Απώτερες επιπλοκές των μεταγγίσεων χαρακτηρίζονται εκείνες που εμφανίζονται ημέρες έως μήνες μετά την μετάγγιση αίματος και παραγώγων του. Στην εμφάνισή τους μπορεί να εμπλέκεται άνοσος ή μη άνοσος μηχανισμός ή λοιμώδης παράγοντας. Η κλινική εικόνα ποικίλει από ήπια έως θανατηφόρα. Πολλές από τις αντιδράσεις στην μετάγγιση μπορούν να προληφθούν με την προσεκτική εφαρμογή των κανόνων ποιότητας, σε όλα τα στάδια, από τη συλλογή του αίματος έως την εφαρμογή της μετάγγισης.

 

Θα αναφερθούμε στις μη λοιμώδους αιτιολογίας απώτερες επιπλοκές των μεταγγίσεων, αφού στις μεταδιδόμενες με μεταγγίσεις λοιμώξεις γίνεται ειδική αναφορά σε ξεχωριστή ενότητα.

Οι επιπλοκές αυτές περιλαμβάνουν την αλλοανοσοποίηση, την ανοσοτροποποίηση, την αντίδραση μοσχεύματος κατά ξενιστή και την υπερφόρτωση με σίδηρο.

 

Αλλοανοσοποίηση

 

Αλλοανοσοποίηση προκύπτει μετά από ευαισθητοποίηση του λήπτη σε αντιγόνα των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή των αιμοπεταλίων του δότη και παραγωγή αντισωμάτων.

Αντισώματα έναντι των ερυθρών αιμοσφαιρίων ανιχνεύονται σε ποσοστό έως 2,6% στο γενικό πληθυσμό και σε υψηλότερο ποσοστό σε άτομα που έχουν κάνει μεταγγίσεις, ενώ ανευρίσκονται πολύ σπάνια σε βρέφη κάτω των 4 μηνών. Η συχνότητα ανίχνευσής τους στα πολυμεταγγιζόμενα άτομα ποικίλει με ποσοστά 18-47% σε ασθενείς με δρεπανοκυτταρική νόσο, 5-11% σε ασθενείς με θαλασσαιμία και 20% σε ασθενείς που έχουν μεταγγιστεί χωρίς υποκείμενο αιματολογικό η ογκολογικό πρόβλημα. Ο κίνδυνος εμφάνισης αντιερυθροκυτταρικών αλλοαντισωμάτων σχετίζεται με πολλούς παράγοντες, όπως είναι το υποκείμενο νόσημα, η γενετική προδιάθεση, η ανοσολογική κατάσταση του λήπτη, η διάρκεια της αντιγονικής έκθεσης (συνολικός αριθμός μεταγγίσεων) και ο βαθμός της αντιγονικής διαφοράς μεταξύ δότη και λήπτη.

Πολλές φορές αν και μεταγγίζονται ασύμβατα ερυθρά αιμοσφαίρια σε ασθενή, η ποσότητα του αντισώματος την οποία αυτός διαθέτει δεν είναι επαρκής για να προκαλέσει άμεση καταστροφή αυτών των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Ωστόσο, το ενοχοποιητικό αντιγόνο σε επαναχορήγηση σε επόμενη μετάγγιση μπορεί να προκαλέσει αναμνηστική ανοσολογική απάντηση στον ήδη ευαισθητοποιημένο λήπτη κατά τρόπο που μετά από λίγες ημέρες να αρχίσει να αυξάνεται η περιεκτικότητα του ορού σε αυτό το αντίσωμα, με συνέπεια σταδιακή λύση των ερυθρών αιμοσφαιρίων που φέρουν το ομόλογο αντιγόνο. Μπορεί μάλιστα να μην είναι ανιχνεύσιμο το αντίσωμα ακόμα και από την υπηρεσία αιμοδοσίας. Επίσης στον έλεγχο συμβατότητας μπορεί να μην καταστεί ανιχνεύσιμη η αιμόλυση των ερυθρών. Αυτού του τύπου η ασυμβατότητα ονομάζεται επιβραδυνόμενη ορολογική αντίδραση στη μετάγγιση (delayed serologic transfusion reaction, DSTR) και γίνεται αντιληπτή από την εμφάνιση καθυστερημένης αιμόλυσης στο λήπτη (επιβραδυνόμενη αιμολυτική αντίδραση στη μετάγγιση – delayed hemolytic transfusion reaction, DHTR). Τα άτομα που ευαισθητοποιούνται είναι συνήθως ασυμπτωματικά και μόνο μια ομάδα από αυτούς θα εμφανίσουν αιμόλυση σε χρονικό διάστημα 2 ημέρες έως 2 εβδομάδες μετά την επανέκθεση στο ομόλογο αντιγόνο (μετάγγιση).

