Έξι μήνες μετά την κήρυξη της πανδημίας και τη δημοσίευση μέτρων για τον έλεγχό της, όπως η εργασία από το σπίτι, οι άδειες ειδικού σκοπού και άλλα σχετικά μέτρα, αποδεικνύεται ότι υπάρχει έλλειψη συντονισμού και συνεργασίας των υπηρεσιών της πολιτείας με τους αρμόδιους επιστημονικούς φορείς, ώστε οι λαμβανόμενες αποφάσεις να είναι σαφείς, να μην δημιουργούν διακρίσεις και αδικίες, να είναι επιστημονικά τεκμηριωμένες και να ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες των ασθενών και των οικογενειών τους.

Η Ελληνική Ομοσπονδία Καρκίνου, δέχεται όλη την τελευταία εβδομάδα, πλήθος διαμαρτυριών και τηλεφωνημάτων από όλη την Ελλάδα, από ανθρώπους που βρίσκονται σε απόγνωση, ιδιαίτερα μεταξύ της κοινότητας των εκπαιδευτικών που έχουν νοσήσει από καρκίνο ή έχουν άτομο της οικογένειάς τους που νοσεί, οι οποίοι με έκπληξη διαπίστωσαν ότι στις νέες επικαιροποιημένες Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις και τις σχετικές εγκυκλίους, θέτονται νέα αυστηρότερα κριτήρια υπαγωγής τους σε ευπαθείς ομάδες που τους διαφοροποιούν αυθαίρετα από άλλα άτομα με απολύτως ανάλογα προβλήματα, ενώ θέτουν και διακρίσεις μεταξύ του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Έτσι τους αφαιρείται η δυνατότητα αποσπάσεων, ανακαλείται το υφιστάμενο από την έναρξη της πανδημίας καθεστώς, εκθέτοντας τόσο τους ίδιους όσο και τις οικογένειές τους σε υψηλό κίνδυνο σε στιγμή έξαρσης την πανδημίας με επικινδυνότητα πολύ μεγαλύτερη από την 1η φάση του Μαρτίου!!!

Συγκεκριμένα με τα ΦΕΚ 1856/Β΄- 15/5/2020, ΦΕΚ 3780/Β΄- 8/9/2020&ΦΕΚ 4011/Β΄- 18/9/2020, δημιουργείται σύγχυση μεταξύ εργαζομένων στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, δεδομένου ότι υπάρχει διαχωρισμός κριτηρίων για τον χαρακτηρισμό τους ως ευπαθών ομάδων και επιπλέον λαμβάνονται υπόψη νέα, αυθαίρετα αυξημένα, ποσοστά αναπηρίας  για αποσπάσεις εκπαιδευτικών τόσο για τους ίδιους, όσο και για μέλη της οικογένειάς τους. Τα ποσοστά αυτά διαφοροποιούνται από αυτά που μέχρι πρότινος ίσχυαν, χωρίς ευθεία αναλογία με τον πραγματικό κίνδυνο νόσησης από covid19 που αντιμετωπίζουν άτομα που έχουν νοσήσει από καρκίνο.

Επίσης, ενώ στα κριτήρια, με βάση τα οποία χαρακτηρίζονται ως ευπαθείς ομάδες, μαθητές που έχουν νοσήσει από κάποια μορφή νεοπλασίας, συμπεριλαμβάνεται χρονική περίοδος μετά το πέρας των θεραπειών, για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Από τα παραπάνω καθίσταται απολύτως σαφές ότι η αναθεώρηση και επικαιροποίηση των κατηγοριών των ευπαθών ομάδων δεν έγινε με ιατρικά κριτήρια και ότι άλλοι λόγοι υπερισχύουν της προτεραιότητας για την προστασία της υγείας της συγκεκριμένης κατηγορίας ασθενών με καρκίνο.

Όλα βέβαια ξεκινούν από τον πίνακα ποσοστών αναπηρίας, τα οποία έχουν βαρύνουσα σημασία στις αποφάσεις που παίρνονται, όμως δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα σε καμία περίπτωση και αυτό γιατί :

