Ο πόνος στις αρθρώσεις έχει πολλές  ονόματα ( ρευματοπάθεια, χρόνια πολυαρθρίτιδα, οστεοαρθρίτιδα κ.λ.π.), τα δε  αίτια που προκαλούν μια αρθρίτιδα  είναι  επί το πλείστον ακόμα άγνωστα.Στην ρευματοειδή αρθρίτιδα,  για ακόμα άγνωστους λόγους το ανοσοποιητικό σύστημα στρέφεται κατά του ιδίου ανθρωπίνου σώματος με κύριο στόχο τις αρθρώσεις. Συγκεκριμένα εμφανίζονται έντονα παθολογικές καταστάσεις  στον υμένα που περιβάλει την άρθρωση, ο οποίος διογκώνεται δηλαδή πρήζεται, ενδεχομένως δε με υπερπαραγωγή ενδοαρθρικού υγρού ( ύδραρθρος )

. Στη συνέχεια διαβρώνει τους συνδέσμους και διεισδύει   στο χόνδρο  και στα οστά της άρθρωσης με τελικό αποτέλεσμα την πλέον μη αναστρέψιμη καταστροφή  της άρθρωσης.

 

Η θεραπευτική αντιμετώπιση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας αποσκοπεί στο  να σταματήσει αυτή η καταστρεπτική εξεργασία στην άρθρωση, να μειωθεί ο πόνος και γενικά τα συμπτώματα του ασθενή και μάλιστα με διαφόρους τρόπους και αποτελέσματα
Στην εκφυλιστικού τύπου αρθροπάθεια ( οστεοαρθρίτιδα ), η παθολογική τριβή του χόνδρου η ακόμα και των οστών της άρθρωσης όταν αυτά για άγνωστους ακόμα λόγους αρχίζουν να φθείρονται μπορούν να προκαλέσουν έναν ερεθισμό του υμένα της άρθρωσης (υμενίτιδα ) και κατά συνέπεια τα συμπτώματα μιας  αρθρίτιδας.

Το  ότι τα συμπτώματα δεν προέρχονται από τον χόνδρο η τα οστά της άρθρωσης   φαίνεται από το γεγονός ότι δεν υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα    στη χσνδρινη η  οστική αλλοίωση και στην εμφάνιση μιας αρθρίτιδας. Έτσι  μπορεί μια αρχόμενη οστεοαρθρίτιδα  να είναι άκρως επώδυνη όπως και μια  καταστραμμένη άρθρωση να είναι σχεδόν ασυμπτωματική.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της οστεοαρθρίτιδας είναι καθαρά συμπτωματική και απο-σκοπεί στην μείωση της φλεγμονής η με αντιφλεγμονώδη φάρμακα η με μια τοπική θεραπεία. Στην τελευταία συμπεριλαμβάνεται και η αντικατάσταση των καταστραμμένων οστών της άρθρωσης (αρθροπλαστική ), η οποία όμως είναι δυνατή μόνο σε ορισμένες αρθρώσεις ( π.χ. ισχίου,γόνατος).

Η θεραπεία της ραδιοϋμενόλυσης

Στην τοπική αντιμετώπιση της αρθρίτιδας των άνω και κάτω άκρων ( ώμου, αγκώνα, καρπού, δακτύλων, ισχίου, γόνατος και αρθρώσεις των ποδών συμπεριλαμβανομένων και των δακτύλων) εκτός δηλαδή της σπονδυλικής στήλης,  συμβάλει και η θεραπεία της ραδιοϋμενόλυσης.
H θεραπεία αυτή είναι γνωστή ήδη από την δεκαετία του 60, με όλο και περισσότερες όπως και συχνότερες εφαρμογές τα τελευταία χρόνια. Μόνο για το χρονικό διάστημα 1991-1993 σε 119 αντίστοιχα Ευρωπαϊκά Κέντρα Πυρηνικής Ιατρικής έγιναν 13450 ραδιοϋμενολύσεις σε 8578 ασθενείς. Αυτό οφείλεται στη βελτίωση της θεραπείας , η οποία εκτός του ότι έγινε  περισσότερο ασφαλής με τη χρήση νεώτερων και καλύτερων ραδιοφαρμάκων,  σήμερα  με την μακροχρόνια εμπειρία   είναι ακόμα περισσότερο  αποτελεσματική.

