Ο καθημερινός λιγοστός ύπνος έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία και ομορφιά του δέρματος, αφού του στερεί τα απαραίτητα συστατικά και το οξυγόνο που το κρατούν νεανικό και σφριγηλό. Και αυτό διότι δεν έχει αρκετό χρόνο να αντιμετωπίσει τις  βλάβες που προκαλούνται από τις επιθέσεις που δέχεται κατά τη διάρκεια της ημέρας. Έτσι, το δέρμα αφυδατώνεται, σχηματίζει ρυτίδες ή εμβαθύνει τις υπάρχουσες και εμφανίζει μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια.

«Τα τελευταία δύο χρόνια που ο SARS-CoV-2 έχει εισβάλει στη ζωή μας, έχει παρατηρηθεί, στους πληθυσμούς όλων των χωρών που έχουν πληγεί, μια έκπτωση στην ποιότητα του ύπνου. Μελέτη που πραγματοποιήθηκε το 2020 αποκάλυψε ότι το 98% των ανθρώπων που συμμετείχαν ισχυρίστηκαν ότι έχουν αλλάξει τις συνήθειες του ύπνου τους και το 67% ότι κοιμούνταν καλύτερα πριν από την πανδημία.

Αυτές οι αλλαγές, όμως, έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία, αφού οι 7-9 ώρες ύπνου καθημερινά είναι αναγκαίες για την αντιμετώπιση των μικροτραυματισμών που προκύπτουν (μέσω της ανάπλασης των ιστών), των φλεγμονών, την αφομοίωση των πληροφοριών που δέχεται ο εγκέφαλος και την επεξεργασία τους, την επούλωση και επιδιόρθωση των αιμοφόρων αγγείων, τη διατήρηση της ισορροπίας των ορμονών, κ.ά. Συγκεκριμένα για το δέρμα, οι λίγες ώρες ύπνου επηρεάζουν την ανοσολογική απόκριση, και επιφέρουν επιπτώσεις στην παραγωγή κολλαγόνου και ελαστίνης, και τελικά στην εμφάνιση ρυτίδων και άλλων σημαδιών γήρανσης», επισημαίνει ο Γεώργιος Βελημβασάκης, MD, FEBOPRAS, Πλαστικός Επανορθωτικός και Αισθητικός Χειρουργός.

Στη συγκεκριμένη μελέτη που πραγματοποιήθηκε πέρυσι διαπιστώθηκε από τους ερευνητές ότι το δέρμα παρουσίασε αφυδάτωση, θαμπάδα και αυξημένα σημάδια απολέπισης ακόμα και με μια μόνο μέρα ελλιπούς ύπνου. Το δέρμα φαινόταν λιγότερο διαφανές, με έντονη απώλεια ελαστικότητας και πιο βαθιές ρυτίδες. Όσο περνούσε ο καιρός, οι επιπτώσεις της αφυδάτωσης επιδεινώνονταν.

Σε μια άλλη μελέτη λήφθηκαν φωτογραφίες από άτομα που δεν κοιμούνταν καλά και στη συνέχεια δόθηκαν σε άγνωστους ανθρώπους για να διαπιστωθεί εάν θα εντόπιζαν σημάδια της αϋπνίας. Οι παρατηρητές διαπίστωσαν ότι οι συμμετέχοντες είχαν πεσμένα και πρησμένα βλέφαρα και κόκκινα μάτια, μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, χλωμό δέρμα και εντονότερες ρυτίδες. Επισήμαναν, επίσης, τις λεπτές γραμμές και την “πτώση” του στόματος. Όσοι στερούνταν ύπνο φαίνονται πιο λυπημένοι από εκείνους που είχαν “χορτάσει” τον ύπνο τους.

«Η στέρηση ύπνου επηρεάζει τα μάτια, το στόμα και το δέρμα του προσώπου – που είναι σημαντικά στην επικοινωνία, καθώς ο συνομιλητής εστιάζει σε αυτά. Επομένως, ο μικρής διάρκειας ύπνος και η κούραση μπορεί να έχουν και σημαντικές κοινωνικές συνέπειες», επισημαίνει ο κ. Βελημβασάκης.

Οι μελέτες αυτές είναι μόνο ένα μικρό δείγμα του τεράστιου αριθμού μελετών που διεξάγονται για τον ύπνο. «Οι περισσότερες έχουν αναφέρει αλλαγές στις βιοφυσικές ιδιότητες του δέρματος, όπως το μέγεθος των πόρων του προσώπου, τον τόνο, την ενυδάτωση, την ελαστικότητα, τη διαφάνεια και το ξεφλούδισμα του δέρματος καθώς και τη ροή του αίματος μετά από συνεχή στέρηση ύπνου.

