Περίπου 15.000 ευρώ κοστίζει στο εθνικό σύστημα υγείας και στον έλληνα φορολογούμενο ο κάθε ρευματοπαθής ασθενής ανάλογα τη βαρύτητα της πάθησής του. Υπολογίζεται ότι περίπου 1000 έως `1500 ευρώ το μήνα κοστίζει η αγωγή που πρέπει να παίρνει ειδικά αν είναι ενδοφλέβια φάρμακα αλλά από την άλλη ο ίδιος ο ασθενής πληρώνει περίπου 400 με 450 ευρώ από την τσέπη του μη συνταγογραφούμενα σκευάσματα για να κάνει καλύτερη την αντιμετώπιση της πάθησής του. Είναι επίσης γνωστό ότι μία φορά το χρόνο θα νοσηλευτεί για κάποια συνοσηρότητα της πάθησης του στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τις λοιμώξεις του οργανισμού του.

Όμως παρόλα αυτά μόνο το 30 με 35% έχουν ή προτίθενται να εμβολιαστούν με το εμβόλιο της γρίπης ή του πνευμονιόκοκκου. Προβληματισμούς προκαλεί στις μέρες μας αν ο ρευματοπαθής μπορεί να είναι χρήστης της άδειας ειδικού σκοπού μέσα στην πανδημία. Το σίγουρο είναι ότι τα άτομα με οστεοαρθρίτιδα άνω των 65 ετών ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες.

Από την άλλη φόβος και αγωνία κυριεύει τους ρευματοπαθείς για το πως θα πάρουν τα φάρμακά τους πως θα πάνε στα νοσοκομεία για την ενέσιμη αγωγή τους και αν το σύστημα υγείας πάψει να τους παρέχει τα απαραίτητα για την πάθησή τους.

Αυτό ήταν το κεντρικό μήνυμα έρευνα της οποίας τα αποτελέσματα δημοσιοποιήθηκαν σήμερα σε διαδικτυακή ενημέρωση από την ΕΛΕΑΝΑ την Ελληνική εταιρεία αντιρευματικού αγώνα που πραγματοποιήθηκε με τη χορηγία της ΒΙΑΝΕΞ και Φαρμασέρβ.

Η συνέντευξη έγινε και με αφορμή την παγκόσμια ημέρα αντιρευματικού αγώνα που τιμάται στις 12 Οκτωβρίου κάθε έτους.

«Από την έναρξη της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων, οι ρευματοπαθείς, που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες, αφού έχουν ήδη αντιμετωπίσει εξαιρετικές αντιξοότητες (μη αναγνώριση από το υπουργείο ως ομάδα υψηλού κινδύνου, για παροχή άδειας ειδικού σκοπού, τεράστια δυσκολία εύρεσης φαρμάκων, κ.α.), τώρα καλούνται να ανταπεξέλθουν στον φόβο της διασποράς του COVID -19. Δύο στους τρεις ασθενείς με ρευματικά νοσήματα διαπίστωσαν ότι ο κορονοϊός έπληξε σημαντικά την ψυχολογία τους. Ο φόβος και η αβεβαιότητα είναι τα συναισθήματα που κυριαρχούν», τόνισε η κα Αθανασία Παππά, Πρόεδρος της ΕΛ.Ε.ΑΝ.Α.

Συνέστησε όμως ψυχραιμία υπευθυνότητα και αυτοσυγκράτηση ενώ πρότεινε στους ασθενείς να είναι σε συνεχή επικοινωνία με τον θεράποντα ιατρό τους.
Για το φλέγον ζήτημα μίλησε  o κος Δημήτρης Μπόγδανος, Καθηγητής Παθολογίας &
Αυτοάνοσων Νοσημάτων, Παν. Θεσσαλίας, Δ/ντής Πανεπιστημιακής Κλινικής Ρευματολογίας & Κλινικής Ανοσολογίας Π.Γ.Ν. Λάρισας. «Η απομόνωση δεν είναι η λύση. Αποφεύγουμε την επαφή με τον ιό και τα μολυσμένα άτομα, ακολουθούμε τα μέτρα προστασίας που συστήνονται για τις ευπαθείς ομάδες και συνεχίζουμε την θεραπεία μας πάντοτε με την συμβολή του γιατρού μας»

Ένα ακόμα σημαντικό ζήτημα που, εκ νέου, αναδύεται, είναι η έγχυση φαρμάκων σε χρόνιους ασθενείς και η αναγκαιότητα να λαμβάνουν χώρα, σε οργανωμένες μονάδες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, όπως τα Κέντρα Υγείας, καθώς η διαδικασία είναι κοστοβόρα και επιβαρύνει το σύστημα υγείας και τον ασθενή λόγω των μετακινήσεων. H ΕΛ.Ε.ΑΝ.Α. έχει εκφράσει πολλές φορές μέσω επιστολών προς το Υπουργείο Υγείας, την σοβαρότητα του θέματος, ανέφερε η κα Παππά.

