Τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα (ΣΜΝ) είναι λοιμώξεις μεταδιδόμενες από άνθρωπο σε άνθρωπο με σεξουαλική επαφή,  (Πίνακας 1). Στην πλειοψηφία τους τα νοσήματα αυτά είναι θεραπεύσιμα. Παρ’όλα αυτά, ακόμα και η γονόρροια, που κάποτε αποτελούσε το πιό απλό στην θεραπεία του ΣΜΝ, τώρα έχει αποκτήσει αντοχή σε πολλά από τα παλαιότερα και παραδοσιακά αντιβιοτικά. Γιά τα ΣΜΝ ιογενούς αιτιολογίας όπως ο έρπητας των γεννητικών οργάνων, τα κονδυλώματα και το AIDS, δεν υπάρχει οριστική θεραπεία και ορισμένα από αυτά μπορούν να έχουν και μοιραία κατάληξη

.

 

Πολλά ΣΜΝ οδηγούν σε δυσάρεστες καταστάσεις όπως την ενδοπυελική φλεγμονή, το καρκίνο του τραχήλου της μήτρας και επιπλοκές κυήσεως ενώ η σύφιλη, το AIDS, τα κονδυλώματα, ο έρπης, η ηπατίτιδα, ακόμα και η γονόρροια έχουν ενοχοποιηθεί γιά θανάτους.

Όλα αυτά αποτελούν λόγους για τους οποίους η ενημέρωση και εκπαίδευση του κόσμου είναι απαραίτητη ώστε να επιτευχθεί η καλύτερη δυνατή πρόληψη των παθήσεων αυτών και να αποφευχθούν οι επιπλοκές τους.


Η σεξουαλική επαφή περιλαμβάνει πολλά περισσότερα από μία απλή συνουσία.
Η σεξουαλική επαφή συμπεριλαμβάνει τα φιλιά, τη στοματογεννητική επαφή και την χρήση αντικειμένων ως σεξουαλικών παιχνιδιών. Η έννοια ‘‘ασφαλές’’ sex δεν υπάρχει. Το μόνο πραγματικά ‘‘ασφαλές sex’’ είναι η σεξουαλική αποχή. Εντούτοις, η αποκλειστική σεξουαλική συνεύρεση μεταξύ δύο συντρόφων σε μία σταθερή και μόνιμη σχέση όπου και τα δύο μέλη της είναι υγιή, θεωρείται ασφαλής. Αντίθετα από ό,τι πιστεύουν οι περισσότεροι το απλό φιλί δεν αποτελεί μία τόσο ακίνδυνη πράξη, μιά και μέσω αυτού δυνητικά μεταδίδοναι η σύφιλη, ο έρπης αλλά και πολλές άλλες ασθένειες. Ούτε όμως οι εναλλακτικές μορφές επαφής είναι ασφαλείς με την έννοια της προφύλαξης από ΣΜΝ. Ο πιό συνηθισμένος τρόπος προφύλαξης από τα ΣΜΝ είναι η χρήση προφυλακτικών τα οποία είναι πολύ χρήσιμα και αποτελεσματικά στην πρόληψη συγκεκριμένων ασθενειών όπως το AIDS και η γονόρροια, αλλά λιγότερο αποτελεσματικά σε παθήσεις όπως ο έρπης, η τριχομονάδωση ή τα χλαμύδια. Επίσης τα προφυλακτικά παρέχουν ελάχιστη προστασία έναντι του ιού των κονδυλωμάτων.

Πίνακας 1. Τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα και οι πιθανές επιπλοκές τους

Συνήθη ΣΜΝ Άλλα ΣΜΝ Επιπλοκές των ΣΜΝ

Χλαμυδιακές λοιμώξεις
Γονόρροια
Ηπατίτιδα Β
Έρπητας γεννητικών οργάνων
AIDS
Κονδυλώματα (ιός HPV)
Σύφιλις
Καντιντίαση
Βακτηριδιακή κολπίτις
Μαλακό έλκος
Βουβωνικό κοκκίωμα
Αφροδίσιο λεμφοκοκκίωμα
Βλεννοπυώδης τραχηλίτις
Μολυσματική τέρμινθος
Τριχομονάδωση

Ενδοπυελική φλεγμονή
Έκτοπη κύηση
Καρκίνος τραχήλου μήτρας
Στειρότητα

Στο κείμενο που ακολουθεί αναλύονται τα πιό συνήθη ΣΜΝ και παρέχονται στοιχεία πάνω στην κλινική τους εικόνα, τη θεραπεία, τις πιθανές επιπλοκές και τους τρόπους πρόληψης.