Εκτός από την ευαισθητοποίηση από ασύμβατη μετάγγιση, πολλές περιπτώσεις οφείλονται σε ευαισθητοποίηση μητέρων κατά την εγκυμοσύνη τους.

Οι κλινικές εκδηλώσεις είναι σχεδόν πάντα ήπιες και χαρακτηρίζονται από πυρετό, πτώση του επιπέδου της αιμοσφαιρίνης, ίκτερο και αιμοσφαιρινουρία μία εβδομάδα έως δέκα ημέρες από τη μετάγγιση. Ως προς τα εργαστηριακά ευρήματα η αντίδραση Coombs είναι χαρακτηριστικά θετική λίγες ημέρες μετά τη μετάγγιση των ερυθρών και παραμένει θετική μέχρι την εξαφάνιση από την κυκλοφορία όλων των χορηγηθέντων ερυθρών αιμοσφαιρίων. Σε ασθενείς με δρεπανοκυτταρική νόσο η βραδεία αιμολυτική αντίδραση μπορεί να προβάλει ως επώδυνη κρίση που μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή και απειλητική για τη ζωή αναιμία οφειλόμενη σε αιμόλυση, παραγωγή αυτοαντισωμάτων και καταστολή της αιμοποίησης. Το σύνδρομο αυτό ονομάζεται σύνδρομο υπεραιμόλυσης. Σύνδρομο υπεραιμόλυσης έχει αναφερθεί και σε άλλα αιματολογικά νοσήματα.

Ο εντοπισμός του αλλοαντισώματος στον ορό του ασθενή αποτελεί τυπικό και αποδεικτικό εύρημα. Δεν είναι πάντοτε εφικτός ακόμη και με τη χρήση πολύ λεπτών τεχνικών και είναι πολλές οι περιπτώσεις που δεν εντοπίζεται τίποτα. Ως προς την πρόληψη μεγάλη σημασία έχει η εφαρμογή των πιο ευαίσθητων μεθόδων στον προμεταγγισιακό έλεγχο προς εντοπισμό τυχόν αλλοαντισωμάτων και αποφυγή επαναχορήγησης ερυθρών που φέρουν το υπεύθυνο αντιγόνο. Τα πολυμεταγγιζόμενα άτομα έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο αλλοανοσοποίησης. Στα άτομα αυτά θα πρέπει να γίνεται εκτενής έλεγχος του φαινότυπου των ερυθροκυττάρων προ της έναρξης των μεταγγίσεων. Γενικό προληπτικό μέτρο αποτελεί προφανώς η αποφυγή περιττών μεταγγίσεων.

 

Αλλοανοσοποίηση μπορεί να προκύψει και μετά από ευαισθητοποίηση του λήπτη σε αντιγόνα των αιμοπεταλίων του δότη και παραγωγή αντιαιμοπεταλιακών αντισωμάτων (αντισώματα κατά των λευκοκυτταρικών αντιγόνων HLA – human leukocyte antigens τάξης Ι και του αντιγόνου HPA 1a – plated-specific antigen 1a των αιμοπεταλίων). Τούτο μπορεί να προκληθεί μετά από ασύμβατη μετάγγιση αιμοπεταλίων, ωστόσο πολλές περιπτώσεις οφείλονται σε ευαισθητοποίηση μητέρων κατά την εγκυμοσύνη τους. Η παραγωγή των αντισωμάτων παρατηρείται το νωρίτερο 10 ημέρες και συνήθως 21 έως 28 ημέρες μετά την αρχική αντιγονική έκθεση, ενώ σε επανέκθεση το χρονικό διάστημα μειώνεται στις 4 ηέρες.