Τελευταία διαπιστώθηκε ότι μια από τις αιτίες που κοιμόμαστε λιγότερο είναι και η παρατεταμένη ενασχόλησή μας με τα κινητά τηλέφωνα, τάμπλετ κλπ. Η επιδημία COVID-19 έχει αυξήσει τον μέσο χρόνο που περνάμε ημερησίως κοιτώντας μια οθόνη, αφού η εκπαίδευση και η εργασία γίνονται συχνά μέσω διαδίκτυου, και παράλληλα έχει μειώσει τις ευκαιρίες για κοινωνικές επαφές.

Έτσι, στραφήκαμε στη χρήση smartphone για κοινωνική αλληλεπίδραση με αποτέλεσμα η υπερέκθεση να επιδεινώσει τη συνολική ποιότητα του ύπνου, αφού το μπλε φως παρεμβαίνει στην παραγωγή μελατονίνης και στον κιρκαδικό ρυθμό με συνέπεια να κοιμόμαστε καθημερινά λιγότερο. Όταν η μειωμένη και κακή ποιότητα ύπνου δεν περιορίζεται σε μερικές μέρες, αλλά για περισσότερο από ένα μήνα, ή ακόμα και μόνιμα, αλλάζει  η δομή του δέρματος, και τα σημάδια γήρανσης γίνονται εντονότερα», προσθέτει.

Ωστόσο, δεν είναι πάντοτε εύκολο να τροποποιηθούν οι συνθήκες ζωής για να αποφευχθούν οι δερματικές βλάβες. Έτσι, η μοναδική λύση είναι οι αισθητικές μικροπαρεμβάσεις που προφυλάσσουν, ανανεώνουν και αναγεννούν την επιδερμίδα.

Για τις ρυτίδες οι δύο πιο γνωστές μέθοδοι είναι η χρήση αλλαντικής τοξίνης (botox) και υαλουρονικού οξέος. Η πρώτη είναι μία ενέσιμη θεραπεία που προσφέρει θεαματικά αποτελέσματα χωρίς να αλλάζει ριζικά η όψη του προσώπου. Το υαλουρονικό οξύ είναι ένα φυσικό υδρόφιλο συστατικό του δέρματος, που έχει την ικανότητα να προσελκύει το νερό και να χαρίζει ενυδάτωση και όγκο στα σημεία του προσώπου που έχουν ανάγκη. Όταν με το πέρασμα του χρόνου εξασθενεί, η έγχυση συνθετικού υαλουρινικού οξέος μπορεί να λειάνει τις ρυτίδες και να βελτιώσει το περίγραμμα του προσώπου που έχει διαταραχθεί λόγω της χαλάρωσης του δέρματος.

Ιδιαίτερα αποτελεσματική είναι και η χρήση fractional laser, το οποίο, μεταξύ άλλων, λειαίνει τις ρυτίδες, συσφίγγει το δέρμα και συστέλλει τους διεσταλμένους πόρους. Αλλά η πιο δοκιμασμένη απ’ όλες είναι η μεσοθεραπεία, αφού εφαρμόζεται εδώ και 70 χρόνια. Πρόκειται για μια στοχευμένη θεραπεία που παρέχει ακριβώς στα σημεία που έχουν ανάγκη ένα κοκτέιλ βιταμινών, αμινοξέων, αντιοξειδωτικών ουσιών, μεταλλικών στοιχείων και υαλουρονικού οξέος που επιτρέπουν στο δέρμα να αναγεννηθεί.

Οι μαύροι κύκλοι που εμφανίζονται πολύ συχνά σε άτομα που δεν κοιμούνται αρκετά μπορούν να αντιμετωπιστούν και αυτά με υαλουρονικό οξύ, laser, μεσοθεραπείες αλλά και με τις απολαυστικές μάσκες υδρογέλης.

«Η έλλειψη ύπνου προκαλεί στρες, οδηγώντας σε σημαντική αύξηση της κορτιζόλης, η οποία προκαλεί αντιδράσεις που έχουν ως τελικό αποτέλεσμα τη διάσπαση της  ελαστίνης, το κολλαγόνου και του υαλουρονικού οξέος. Αυτή η έκρηξη επηρεάζει επίσης και τη λειτουργία των ινοβλαστών – των κυττάρων που δημιουργούν νέο κολλαγόνο. Η εξασφάλιση περισσότερου χρόνου για ποιοτικό ύπνο μπορεί να προστατεύσει από αυτές τις αντιδράσεις και να καθυστερήσει αρκετά τα σημάδια της γήρανσης», καταλήγει ο ιατρός Γεώργιος Βελημβασάκης.

#########