Όπως υποδηλώνει και η ονομασία της θεραπείας, η ραδιοϋμενόλυση αποσκοπεί  στη λύση του υμένα της άρθρωσης, ο οποίος είναι και το επίμαχο σημείο της φλεγμονής, η με άλλα λόγια  στην ανόρθωση αυτού   σε μια φυσιολογικότερη κατάσταση ( ραδιοϋμενόρθωση / Radiosynoviorthesis όπως αλλιώς ονομάζεται).
Αυτό επιτυγχάνεται με ενδοαρθρική χορήγηση ενός ραδιοφαρμάκου, το οποίο απορροφάται από τα επιφανειακά κύτταρα του υμένα και διεισδύει έως τη βασική του μεμβράνη. Η ωφέλιμη αυτή ακτινοβόληση του υμένα σε ακτίνα μόνο λίγων χιλιοστών  καταστρέφει τα κύτταρα που προκαλούν και διατηρούν την φλεγμονή με τελικό αποτέλεσμα την ίνωση, δηλαδή τη συρρίκνωση του υμένα. Όταν αυτό επιτευχθεί, συνήθως  μετά την πάροδο ενός χρονικού διαστήματος  ( ορισμένες εβδομάδες ) τότε  μειώνεται, η ακόμα και σταματάει η φλεγμονή  (εικόνα ).

Ανάλογα με την άρθρωση και προς αποφυγή μιας βλάβης στους  πλησιέστερους του υμένα ιστούς χρησιμοποιείται και το ανάλογο ραδιοφάρμακο. Το γεγονός ότι το ραδιοφάρμακο παραμένει στην άρθρωση έως ότου εξασθενήσει η ενέργειά του (μετά από ημέρες ),  αποκλείει τυχόν παρενέργειες και επιπλοκές στον υπόλοιπο οργανισμό του σώματος .Επίσης μελέτες έδειξαν ότι δεν απορροφάται από τα κύτταρα του χόνδρου και του οστού, τα οποία δεν βλάπτονται από την θεραπεία της ραδιοϋμενόλυσης. Αντιθέτως είναι γνωστό οτι τουλάχιστον στη ρευματοπάθεια με την καταστολή της φλεγμονής  αποφεύγεται  και η καταστροφή του χόνδρου και των οστών της άρθρωσης.

Οσον αφορά την ακτινοβόληση του υπόλοιπου, δηλαδή εκτός του υμένα σώματος, η ολοσωματική δόση κατά την θεραπεία στην άρθρωση του γόνατος όπου γίνεται με το  ραδιοϊσότοπο ( Υ-90  ),  εκτιμάται στο περίπου 1/20 της απορροφούμενης δόσης από μια αξονική τομογραφία.
Απόλυτη αντένδειξη για την θεραπεία της ραδιουμενόλυσης είναι έγκυες γυναίκες η σε φάση θηλασμού. Μια σχετική αντένδειξη είναι η ηλικία κάτω των 20 ετών, δηλαδή έως την ολοκλήρωση της ανάπτυξης των οστών, αν και δεν έχει ακόμα αποδειχθεί ότι  αυτό επηρεάζεται με την ραδιουμενόλυση. Σε περίπτωση όμως όπου παρά την φαρμακευτική αγωγή υπάρχουν έντονες ενδείξεις καταστροφής των οστών της άρθρωσης λόγω μιας παρατεινόμενης φλεγμονής, μπορεί να τεθεί η ένδειξη για τη διεξαγωγή  της ραδιο-υμενόλυσης.

