Ο καρκίνος του μαστού είναι η συχνότερη κακοήθεια στο γυναικείο σώμα. Σύμφωνα με υπολογισμούς αφορά το 26 % όλων των καρκίνων που εμφανίζονται σε γυναίκες, έναντι 14 %  του καρκίνου των πνευμόνων,  10 %  του καρκίνου των εντέρων, 6 %  του καρκίνου της μήτρας κλπ.Από πλευράς θνησιμότητας έρχεται δεύτερος ( 15 % των θανάτων των γυναικών οφείλονται σε καρκίνο του μαστού ) μετά τον καρκίνο των πνευμόνων. Υπολογίζεται ότι το 2009 εμφανίστηκαν 1.300.000 νέες περιπτώσεις καρκίνου του μαστού παγκοσμίως και απεβίωσαν περίπου 500.000 γυναίκες από αυτή τη νόσο.

Εκτιμάται  ότι μία (1) για κάθε οκτώ (8) γυναίκες στον ανεπτυγμένο κόσμο, θα διαγνωστεί με καρκίνο του μαστού στη διάρκεια της ζωής της. Ειδικότερα  στις Η.Π.Α. εκτιμάται ότι το 2009 πρωτοδιαγνώστηκαν 185.000 περίπου γυναίκες με καρκίνο μαστού (καθώς και 2.000 άντρες), ενώ 2.500.000 γυναίκες πάσχουσες από καρκίνο μαστών ζουν σήμερα στις Η.Π.Α. από τις οποίες άνω των 40.000 απεβίωσαν ( καθώς και περίπου 500 άντρες ) εντός του 2009.

Η θνησιμότητα για τον καρκίνο του μαστού ( όπως και για όλους τους καρκίνους ) εξαρτάται από το στάδιο στο οποίο έχει φτάσει η νόσος κατά το χρόνο της διάγνωσης. Σε πολύ αρχικό στάδιο διάγνωσης η  πενταετής επιβίωση φτάνει το 100 % ( στάδιο Ι ) . Σε στάδιο ΙΙa η πενταετής επιβίωση είναι 92 % ενώ σε στάδιο ΙΙβ 81 %. Σε στάδιο IIIa 67 % , σε ΙΙΙβ 54 % ενώ σε στάδιο IV είναι μόλις 20 % . Από τα ανωτέρω συμπεραίνεται ότι όσο πρωιμότερα διαγνωστεί η νόσος τόσο καλύτερη είναι η επιβίωση και επομένως αποτελεσματικότερη η θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου. Προσεκτική παρατήρηση των διεθνών στατιστικών δεδομένων αποκαλύπτει ότι η αυξητική τάση στην εμφάνιση νέων περιπτώσεων καρκίνου του μαστού τα τελευταία 30 χρόνια οφείλεται εν μέρει στην πρωιμότερη διάγνωση της νόσου, γεγονός το οποίο έχει αρχίσει να επηρεάζει θετικά την επιβίωση των ασθενών αυτών και μάλιστα σε ποσοστό μεγαλύτερο από ό,τι η εν τω μεταξύ συντελεσθείσα πρόοδος στις θεραπευτικές μεθόδους αντιμετώπισής της.

Επομένως, οτιδήποτε θα συντελούσε στην πρωιμότερη διάγνωση της νόσου θα προσέφερε αναμφίβολα στη μείωση της νοσηρότητας

(μικρότερες χειρουργικές επεμβάσεις, λιγότερη ανάγκη χημειοθεραπείας και λοιπών χειρισμών που επιβαρύνουν την ποιότητα ζωής των ασθενών),