Χαρακτηριστικά οι ασθενείς με αλλοαντισώματα δεν ανταποκρίνονται σε μεταγγίσεις αιμοπεταλίων και συνήθως πρόκειται για άτομα που έχουν κάνει συχνά μεταγγίσεις αιμοπεταλίων. Μια σπάνια εκδήλωση αποτελεί η μετά μετάγγιση πορφύρα, η οποία παρατηρείται κυρίως σε πολύτοκες γυναίκες. Χαρακτηρίζεται από βαριά θρομβοκυτταροπενία ημέρες έως εβδομάδες μετά την μετάγγιση αιμοπεταλίων (κατά μέσο όρο 9 ημέρες, εύρος 1-21 ημέρες). Πρόκειται για αυτοπεριοριζόμενη κατάσταση με πλήρη ύφεση εντός 3 εβδομάδων. Ως προς την πρόληψη σημασία έχει η χορήγηση απολευκοκυτταρωμένων αιμοπεταλίων. Άτομα που έχουν εμφανίσει το σύνδρομο ή αναφέρουν στο ιστορικό τους νεογνική αλλοάνοση θρομβοπενία πρέπει να μεταγγίζονται από δότες με γνωστό φαινότυπο. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει αρχείο εθελοντών φαινοτυπημένων ως προς τα ΗΡΑ αντιγόνα.

 

Ανοσοτροποποίηση

 

Η μετάγγιση αίματος προκαλεί ανοσολογικές μεταβολές στον λήπτη είτε προς την πλευρά της ανοσοδιέγερσης, είτε προς την πλευρά της ανοσοκαταστολής. Έχει παρατηρηθεί ότι προκαλείται παραγωγή κυτταροκινών, πρασταγλανδινών, ιντερλευκινών και συμπληρώματος. Παραμένει ασαφές στη βιβλιογραφία το αν οι μεταβολές αυτές έχουν κλινική σημασία. Κάποιες μελέτες συσχετίζουν τις μεταγγίσεις αίματος με αυξημένο κίνδυνο για λοίμωξη, καρκινογένεση και νοσηρότητα. Σε άλλες πάλι δεν προκύπτει διαφορά μεταξύ των ασθενών που είχαν μεταγγιστεί και αυτών που δεν είχαν. Δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς το τι προκαλεί αυτές τις μεταβολές, μόνο τα λευκά αιμοσφαίρια ή όλα τα στοιχεία του αίματος, και επομένως δεν είναι γνωστή η πρόληψη.

 

Συνδεόμενη με τη μετάγγιση νόσος μοσχεύματος κατά ξενιστή

 

Η συνδεόμενη με τη μετάγγιση νόσος μοσχεύματος κατά ξενιστή (Transfusion Associated Graft versus Host Disease) αποτελεί σπάνια επιπλοκή της μετάγγισης και παρατηρείται στην περίπτωση που ανοσοϊκανά λεμφοκύτταρα του δότη εισέλθουν στην κυκλοφορία του λήπτη, ο οργανισμός του οποίου δεν έχει την ανοσοεπάρκεια ώστε να τα εξουδετερώσει με αποτέλεσμα να εγκατασταθούν στον οργανισμό του λήπτη. Τα κύτταρα αυτά τα προερχόμενα από υγιή δότη ενώ θεωρητικά είναι ταυτόσημα με τα κύτταρα του ξενιστή (λήπτη) και γι΄αυτό δεν εξουδετερώνονται απ΄ αυτόν, θεωρούν τον ξενιστή ως ξένο και προσβάλουν τους διάφορους ιστούς του οργανισμού του. Τα λεμφοκύτταρα αυτά πολλαπλασιάζονται και δημιουργούν βλάβες σε όργανα του λήπτη όπως μυελός, δέρμα, ήπαρ και έντερο. Οι κλινικές εκδηλώσεις περιλαμβάνουν πυρετό, εξάνθημα, πανκυτταροπενία, ηπατική βλάβη και διαρροϊκό σύνδρομο και έχουν θανατηφόρο έκβαση σε ποσοστό περίπου 90% των περιπτώσεων. Εκδηλώνεται συνήθως 8-10 ημέρες μετά την μετάγγιση ενώ το χρονικό αυτό διάστημα μπορεί να είναι μεγαλύτερο στα βρέφη.