Συνήθως επαρκεί μια μόνο συνεδρία και σε λίγες μόνο περιπτώσεις κρίνεται απαραίτητη μια επανάληψη της θεραπείας.
Γενικά η θεραπεία της ραδιοϋμενόλυσης είναι μια απλή διαδικασία με σχετικά  μικρή επιβάρυνση του ασθενή και με λιγοστές παρενέργειες και επιπλοκές.

Απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό,  εκτός βέβαια από την  ανάλογη εκπαίδευση και εμπειρία του πυρηνικού ιατρού που διεξάγει την θεραπεία,  είναι να έχει τεθεί   η σωστή ένδειξη για την διεξαγωγή της.  Το πού και πότε, όπως και το πώς μπορεί και πρέπει  να εφαρμοστεί η θεραπεία της ραδιοϋμενόλυσης   κρίνεται από τον θεραπευτή ιατρό, ο οποίος είναι και υπεύθυνος για τη συγκεκριμένη θεραπεία, συνήθως μετά από μια κλινική εξέταση και τις απαραίτητες εξετάσεις.
Στην καλύτερη περίπτωση, και προς όφελος του ασθενή υπάρχει μια συνεργασία του ιατρού που παρακολουθεί τον ασθενή με τον πυρηνικό ιατρό.

Εφαρμογές

Αρχικά η ραδιοϋμενόλυση  εφαρμοζόταν  στην ρευματοειδή αρθρίτιδα, όπου υπάρχει εως σήμερα και η μεγαλύτερη εμπειρία. Επειδή  η φλεγμονή στη ρευματοειδή αρθρίτιδα εστιάζεται στον υμένα της άρθρωσης και η ραδιοϋμενόλυση δρά επ ’αυτού,  τα καλύτερα αποτελέσματα της θεραπείας αναφέρονται στη ρευματοπάθεια με μείωση της φλεγμονής, δηλαδή βελτίωση των αντίστοιχων συμπτωμάτων έως και κατά 90%, και μάλιστα για πολλά χρόνια. Η αποτελεσματικότητά της μειώνεται ανάλογα με το βαθμό της εκφύλισης των οστών. Για αυτό το λόγο συνιστάται η εφαρμογή της  στα αρχόμενα στάδια της ρευματοπάθειας και όχι όταν έχουν επέλθει οι μη αναστρέψιμες οστικές αλλοιώσεις.
Συνήθως  η θεραπεία εφαρμόζεται όταν μια  συστηματική φαρμακευτική αγωγή   δεν επαρκεί, η λόγω παρενεργειών δεν είναι δυνατόν να συνεχιστεί. Ετσι, αντί να επιβαρυνθεί επιπλέον ο οργανισμός του ανθρώπου με περισσότερα φάρμακα μπορεί να αντιμετωπιστούν οι αρθρώσεις που επιμένουν με την ραδιοϋμενόλυση. Τα ίδια περίπου αποτελέσματα αναφέρονται και για τις τις υπόλοιπες αυτοάνοσες αρθρίτιδες ( ψωριασική – και  αγκυλοποιητική αρθρίτιδα ).