Χλαμυδιακές Λοιμώξεις

Aίτιο και τρόποι μετάδοσης: Τα χλαμύδια (Chlamydia trachomatis) είναι βακτήρια τα οποία μεταδίδονται μέσω της κολπικής και πρωκτικής σεξουαλικής επαφής.

Συμπτώματα: Μέχρι 75% των γυναικών και 25% των ανδρών παραμένουν ασυμπτωματικοί.
Στους υπόλοιπους τα συμπτώματα περιλαμβάνουν παθολογικό έκκριμα και άλγος κατά την ούρηση. Οι γυναίκες μπορεί ακόμα να παρουσιάσουν πόνο κατά την επαφή ενώ οι άντρες οίδημα και πόνο στο όσχεο.

Θεραπεία: Μπορεί να θεραπευθεί με αντιβιοτικά, όπως η αζιθρομυκίνη, οι τετρακυκλίνες, η ερυθρομυκίνη και η οφλοξασίνη. Λόγω σχετικά παρατεταμένου χρόνου ζωής τους τα χλαμύδια απαιτούν μία παρατεταμένη θεραπεία προκειμένου να εξοντωθούν. Γιά τον λόγο αυτό η αζιθρομυκίνη που έχει εξαιρετικά μακρύ χρόνο ημίσιας ζωής πλεονεκτεί έναντι των άλλων αντιβιοτικών.

Πιθανές επιπτώσεις γιά το προσβεβλημένο άτομο:
Βλάβες που έχουν προκληθεί σε άτομα με χρόνια λοίμωξη χωρίς θεραπευτική αντιμετώπιση θεωρούνται μη αναστρέψιμες. Το 30% των πάσχουσων γυναικών που δεν λαμβάνουν καμία θεραπεία καταλήγουν με ενδοπυελική φλεγμονή η οποία οδηγεί σε έκτοπη κύηση, στειρότητα και χρόνιο πυελικό άλγος. Σε άνδρες ασθενείς που δεν έχουν λάβει θεραπεία προκαλείται επιδιδυμίτις, φλεγμονή των όρχεων και πιθανή στείρωση. Οι πάσχοντες έχουν αυξημένες πιθανότητες να νοσήσουν από AIDS εάν έρθουν σε επαφή με τον ιό του HIV (ιός της επίκτητης ανοσοανεπάρκειας).

Πιθανές επιπτώσεις σε έμβρυο και νεογέννητο:
Με φυσιολογικό τοκετό μπορεί να προκληθεί πνευμονία και οφθαλμική λοίμωξη του νεογνού κατά την κάθοδό του από τον γεννητικό σωλήνα της μητέρας . Επίσης αποτελεί μία από τις αιτίες πρόωρου τοκετού.

Πρόληψη:
100% αποτελεσματική πρόληψη αποτελεί μόνο η αποφυγή σεξουαλικής επαφής με πάσχον άτομο. Η χρήση προφυλακτικού μπορεί να μειώσει αλλά όχι να εξαλείψει τον κίνδυνο μετάδοσης της νόσου.

Aίτιο και τρόποι μετάδοσης: H γονόρροια οφείλεται στο βακτήριο ναισσέρια του γονόκοκκου (Neisseria gonorrhoea) το οποίο μεταδίδεται μέσω κολπικής, πρωκτικής και στοματικής σεξουαλικής επαφής.

Συμπτώματα: Πολλές περιπτώσεις παραμένουν εντελώς ασυμπτωματικές. Όταν υπάρχουν συμπτώματα αυτά είναι ήπια και εμφανίζονται 2-10 ημέρες μετά την έκθεση στο μικρόβιο. Αυτά περιλαμβάνουν έκκριμα από το πέος, τον κόλπο και το ορθό και αίσθημα καύσους ή κνησμού κατά την ούρηση.

Θεραπεία: Το 95 % των μη επιπλεγμένων περιπτώσεων μπορεί να θεραπευθεί με αντιβιοτικά. Παλαιότερα ήταν εξαιρετικά ευχερής η εκρίζωση της νόσου με χορήγηση πενικιλλινών. Επειδή όμως ένας μεγάλος αριθμός στελεχών του μικροβίου έχει αναπτύξει αντοχή σε αυτές συχνά τις αντικαθιστούμε με κεφαλοσπορίνες, μακρολίδες, ή κινολόνες. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν έχει αναφερθεί καμία περίπτωση αντοχής του γονόκοκκου στην κεφτριαξόνη γεγονός που την καθιστά πρώτη θεραπεία εκλογής. Επί συνύπαρξης της γονοκοκκικής λοίμωξης με χλαμύδια προτιμούμε αζιθρομυκίνη, δοξυκυκλίνη ή οξυτετρακυκλίνη.