Παρατηρείται σε βαριά ανοσοκατασταλμένα άτομα, ενώ μπορεί να εκδηλωθεί και σε καθόλα ανοσοϊκανούς ασθενείς μετά από μετάγγιση αίματος, αν συμβεί ο δότης να είναι ομόζυγος με τον ένα από τους δύο απλότυπους του λήπτη (συγγενικό πρόσωπο ή HLA συμβατός δότης). Σ΄αυτή την περίπτωση, λόγω της ημιταυτότητας, το ανοσολογικό σύστημα του λήπτη θεωρεί τα Τ-λεμφοκύτταρα του δότη ως γνωστά και „παραιτείται“ από την καταστροφή τους, αυτά όμως μπορούν να αντιδρούν με τα αντιγόνα HLA που είναι κωδικοποιημένα στον άλλο απλότυπο, οπότε αρχίζει και η καταστροφή των ιστών του ξενιστή. Οι πιθανότητες που έχει ένας κοινός δότης να είναι ομόζυγος με τον ένα απλότυπο κάποιου λήπτη είναι εξαιρετικά μικρές για το σύνολο του πληθυσμού. Αντίθετα σε ορισμένους πληθυσμούς, όπου η απλοτυπική ομοζυγωτία είναι πιο συχνή (Ιάπωνες, Εβραίοι), οι πιθανότητες είναι περισσότερες.

Δεν υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία. Λόγω της εξαιρετικά υψηλής θνητότητας μεγάλη σημασία δίνεται στην πρόληψη. Η χρήση κυτταρικών παραγώγων αίματος (συμπυκνωμένα ερυθρά, αιμοπετάλια, κοκκιοκύτταρα), τα οποία έχουν ακτινοβοληθεί με γ-ακτινοβολία τουλάχιστον 25 Gy πριν τη χορήγησή τους σε άτομα ευρισκόμενα σε κίνδυνο, θεωρείται ασφαλής προϋπόθεση μετάγγισης. Το πρόβλημα μετατίθεται στον εντοπισμό των ληπτών-ασθενών, για τους οποίους είναι απαραίτητη μια τέτοια προληπτική διαδικασία. Η δραστική μείωση του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων από το μεταγγιζόμενο αίμα με τη χρήση φίλτρων απολευκοκυττάρωσης δεν φαίνεται να συμβάλλει στην αποτροπή εκδήλωσης αυτής της αντίδρασης. Η ακτινοβολία ασκεί ανασταλτική δράση στη μίτωση των λεμφοκυττάρων, με αποτέλεσμα την πρόληψη του πολλαπλασιασμού των μεταγγιζόμενων στο λήπτη Τ-λεμφοκυττάρων.

Άτομα ευρισκόμενα σε κίνδυνο και στα οποία θα πρέπει να χορηγούνται ακτινοβολημένα κυτταρικά παράγωγα αίματος είναι:

– Ασθενείς που έκαναν ή πρόκειται να κάνουν μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων

– Ασθενείς με συγγενείς ανοσοανεπάρκειες

– Έμβρυα που λαμβάνουν ενδομήτρια μετάγγιση

– Πρόωρα νεογνά <1200g βάρους γέννησης

– Ασθενείς με νόσο Hodgkin’s

– Ασθενείς με λευχαιμία ή non-Hodgkin’s λέμφωμα

– Ασθενείς που λαμβάνουν αίμα ή παράγωγα από συγγενείς εξ αίματος

– Ασθενείς που λαμβάνουν μεταγγίσεις κοκκιοκυττάρων

– Ενδεχόμενα δέκτες μεταμόσχευσης συμπαγούς οργάνου

Υπερφόρτωση με σίδηρο

 

Η υπερφόρτωση με σίδηρο αποτελεί σοβαρή επιπλοκή των μεταγγίσεων. Ο ανθρώπινος οργανισμός δεν διαθέτει μηχανισμό αποβολής της περίσσειας σιδήρου, με αποτέλεσμα ο πλεονάζων σίδηρος να συσσωρεύεται στα όργανα του σώματος και κυρίως στο ήπαρ, την καρδιά και τους ενδοκρινείς αδένες.