  • Μετά τις τελευταίες «καθαρά δημοσιονομικού χαρακτήρα» παρεμβάσεις στον σχετικό πίνακα ποσοστών αναπηρίας, μεγάλη μερίδα ασθενών εμφανίζεται με μειωμένα ποσοστά αναπηρίας, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι δεν ανήκει στις ομάδες υψηλού κινδύνου για την πανδημία του covid19
  • Είναι φανερό ότι δεν ελήφθη υπόψη το γεγονός ότι πολλοί ογκολογικοί ασθενείς  παραμένουν ανοσοκατασταλμένοι για μακρύ χρονικό διάστημα μετά το πέρας των θεραπειών, ενώ πολύ συχνά εμφανίζουν παρενέργειες, οι οποίες δεν τους καθιστούν μεν ανίκανους προς εργασία, ωστόσο ο κίνδυνος για την υγεία τους παραμένει πολύ μεγάλος, ιδιαίτερα εν μέσω μίας πανδημίας με τόσο μεγάλη μεταδοτικότητα.
  • Οι αποφάσεις που ελήφθησαν για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, κάνοντας διάκριση σε βάρος τους, είναι προφανές ότι αγνοούν την καθ’ ύλη αρμόδια επιστημονική κοινότητα, αφού η Εταιρεία Ογκολόγων Παθολόγων Ελλάδος, – ΕΟΠΕ, συντασσόμενη και με τις σχετικές διεθνείς ιατρικές εταιρείες, ορίζει ως άτομα που χρήζουν αυξημένης προσοχής και προστασίας, εκείνα που βρίσκονται χρονικά σε διάστημα έως και 6 μήνες μετά το πέρας των θεραπειών.
  • Οι αδικαιολόγητες επί τα χείρω τροποποιήσεις των υφιστάμενων αποφάσεων έρχονται τη στιγμή που η ίδια η πολιτεία επιχειρεί να αναδείξει τη σημασία της προφύλαξης και ιδιαίτερα των ευπαθών ομάδων και να στηρίξει τη βιωσιμότητα του συστήματος υγείας. Αποτελούν δε, μεγάλη αντίφαση που θίγει την αξιοπιστία της προσπάθειας και στέλνει ασαφή μηνύματα προς όλους τους αποδέκτες.
  • Η κοινότητα των εκπαιδευτικών ειδικότερα, αποτελεί λόγω του αντικειμένου και της αναγκαστικής συναναστροφής με μεγάλο αριθμό ατόμων, παιδιών και συναδέλφων, σε κλειστούς χώρους, μία κατηγορία ιδιαιτέρως υψηλού κινδύνου για τα άτομα που έχουν ιστορικό ογκολογικής πάθησης τα ίδια ή μέλη των οικογενειών τους. Με δεδομένο ότι τα σχολεία, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, δυνητικά αποτελούν μία «βόμβα» για την ταχεία εξάπλωση του ιού στην κοινωνία, είναι αναγκαίο να επαναπροσδιορισθούν οι προϋποθέσεις ένταξης σε ευπαθείς ομάδες, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες εργασίας και τους αυξημένους κινδύνους. Να ληφθεί επίσης υπόψη, ότι σχεδόν όλα τα τμήματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν αποφασίσει να λειτουργήσουν εξ αποστάσεως και κατά το ερχόμενο εξάμηνο.

Είναι ξεκάθαρο ότι η μόνη δίκαιη και αποτελεσματική επιλογή, είναι το να κρίνεται η ένταξη κάθε ογκολογικού ασθενούς εξατομικευμένα, αποκλειστικά με ιατρικά και κοινωνικά κριτήρια και χωρίς τις άδικες και άτοπες γενικεύσεις και φραγές που χρησιμοποιούνται κατά το δοκούν και κυρίως δημοσιονομικά. Αυτό έχει ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα σήμερα, που η χώρα μας βρίσκεται σε μία μάχη με την παγκόσμια πανδημία και η ατομική και συλλογική ευθύνη προέχουν.

Η Ελληνική Ομοσπονδία Καρκίνου, έχει ήδη στείλει σχετική επιστολή προς τα Υπουργεία Εργασίας & Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Εσωτερικών, Παιδείας, Υγείας, τον Υφυπουργό Πολιτικής Προστασίας και τον ΕΟΔΥ, με την οποία γνωστοποιεί τα συγκεκριμένα προβλήματα και απευθύνει έκκληση άμεσης παρέμβασης, προκειμένου να διευρυνθεί άμεσα η κατηγορία των ευπαθών ομάδων, ώστε να καλύπτει και τις πραγματικές περιπτώσεις ανθρώπων που αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα υγείας αλλά για γραφειοκρατικούς και άλλους λόγους δεν συμπεριλαμβάνονται στην υπουργική απόφαση και να λειτουργήσει, με βάση την προάσπιση της δημόσιας υγείας ως προτεραιότητα πέρα και πάνω από κάθε άλλη λογική.

Επιπλέον καλούμε την επιστημονική ιατρική κοινότητα να συνδράμει στην προσπάθεια αυτή με κάθε πρόσφορο τρόπο και να παρέχει κάθε κρίσιμη και δέουσα τεκμηριωμένη επιστημονική πληροφόρηση στις αρμόδιες αρχές και την πολιτεία, με στόχο να αρθούν οι όποιες αδικίες έχουν προκύψει.

Τέλος για ακόμη μία φορά τονίζουμε την ανάγκη στρατηγικής αντιμετώπισης του καρκίνου από την πολιτεία με την δημιουργία Διεύθυνσης Νεοπλασιών στο Υπουργείο Υγείας και τον ΕΟΔΥ, παράλληλα με την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Ινστιτούτου Νεοπλασιών, το οποίο δυστυχώς έχει παραπεμφθεί στις ρωμαϊκές καλένδες, καθώς καμία ενέργεια δεν έχει γίνει τους τελευταίους 15 μήνες από την πολιτεία, παρά το γεγονός ότι συμπεριλαμβάνεται στο Πρόγραμμα Υγείας για τον Καρκίνο του κυβερνώντος κόμματος.

#########