Πιθανές επιπτώσεις για το προσβεβλημένο άτομο: Γυναίκες που δεν έχουν λάβει θεραπεία κινδυνεύουν από ενδοπυελική φλεγμονή, έκτοπη κύηση, στειρότητα και χρόνιο πυελικό άλγος. Στους άντρες μπορεί να προκαλέσει επιδιδυμίτιδα, ορχίτιδα και τελικά στείρωση. Μη-θεραπευθείσα γονόρροια μπορεί να προσβάλλει τις αρθρώσεις, τις βαλβίδες της καρδιάς και τον εγκέφαλο.

Πιθανές επιπτώσεις σε έμβρυο και νεογέννητο: Μπορεί να προκαλέσει τύφλωση και συστηματικές παθήσεις, όπως μηνιγγίτιδα και σηπτική αρθρίτιδα, σε βρέφη που μολύνθηκαν κατά την κάθοδο από τον γεννητικό σωλήνα της μητέρας. Όλα τα νεογνά μητέρων με γονόρροια πρέπει να λαμβάνουν προληπτική θεραπεία προκειμένου να αποφευχθεί η πιθανότητα τύφλωσης του νεογνού.

Πρόληψη: Η αποχή από σεξουαλική επαφή με πάσχον άτομο εξασφαλίζει 100% προστασία. Η χρήση προφυλακτικού μειώνει αλλά δεν εξαφανίξει τον κίνδυνο μετάδοσης της νόσου κατά την διάρκεια της επαφής.

Σύφιλη

Αίτιο και τρόποι μετάδοσης: Η σύφιλη προκαλείται από ένα βακτήριο, την ωχρά σπειροχαίτη (Treponema pallidum), η οποία μετδίδεται με την σεξουαλική επαφή. Δύναται όμως να μεταδοθεί και όταν μία ανοιχτή πληγή ή το τραυματισμένο δέρμα ενός υγιούς ατόμου έρθει σε επαφή με συφιλιδικά έλκη ενός πάσχοντος ατόμου.

Συμπτώματα: Στο αρχικό στάδιο η νόσος προκαλεί ανώδυνες πληγές και έλκη που εντοπίζονται κυρίως στα γεννητικά όργανα αλλά ενίοτε και σε άλλες περιοχές του σώματος (γιά παράδειγμα στη στοματική κοιλότητα). Έαν παραμείνει αθεράπευτη, τότε η λοίμωξη μπορεί να προχωρήσει στα επόμενα στάδια της νόσου με την μορφή της δευτερογόνου σύφιλης με διάχυτο εξάνθημα, πυρετό και λεφαδενοπάθεια και της τριτογόνου σύφιλης με όψιμες βλάβες στο κεντρικό νευρικό και το καρδιαγγειακό σύστημα. Ανάμεσα στα δύο τελευταία υπάρχει ένα ενδιάμεσο στάδιο αυτό της λανθάνουσας φάσης όπου δεν υπάρχουν συμπτώματα και μπορεί να διαρκέσει από λίγους μήνες μέχρι ολόκληρη τη ζωή.

Θεραπεία: Η θεραπεία εκλογής της σύφιλης είναι η πενικιλλίνη η οποία χορηγείται ενδομυικώς ή ενδοφλεβίως ανάλογα με το στάδιο της νόσου. Η θεραπεία είναι επιβεβλημένη ακόμα και στη φάση της λανθάνουσας σύφιλης, δηλαδή σε άτομα εντελώς ασυμπτωματικά. Σε άτομα που δεν μπορούν να λάβουν πενικιλλίνη λόγω αλλεργίας μπορεί να χορηγηθεί ερυθρομυκίνη.

Πιθανές επιπλοκές γιά το προσβεβλημένο άτομο: Έαν μείνει χωρίς θεραπεία η σύφιλη μπορεί να προκαλέσει σοβαρές βλάβες σε καρδιά, εγκέφαλο, οφθαλμούς, νευρικό σύστημα, οστά και αρθρώσεις και μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε θάνατο. Ασθενείς με ενεργό σύφιλη έχουν αυξημένο κίνδυνο να νοσήσουν από τον ιό του AIDS εάν έρθουν σε επαφή με πάσχοντες, λόγω του ότι τα συφιλιδικά έλκη αποτελούν ανοιχτές πύλες εισόδου γιά τον ιό HIV.

Πιθανές επιπλοκές για το έμβρυο και το νεογέννητο: Έγκυες μητέρες που δεν έχουν λάβει θεραπεία συνήθως μεταδίδουν τη νόσο στο έμβρυο. Στο 25% των περιπτώσεων τα βρέφη γεννιούνται νεκρά ή πεθαίνουν κατά τη διάρκεια της περιγεννητικής περιόδου. Ένα 40-70% των ζωντανών βρεφών πάσχει από σύφιλη και εάν παραμείνουν αδιάγνωστα ή αθεράπευτα καταλήγουν με μόνιμες βλάβες στα μάτια, το κεντρικό νευρικό και καρδιαγγειακό σύστημα.