Η υπερφόρτωση με σίδηρο λόγω μεταγγίσεων αφορά χρονίως μεταγγιζόμενα άτομα, όπως ασθενείς με μεσογειακή αναιμία, δρεπανοκυτταρική νόσο, μυελοδυσπλαστικό σύνδρομο, απλαστική αναιμία και αναιμία Diamond-Blackfan. Η εναπόθεση σιδήρου στα ζωτικά όργανα αποτελεί την κύρια αιτία θανάτου στους ασθενείς αυτούς.

Σε 1ml ερυθρών αιμοσφαιρίων περιέχεται 1mg σιδήρου. Κάθε μονάδα συμπυκνωμένων ερυθρών περιέχει περίπου 250mg σιδήρου. Ένας συστηματικά μεταγγιζόμενος ασθενής με μεσογειακή αναιμία για παράδειγμα, δεχόμενος τέσσερις μονάδες ερυθρών δέχεται 1000mg σιδήρου το μήνα. Με απώλειες περίπου 1mg την ημέρα είναι προφανές το σημαντικά θετικό ισοζύγιο σιδήρου.

Η κλινική εικόνα ποικίλει και περιλαμβάνει εκδηλώσεις σχετιζόμενες με την κυτταρική βλάβη που προκαλεί η συσσώρευση του σιδήρου στα διάφορα όργανα. Βλάβη του μυοκαρδίου οδηγεί σε καρδιακή ανεπάρκεια με ή χωρίς αρρυθμία, ενώ η εναπόθεση σιδήρου στο ήπαρ προκαλεί ίνωση, που μπορεί να οδηγήσει σε κίρρωση. Οι ασθενείς συχνά παρουσιάζουν δυσλειτουργία των ενδοκρινών αδένων, όπως του παγκρέατος (παθολογικός μεταβολισμός γλυκόζης, σακχαρώδης διαβήτης), της υπόφυσης (χαμηλό ύψος, υπογοναδισμός), του θυρεοειδούς (υποθυρεοειδισμός) και των παραθυρεοειδών (υποπαραθυρεοειδισμός).

Η εκτίμηση της ποσότητας του σιδήρου που έχει εναποτεθεί στον οργανισμό γίνεται με μέτρηση των επιπέδων φερριτίνης του ορού, που αντανακλούν τις αποθήκες σιδήρου, καθώς και με μέτρηση της συγκέντρωσης σιδήρου στο ήπαρ και το μυοκάρδιο.

Η συγκέντρωση σιδήρου στο ήπαρ (LIC, liver iron concentration) σε mg/g ξηρού βάρους θεωρείται σήμερα ως η παράμετρος αναφοράς για την εκτίμηση της υπερσιδήρωσης και έχει αποδειχθεί ότι δίνει με ακρίβεια τη συνολική ποσότητα αποθηκευμένου σιδήρου στον οργανισμό. Η μέτρηση γίνεται είτε με βιοψία ήπατος, είτε μέσω μη επεμβατικών μεθόδων, όπως είναι η βιομαγνητική μέθοδος (SQUID, superconducting quantum interference device) ή η ευρέως χρησιμοποιούμενη σήμερα μαγνητική τομογραφία (MRI). Η εκτίμηση του σιδήρου του μυοκαρδίου γίνεται με μαγνητική τομογραφία (μέτρηση του Τ2*), ενώ συνεκτιμάται η καρδιακή λειτουργία με υπερηχογράφημα και ΗΚΓ.