Στην οστεοαρθρίτιδα, όπου τελευταία εφαρμόζεται η θεραπεία της ραδιοϋμενόλυσης με μεγαλύτερη συχνότητα, τα αποτελέσματα είναι  λιγότερο καλά.
Αυτό είναι λογικό επειδή το αίτιο  της φλεγμονής είναι η εκφύλιση του χόνδρου και του οστού, κάτι το οποίο δεν μπορεί να βελτιωθεί με την ραδιοϋμενόλυση.  Αποφασιστική σημασία για τη χρονική διάρκεια του αποτελέσματος της ραδιοϋμενόλυσης στην οστεοαρθρίτιδα έχει ο βαθμός των χόνδρινων και οστικών εκφυλίσεων της άρθρωσης ,  το οποίο   φαίνεται συνήθως σε μια ακτινολογική εξέταση. Έτσι ενώ στην αρχόμενη οστεοαρθρίτιδα τα αποτελέσματα είναι καλά έως πολύ καλά  ( αναφέρεται  μείωση του πόνου και γενικά των συμπτωμάτων κατά περίπου 60-80 % ) και μάλιστα για αρκετό χρονικό διάστημα, σε προχωρημένες εκφυλίσεις η χρονική διάρκεια της βελτίωσης είναι περιορισμένη.
Για αυτό το λόγο  η θεραπεία της ραδιοϋμενόλυσης δεν μπορεί να αντικαταστήσει μια αρθροπλαστική π.χ. ισχίου ή γόνατος και γενικά δεν ενδείκνυται όταν η άρθρωση είναι σε μεγάλο βαθμό κατεστραμμένη.

Η θεραπεία της ραδιοϋμενόλυσης ενδείκνυται ακόμα και σε φλεγμένουσες επώδυνες καταστάσεις μετά από  αρθροπλαστική  γόνατος.
Συχνή εφαρμογή με καλά αποτελέσματα έχει η  θεραπεία  και στη λεγόμενη περιαρθρίτιδα ώμου, στις εκφυλιστικής αιτιολογίας αρθρίτιδες  των δακτύλων, όπως και στις αρθρώσεις των ποδών, όπου οι υπόλοιπες θεραπευτικές δυνατότητες είναι περιορισμένες.
Μια ιδιαίτερη εφαρμογή της ραδιοϋμενόλυσης είναι στην αιμορροφιλική αρθρίτιδα. Σε ασθενείς, κυρίως μικρής ηλικίας που πάσχουν από αιμοφιλία λόγω της διαταραχής πήξης του αίματος, μπορεί με την επιβάρυνση της άρθρωσης  να παρουσιαστεί αιμορραγία μέσα στην άρθρωση με την εικόνα μιας αρθρίτιδας. Επειδή δε αυτοί οι λεγόμενοι  αίμαρθροι τείνουν συχνά να υποτροπιάζουν, εύκολα επέρχεται μια μη αναστρέψιμη καταστροφή της άρθρωσης.
Η θεραπευτική δράση της ραδιοϋμενόλυσης σε αυτές τις περιπτώσεις οφείλεται στην σκλήρυνση των αγγείων οπότε και μειώνεται η πιθανότητα μιας αιμορραγίας στην άρθρωση.

Δυστυχώς, αν και όπως προαναφέρθηκε, η θεραπεία της ραδιοϋμενόλυσης εφαρμόζεται παγκοσμίως εδώ και πολλά χρόνια, στην Ελλάδα είναι ακόμα σχεδόν άγνωστη. Αν και με  την ραδιοϋμενόλυση δεν μπορεί να θεραπευτούν οι ακόμα  έως και σήμερα μη ιάσιμες παθήσεις της ρευματοπάθειας και της οστεοαρθρίτιδας, μπορούν όμως να μειωθούν σημαντικά τα συμπτώματα του ασθενή όπως και να βελτιωθεί η κινητικότητα των αρθρώσεων που πάσχουν και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η ελάχιστη επιβάρυνση του ασθενή κατά την διεξαγωγή της ραδιοϋμενόλυσης, η δυνατότητα  επανάληψης αυτής, όπως και οι λίγες  πιθανές παρενέργειες ή επιπλοκές της, όταν αυτή διεξάγεται από έμπειρους ιατρούς, την κάνουν ακόμα πιο ενδιαφέρουσα και δελεαστική για την εφαρμογή της.

Με σκοπό πάντοτε το όφελος του ασθενή και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής του, η θεραπεία της ραδιουμενόλυσης  όταν εφαρμοστεί  σωστά, δηλαδή όπου και όταν πρέπει, μπορεί να είναι μια εναλλακτική η συμπληρωματική θεραπεία στην τοπική αντιμετώπιση της επώδυνης αρθρίτιδας, όπως εξάλλου  είναι ευρέως παγκοσμίως αποδεκτή .