«Η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας είναι το σημείο πρώτης επαφής του πολίτη με το σύστημα υγείας και περιλαμβάνει τη δυνατότητα άμεσης ανάληψης υπεύθυνης δράσης σε οποιοδήποτε πρόβλημα παρουσιάζει ο ασθενής, είτε ως μέρος μιας υπάρχουσας σχέσης ιατρού-ασθενή είτε όχι.
Αντιμετωπίζοντας τον ασθενή, ο οικογενειακός ιατρός μπορεί να κάνει την κατάλληλη παραπομπή σε άλλους ιατρούς, επαγγελματίες υγείας και κοινοτικές υπηρεσίες. Η οικογενειακή ιατρική αποτελεί το σημείο της πρώτης επαφής των πολιτών, με το σύστημα υγείας και περιλαμβάνει τη συνεχή φροντίδα καθ’ όλη τη ζωή των ανθρώπων, τόσο κατά την νόσο όσο και για την προάσπιση της υγείας και αποτελεί εξαιρετικά προσωποποιημένο τύπο φροντίδας» κατέληξε η Πρόεδρος του Συλλόγου.
«Η έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωση αποτελεί σημαντικό εργαλείο στην κατανόηση της
ενδεδειγμένης χρήσης των εμβολιασμών σε ασθενείς με ρευματικά νοσήματα» επεσήμανε ο κος Δημήτρης Μπόγδανος. «Η επιστημονική κοινότητα των ρευματολόγων έχει απόλυτα σαφείς και κατανοητές οδηγίες για τους εμβολιασμούς προσαρμοσμένες στην έκθεση σε μικρόβια και ιούς με βάση την γεωεπιδημιολόγια των εκτεθειμένων σε αυτά ατόμων. Ωστόσο, οι συχνές ερωτήσεις των ασθενών για τα εμβόλια είναι εύλογες, οι απαντήσεις που πρέπει να δίνονται από τους θεράποντες είναι εξαιρετικά χρήσιμες για την ασφάλεια των ασθενών και για την κατανόηση της σημαντικότητάς του τόσο σοβαρού αυτού θέματος που επανέρχεται κάθε χρόνο, ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες».

«Θα πρέπει να αναγνωριστούν τα αίτια της χαμηλής εμβολιαστικής κάλυψης των ρευματοπαθών και να αντιμετωπιστούν συστηματικά και μεθοδευμένα από ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα πρόληψης και προαγωγής υγείας», τόνισε η κα Αρετή Λάγιου, Καθηγήτρια Επιδημιολογίας, Πρόληψης Νοσημάτων, Δημόσιας Υγείας & Πρόεδρος Τμήματος Δημόσιας & Κοινοτικής Υγείας, της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστήμιου Δυτικής Αττικής.

Οι ρευματικές και μυοσκελετικές ασθένειες είναι μια ομάδα ασθενειών που επηρεάζουν συνήθως τις αρθρώσεις, αλλά μπορούν επίσης να επηρεάσουν τους μύες, άλλους ιστούς και εσωτερικά όργανα. Υπάρχουν περισσότερα από 200διαφορετικά ρευματικά και μυοσκελετικά νοσήματα, που επηρεάζουν τόσο τα παιδιά όσο και τους ενήλικες.

Συνήθως προκαλούνται από προβλήματα του ανοσοποιητικού συστήματος, φλεγμονή, λοιμώξεις ή σταδιακή αλλοίωση των αρθρώσεων, των μυών και των οστών. Πολλές από αυτές τις ασθένειες είναι χρόνιες και επιδεινώνονται με την πάροδο του
χρόνου. Είναι επώδυνες και με μειωμένη λειτουργικότητα. Σε σοβαρές περιπτώσεις, τα ρευματικά και μυοσκελετικά νοσήματα μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντική αναπηρία, με μεγάλο αντίκτυπο τόσο στην ποιότητα ζωής όσο και στο
προσδόκιμο ζωής.

.

#########