Η υπερσιδήρωση αντιμετωπίζεται με τη συστηματική χορήγηση χηλικών παραγόντων, δηλαδή ουσίών που συνδέονται με το σίδηρο και τον απομακρύνουν από τον οργανισμό. Η έγκαιρη έναρξη θεραπείας αποσιδήρωσης και η συστηματική εφαρμογή της έχει αυξήσει θεαματικά την επιβίωση των ασθενών και έχει βελτιώσει την ποιότητα ζωής τους, ενώ έχουν παρατηρηθεί και αναστρέψιμες βλάβες οργάνων μετά από επιτυχή αποσιδήρωση.

Οι χηλικοί παράγοντες που χρησιμοποιούνται σήμερα είναι η δεσφεριοξαμίνη, η  δεφεριπρόνη και η δεφερασιρόξη.

Η δεσφεριοξαμίνη (Desferal®) είναι η πρώτη χηλική ουσία που κυκλοφόρησε στη δεκαετία του 1970 και χρησιμοποιείται ευρέως στην κλινική πρακτική χορηγούμενη με υποδόρια έγχυση από το 1980 περίπου. Η δόση χορήγησης είναι 25-60 mg/kgΒΣ/d σε 8-12 ώρες υποδορίως με ειδική αντλία έγχυσης. Μπορεί να χορηγηθεί και ενδοφλεβίως σε ειδικές περιπτώσεις εντατικής αποσιδήρωσης. Η αποβολή του σιδήρου γίνεται με τα ούρα και τα κόπρανα. Στις συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες ανήκουν οι τοπικές αντιδράσεις στο σημείο της έγχυσης, οι οποίες συνήθως σχετίζονται με την αραίωση του διαλύματος. Σοβαρές επιπλοκές παρατηρούνται σε υψηλές δόσεις σε ασθενείς που έχουν χαμηλό φορτίο σιδήρου και περιλαμβάνουν απώλεια ακοής, οφθαλμολογικές βλάβες, καθυστέρηση της ανάπτυξης και σκελετικές αλλοιώσεις στη φάση της ανάπτυξης.

H δεφεριπρόνη (Ferriprox®, Kelfer®) είναι η πρώτη από του στόματος χορηγούμενη χηλική ουσία, που κυκλοφόρησε ευρέως στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Η δόση χορήγησης είναι  75-100 mg/kgΒΣ/d σε 3 δόσεις. Η αποβολή σιδήρου γίνεται σχεδόν αποκλειστικά με τα ούρα.

Η σοβαρότερη ανεπιθύμητη ενέργεια και δυνητικά θανατηφόρος είναι η ακοκκιοκυτταραιμία. Οι ασθενείς παρακολουθούνται με τακτικές γενικές αίματος και γίνεται διακοπή της αγωγής σε περίπτωση σοβαρής ουδετεροπενίας ή ακοκκιοκυτταραιμίας. Η βλάβη είναι αναστρέψιμη μετά τη διακοπή της θεραπείας. Άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν ναυτία, αύξηση ή απώλεια βάρους, διακύμανση ηπατικών ενζύμων και αρθροπάθεια.

Η δεφερασιρόξη (Exjade®) αποτελεί τη νεότερη χορηγούμενη από του στόματος χηλική ουσία, με έγκριση στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2006. Η δόση χορήγησης είναι 20-30 mg/kgΒΣ/d σε 1 δόση. Η αποβολή σιδήρου γίνεται σχεδόν εξ ολοκλήρου με τα κόπρανα. Στις ανεπιθύμητες ενέργειες ανήκουν γαστρεντερικές ενοχλήσεις, δερματικό εξάνθημα, αύξηση των τιμών των τρανσαμινασών και αύξηση της κρεατινίνης του ορού.