Το ραδιοφάρμακο ενίεται στον ενδοαρθρικό χώρο και στην συνέχεια απορροφάται απο τον υμένα της άρθρωσης τον οποίο και ακτινοβολεί χωρίς να πειραχθεί ο χόνδρος και τα οστά της άρθρωσης.


Τα ραδιενεργά σωματίδια απορροφώνται απο τον υμένα και καταστρέφουν τα κύτταρα που προκαλούν  την φλεγμονή. Μετά απο εβδομάδες : υποχώρηση της φλεγμονής.

 

 

 

 

Dr Χατζόπουλος Δημήτρης

Διευθυντής Πυρηνικής Ιατρικής
Νοσοκομείο Παπαγεωργίου Θεσσαλονίκη

Πτυχιούχος και Διδάκτορας της Ιατρικής Σχολής του  Johannes Gutenberg  Universitat του Πανεπιστημίου  Mainz  της Γερμανίας, με  διδακτορική διατριβή στην «Σπινθηρογραφική εκτίμηση της αιμάτωσης του εγκεφάλου».
Αρχικά εκπαιδεύτηκε επί τριετία στην εσωτερική Παθολογία. και στη συνέχεια εξειδικεύτηκε επί εξαετία στην Πυρηνική Ιατρική στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Schwabing του Μονάχου.
Ιδιαίτερα στο  Διαγνωστικό τομέα,  συνεργάστηκε με το Γερμανικό Καρδιολογικό Κέντρο και το Max Plank Institut στο Μόναχο όπως και με το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Groningen της Ολλανδίας στην εκτίμηση της αιμάτωσης και λειτουργίας της καρδιάς, στην σπινθηρογραφική διερεύνηση της αιμάτωσης και λειτουργίας του εγκεφάλου όπως και στην πολυσύνθετη διερεύνηση κινητικότητας των αιμοπεταλίων αντίστοιχα.
Στον Θεραπευτικό τομέα  εξειδικεύτηκε σε όλες τις θεραπευτικές εφαρμογές της Πυρηνικής Ιατρικής συμπεριλαμβανομένης και της  ακτινοπροστασίας, σαν υπεύθυνος ιατρός  του Κέντρου Ακτινοπροστασίας νοτίου Βαυαρίας, όπου εφαρμόζονταν θεραπείες σε ραδιομολύνσεις από πυρηνικά ατυχήματα.
Το 1997 ίδρυσε το πρώτο ιδιωτικό θεραπευτικό κέντρο Πυρηνικής Ιατρικής στην Ελλάδα με εφαρμογή νέων / μοντέρνων θεραπευτικών προσεγγίσεων σε παθήσεις του θυρεοειδή αδένα, ιδιαιτέρως του καρκίνου του θυρεοειδή,  με τη μέθοδο της Ραδιοϊωδιοθεραπείας.
Σε συνεργασία με τον ΕΟΦ και ΕΕΑΕ ( Δημόκριτος ) έκανε δυνατή  την εισαγωγή και την παρασκευή νέων ραδιοφαρμάκων για την πλήρη και σωστή εφαρμογή της Ραδιοϋμενόλυσης στην Ελλάδα.
Το 2002  ανέλαβε τη Διεύθυνση του Τμήματος Πυρηνικής Ιατρικής του Νοσοκομείου Παπαγεωργίου στην Θεσσαλονίκη.
Εκτός από δημοσιεύσεις επιστημονικών εργασιών σε Ελληνικά και Διεθνή επιστημονικά περιοδικά,  έχει πραγματοποιήσει παρουσιάσεις και ενημερώσεις σχετικά με τις εφαρμογές της Ραδιοϋμενόλυσης και της Ραδιοϊωδιοθεραπείας.

#########