Πρόληψη: Η αποφυγή κάθε μορφής σεξουαλικής επαφής, κολπικής, πρωκτικής ή στοματικής με μολυσμένο άτομο είναι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος πλήρους προστασίας από τη μετάδοση της σύφιλης μέσω της σεξουαλικής οδού. Η χρήση προφυλακτικών ελαττώνει αλλά δεν εξαφανίζει τον κίνδυνο μετάδοσης της ασθένειας κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής μιά και είναι πιθανή η μετάδοση του ιού παρά τη χρήση προφυλακτικού από τα έλκη που πιθανώς να υπάρχουν στην γεννητική και περιγεννητική περιοχή. Σημαντική είναι επίσης η αποφυγή οποιασδήποτε επαφής ακόμα και της απλής επαφής με μολυσματικά συφιλιδικά έλκη, λόγω της υψηλής μεταδοτικότητας της ωχράς σπειροχαίτης. Σημαντικός επίσης στην πρόληψη είναι ο ορολογικός έλεγχος, τον οποίο το κράτος μας παρέχει δωρεάν προκειμένου να διαγνωστούν και να θεραπευθούν εγκαίρως νέες περιπτώσεις προσβολής από σύφιλη.

Έρπητας των γεννητικών οργάνων

Aίτιο και τρόποι μετάδοσης: Ο έρπητας των γεννητικών οργάνων οφείλεται κυρίως στο ιό του απλού έρπητα- τύπου ΙΙ (HSV-II), ο οποίος μεταδίδεται με άμεση σωματική επαφή με το προσβεβλημένο σημείο μέσω κολπικής, πρωκτικής ή στοματογεννητικής σεξουαλικής επαφής. Ένας άλλος ερπητοιός, ο ιός του απλού έρπητα τύπου Ι ( HSV-I ) μεταδίδεται κυρίως με μη σεξουαλική σωματική επαφή και προσβάλει κυρίως τα χείλη. Μπορεί ωστόσο να μεταδοθεί και μέσω στοματογεννητικής επαφής προκαλώντας ερπητικές βλάβες στα γεννητικά όργανα.

Συμπτώματα: Τα συμπτώματα είναι συνήθως ήπια και συμπεριλαμβάνουν αίσθημα κνησμού ή καύσους, άλγος στα κάτω άκρα, τους γλουτούς και τη περιγεννητική χώρα, κολπικό έκκριμα και ενδεχομένως φυσσαλίδες ή επώδυνες διαβρώσεις στην γεννητική περιοχή, τους γλουτούς, τον πρωκτό, ή και σε οποιοδήποτε άλλο σημείο του σώματος. Οι βλάβες επουλώνονται μετά από αρκετές εβδομάδες αλλά πιθανόν να υποτροπιάσουν, καθώς ο ιός «κρύβεται» στα νευρικά γάγγλια της γεννητικής περιοχής και μπορεί να ενεργοποιηθεί υπό συνθήκες stress, εμπυρέτου επεισοδίου, εμμήνου ρύσεως, και άλλων παραγόντων.

Θεραπεία: Οι τοπικές ανιτικές αλοιφές ασικλοβίρης και πενσικλοβίρης δεν αποτελούν ιδιαίτερα αποτελεσματική θεραπεία καθώς βραχύνουν κατά πολύ λίγο την διάρκεια κάθε επεισοδίου και το χρόνο επούλωσης Τα συστηματικώς χορηγούμενα αντιιικά φάρμακα (ασικλοβίρη, φαμσικλοβίρη, βαλασικλοβίρη) που χορηγούνται γιά 5-7 ημέρες αμέσως μετά την έναρξη του εξανθήματος ή των συμπτωμάτων που το συνοδεύουν είναι αποτελεσματικά όσον αφορά στην μείωση της διάρκειας και την ελάττωση της συχνότητας των υποτροπών της νόσου. Σε άτομα που έχουν συχνές υποτροπές η χορήγηση συνεχούς αντιβιοτικής θεραπείας (γιά 6-12 μήνες) προφυλάσσει από τα επεισόδια έκθυσης του εξανθήματος.

Πιθανές επιπλοκές γιά το προσβεβλημένο άτομο: Πάσχοντα άτομα με ανοιχτές πληγές / έλκη που αποτελούν πύλη εισόδου του ιού, έχουν αυξημένο κίνδυνο να νοσήσουν από τον ιό του AIDS εάν έρθουν σε επαφή με πάσχοντες.

#########