 

Η αποτελεσματικότητα και ασφάλεια των χηλικών παραγόντων έχουν εκτιμηθεί αρχικά σε μελέτες μονοθεραπείας. Περαιτέρω μελέτες έδειξαν ότι η συνδυαστική θεραπεία δεσφεριοξαμίνης και δεφεριπρόνης αποτελεί μια εναλλακτική λύση που μειώνει τη συγκέντρωση σιδήρου στο ήπαρ και το μυοκάρδιο σε ασθενείς στους οποίους η μονοθεραπεία δεν έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε εξέλιξη εγκεκριμένες προοπτικές μελέτες για την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της συνδυαστικής θεραπείας δεσφεριοξαμίνης και δεφερασιρόξης. Ο συνδυασμός των δύο από του στόματος χορηγούμενων χηλικών ουσιών δεφεριπρόνης και δεφερασιρόξης δεν έχει εκτιμηθεί επισήμως, ωστόσο υπάρχει περιορισμένη εμπειρία σε επιλεγμένα περιστατικά.

 

Βιβλιογραφία

 

Akahoshi M, Takanashi M, Masuda M, Yamashita H, Hidano A, Hasegawa K, Kasajima T, Shimizu M, Motoji T, Oshimi K, Mizoguchi H. A case of transfusion-associated graft-versus-host disease not prevented by white cell-reduction filters. Transfusion 1992;32(2):169-72

Anderson KC. Current trends: evolving concepts in transfusion medicine. Leukodepleted cellular blood components for prevention of transfusion-associated graft-versus-host disease. Transfus Sci 1995;16(3):265-8

Angelucci E, Brittenham GM, McLaren CE, Ripalti M, Baronciani D, Giardini C, Galimberti M, Polchi P, Lucarelli G. Hepatic iron concentration and total body iron stores in thalassemia major. N Engl J Med 2000;343(5):327-31

Borgna-Pignatti C, Rugolotto S, De Stefano P, Zhao H, Cappellini MD, Del Vecchio GC, Romeo MA, Forni GL, Gamberini MR, Ghilardi R, Piga A, Cnaan A. Survival and complications in patients with thalassemia major treated with transfusion and deferoxamine. Haematologica 2004;89(10):1187-93

Bracey AW, Radovancevic R, Riggs SA, Houston S, Cozart H, Vaughn WK, Radovancevic B, McAllister HA Jr, Cooley DA. Lowering the hemoglobin threshold for transfusion in coronary artery bypass procedures: effect on patient outcome. Transfusion 1999;39(10):1070-7

Brittenham GM. Iron-chelating therapy for transfusional iron overload. N Engl J Med 2011;364(2):146-56

Cappellini MD, Cohen A, Piga A, Bejaoui M, Perrotta S, Agaoglu L, Aydinok Y, Kattamis A, Kilinc Y, Porter J, Capra M, Galanello R, Fattoum S, Drelichman G, Magnano C, Verissimo M, Athanassiou-Metaxa M, Giardina P, Kourakli-Symeonidis A, Janka-Schaub G, Coates T, Vermylen C, Olivieri N, Thuret I, Opitz H, Ressayre-Djaffer C, Marks P, Alberti D. A phase 3 study of deferasirox (ICL670), a once-daily oral iron chelator, in patients with beta-thalassemia. Blood 2006;107(9):3455-62

Carson JL, Altman DG, Duff A, Noveck H, Weinstein MP, Sonnenberg FA, Hudson JI, Provenzano G. Risk of bacterial infection associated with allogeneic blood transfusion among patients undergoing hip fracture repair. Transfusion 1999;39(7):694-700

Cunningham MJ, Macklin EA, Neufeld EJ, Cohen AR; Thalassemia Clinical Research Network. Complications of beta-thalassemia major in North America. Blood 2004;104(1):34-9

Darabi K, Dzik S. Hyperhemolysis syndrome in anemia of chronic disease. Transfusion 2005;45(12):1930-3

Eder AF, Chambers LA. Noninfectious complications of blood transfusion. Arch Pathol Lab Med 2007;131:708-18

Ely EW, Bernard GR. Transfusions in critically ill patients. N Engl J Med 1999;340(6):467-8

Galanello R, Kattamis A, Piga A, Fischer R, Leoni G, Ladis V, Voi V, Lund U, Tricta F. A prospective randomized controlled trial on the safety and efficacy of alternating deferoxamine and deferiprone in the treatment of iron overload in patients with thalassemia. Haematologica 2006;91(9):1241-3