και κυρίως της θνησιμότητας των πασχουσών γυναικών. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι δεν αρκεί η δημιουργία εξειδικευμένων κέντρων αντιμετώπισης των προχωρημένων σταδίων της νόσου αλλά περισσότερο αναγκαία είναι η ενημέρωση του γυναικείου πληθυσμού ώστε να υποβάλλεται τακτικά σε προληπτικό μαστολογικό έλεγχο και η ευαισθητοποίηση του ιατρικού προσωπικού (κάθε ειδικότητας) ώστε να υποβάλλει τις γυναίκες σε έλεγχο των μαστών τους σε κάθε ευκαιρία. Έτσι παθολόγοι, καρδιολόγοι, ενδοκρινολόγοι, χειρουργοί, ακτινολόγοι και γενικώς ιατροί που εξετάζουν γυναίκες άνω των 40 ετών οφείλουν να τις υποβάλλουν και σε κλινική εξέταση των μαστών τους και να τις ενημερώνουν για την ανάγκη του περιοδικού ελέγχου με μαστογραφίες. Πολλώ μάλλον οι γυναικολόγοι οφείλουν να συμπεριλαμβάνουν τους μαστούς στην εξέταση του γεννητικού συστήματος των γυναικών και τούτο διότι οι γυναικολόγοι έρχονται συχνότερα παντός άλλου ιατρού σε επικοινωνία με τις γυναίκες, έχουν σφυρηλατήσει στενότερες σχέσεις εμπιστοσύνης  μ’ αυτές (κατά τις συναισθηματικά φορτισμένες περιόδους

της κύησης και του τοκετού), είναι γνώστες των ενδοκρινικής αιτιολογίας αλλαγών που προκαλούνται στο γυναικείο οργανισμό άρα και στους μαστούς καταμηνίως ( φάσεις του γυναικείου κύκλου, κύηση, θηλασμός, εμμηνόπαυση, εμφάνιση ορμονοεξαρτώμενων καρκίνων μαστού ), εφαρμόζουν τακτικό προληπτικό έλεγχο στις γυναίκες (υπερηχογράφημα, test Παπανικολάου) και εν τέλει έχουν περισσότερες ευκαιρίες να τις εξετάζουν περιοδικά, να τις ενημερώνουν ορθά για την αξία των μαστογραφιών και να τους διδάσκουν την αυτοεξέταση των μαστών κατά την διάρκεια της ψηλάφησης των μαστών τους που πρέπει να περιλαμβάνεται στα πλαίσια της ετήσιας γυναικολογικής εξέτασης.

Αν και δεν υπάρχει ομοφωνία παγκοσμίως για τη συχνότητα του τακτικού περιοδικού ελέγχου των μαστών, η επικρατούσα άποψη είναι ότι τα καλύτερα αποτελέσματα όσον αφορά στη πρωιμότερη διάγνωση του καρκίνου του μαστού επιτυγχάνονται με α) αυτοεξέταση των μαστών ανά δίμηνο από την ηλικία των 20 ετών (κατά το τέλος της εμμήνου ρύσεως),

β) κλινική εξέταση των μαστών από ειδικό ιατρό ανά εξάμηνο από την ηλικία των 25 ετών, γ) μαστογραφία ανά έτος από την ηλικία των 40 ετών. Με δεδομένη την συχνότερη εμφάνιση της νόσου με την πάροδο των ετών η μαστογραφία και η κλινική εξέταση πρέπει να συνεχίζεται εφ’ όρου ζωής, ενώ οι μαστογραφίες ( συμπληρούμενες με κάθε πρόσφορη τεχνολογική μέθοδο – υπερηχογραφήματα, μαγνητικές τομογραφίες μαστών ) πρέπει να αρχίζουν νωρίτερα των 40 ετών σε γυναίκες με βεβαρυμένο οικογενειακό ιστορικό για καρκίνου μαστού – ωοθηκών κλπ.

Στα πλαίσια της ενημέρωσης του γυναικείου πληθυσμού –  και όχι μόνο –

για την πρόληψη του καρκίνου θα πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια αποφυγής συνηθειών (περιβαλλοντολογικών, διατροφικών κ.α.) που παρεμβάλλονται στη διαδικασία της καρκινογένεσης.

 

 

 

 

Λάζαρης Π. Δημήτριος

Επίκ. Καθηγητής Μαιευτικής & Γυναικολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών

Δ/ντής Μαιευτικής & Γυναικολογικής Κλινικής Νοσ. «Κωνσταντοπούλειο»

drlazaris@yahoo.com

#########