα Mitra-Clip».

Η επέμβαση χαρακτηρίζεται από χαμηλή περι-εγχειρητική θνητότητα και νοσηρότητα, μικρή διάρκεια νοσηλείας, σημαντική μείωση του βαθμού της ανεπάρκειας, σημαντική λειτουργική βελτίωση και μείωση ανάγκης επανεισαγωγών, ενώ πιθανά συμβάλει στη βελτίωση της επιβίωσης των ασθενών.

Γενικά, η τεχνική δεν λύνει την ανεπάρκεια της μιτροειδούς, αλλά δείχνει να προσφέρει οφέλη σε ασθενείς υψηλού κινδύνου.

 

  • Ψηφιακή Υγεία

Οι ηλεκτρονικές υπηρεσίες υγείας και η χρήση ψηφιακών συσκευών αναμένεται να επιφέρουν μεγάλες αλλαγές στο σύστημα υγείας μέσα στα επόμενα χρόνια. Ήδη ένας μεγάλος αριθμός καταναλωτών στην Αμερική διαθέτει ηλεκτρονικές συσκευές υγείας και αναμένεται ο αριθμός αυτός να διπλασιαστεί έως το 2020 (από το 22% που ήταν το 2015 τουλάχιστον στο 43% το 2020).

Μάλιστα, σύμφωνα με μελέτη της Accenture, το 57% των καταναλωτών στην Αμερική παρακολουθεί online τις προσωπικές τους ιατρικές πληροφορίες, όπως τα αποτελέσματα εξετάσεών του, ενώ το 37% έχει online το ιατρικό του ιστορικό και το 34% παρακολουθεί online τη σωματική του δραστηριότητα μέσω των συσκευών που διαθέτει.

Η ίδια μελέτη εκτιμά ότι το 2014 η εξοικονόμηση πόρων στην περίθαλψη λόγω χρήσης ψηφιακών συσκευών έφτασε στα 6 δισ. δολάρια, το 2015 στα 10 δισ. δολάρια, το 2016 στα 18 δισ. δολάρια, ενώ για το 2017 θα αγγίξει τα 30 δισ. δολάρια και το 2018 έως τα 50 δισ. δολάρια.

Μείζον πρόβλημα ωστόσο είναι ότι πολλές χώρες εμφανίζονται ανέτοιμες τόσο στην αξιολόγηση των νέων, τεχνολογιών υγείας, όσο κυρίως στην αποζημίωσή τους. Ωστόσο, είναι ξεκάθαρο ότι το μέλλον στην υγειονομική περίθαλψη ανήκει σε ηλεκτρονικές υπηρεσίες υγείας και συσκευές.

#########