Hébert PC, Wells G, Blajchman MA, Marshall J, Martin C, Pagliarello G, Tweeddale M, Schweitzer I, Yetisir E. A multicenter, randomized, controlled clinical trial of transfusion requirements in critical care. Transfusion Requirements in Critical Care Investigators, Canadian Critical Care Trials Group. N Engl J Med 1999;340(6):409-17

Heiss MM, Mempel W, Delanoff C, Jauch KW, Gabka C, Mempel M, Dieterich HJ, Eissner HJ, Schildberg FW. Blood transfusion-modulated tumor recurrence: first results of a randomized study of autologous versus allogeneic blood transfusion in colorectal cancer surgery. J Clin Oncol 1994;12(9):1859-67

Houbiers JG, van de Velde CJ, van de Watering LM, Hermans J, Schreuder S, Bijnen AB, Pahlplatz P, Schattenkerk ME, Wobbes T, de Vries JE, Klementschitsch P, van de Maas AH, Brand A. Transfusion of red cells is associated with increased incidence of bacterial infection after colorectal surgery: a prospective study. Transfusion 1997;37(2):126-34

Kattamis A. Combined therapy with deferoxamine and deferiprone. Ann N Y Acad Sci 2005;1054:175-82

Ladis V, Chouliaras G, Berdousi H, Kanavakis E, Kattamis C. Longitudinal study of survival and causes of death in patients with thalassemia major in Greece. Ann N Z Acad Sci 2005;1054:445-50

Ness PM, Shirey RS, Thoman SK, Buck SA. The differentiation of delayed serologic and delayed hemolytic transfusion reactions: incidence, long-term serologic findings, and clinical significance. Transfusion 1990;30(8):688-93

Ohto H, Anderson KC. Survey of transfusion-associated graft-versus-host disease in immunocompetent recipients. Transfus Med Rev 1996;10(1):31-43

Quintiliani L, Buzzonetti A, DiGirolamo M, Iudicone P, Guglielmetti M, Martini F, Scocchera R, Terlizzi F, Lapponi P, Giuliani E. Effects of blood transfusion on the immune responsiveness and survival of cancer patients: a prospective study. Transfusion 1991;31(8):713-8

Schonewille H, Haak HL, van Zijl AM. Alloimmunization after blood transfusion in patients with hematologic and oncologic diseases. Transfusion 1999;39(7):763-71

Schonewille H, van de Watering LM, Brand A. Additional red blood cell alloantibodies after blood transfusions in a nonhematologic alloimmunized patient cohort: is it time to take precautionary measures? Transfusion 2006;46(4):630-5

Tanner MA, Galanello R, Dessi C, Smith GC, Westwood MA, Agus A, Roughton M, Assomull R, Nair SV, Walker JM, Pennell DJ. A randomized, placebo-controlled, double-blind trial of the effect of combined therapy with deferoxamine and deferiprone on myocardial iron in thalassemia major using cardiovascular magnetic resonance. Circulation 2007;115(14):1876-84

Vamvakas EC, Pineda AA, Reisner R, Santrach PJ, Moore SB. The differentiation of delayed hemolytic and delayed serologic transfusion reactions: incidence and predictors of hemolysis. Transfusion 1995;35(1):26-32

Vamvakas EC. Meta-analysis of clinical studies of the purported deleterious effects of “old” (versus “fresh”) red blood cells: are we at equipoise? Transfusion 2010;50(3):600-10

van de Watering LM, Hermans J, Houbiers JG, van den Broek PJ, Bouter H, Boer F, Harvey MS, Huysmans HA, Brand A. Beneficial effects of leukocyte depletion of transfused blood on postoperative complications in patients undergoing cardiac surgery: a randomized clinical trial. Circulation 1998;97(6):562-8

Wallis JP, Chapman CE, Orr KE, Clark SC, Forty JR. Effect of WBC reduction of transfused RBCs on postoperative infection rates in cardiac surgery. Transfusion 2002;42(9):1127-34

 

 

 

 

Θεώνη Πετροπούλου, Επιμελήτρια Α΄

Α΄ Παιδιατρικής Κλινικής Πανεπιστημίου Αθηνών

Νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία»

#########