Ο διαβήτης είναι ένα νόσημα που χαρακτηρίζεται από την αδυναμία του οργανισμού να εκκρίνει ινσουλίνη ή να την χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά (αντίσταση στην ινσουλίνη). Η ινσουλίνη επιτρέπει στους μυς και στους άλλους ιστούς του σώματος να απορροφήσουν και να χρησιμοποιήσουν την γλυκόζη από το αίμα. Όταν το πάγκρεας δεν παράγει αρκετή ινσουλίνη, η γλυκόζη δεν μπορεί ούτε να χρησιμοποιηθεί, ούτε να αποθηκευθεί στον οργανισμό.

 

Αυτό έχει ως συνέπεια αφενός τα κύτταρα να μην έχουν την απαραίτητη ενέργεια για τη λειτουργία τους και αφετέρου το αίμα να περιέχει περισσότερο σάκχαρο από το κανονικό (υπεργλυκαιμία).
90% των διαβητικών έχουν Διαβήτη τύπου 2 (παλαιότερα γνωστός ως διαβήτης ενηλίκων)  λόγω του ότι εμφανίζεται  κυρίως σε ενήλικες (μετά τα 40) αλλά τελευταία παρατηρείται και σε υπέρβαρα παιδιά και εφήβους. Στη μορφή αυτή του διαβήτη ο οργανισμός μπορεί να συνεχίζει να παράγει αρκετή ινσουλίνη αλλά δεν είναι σε θέση να την χρησιμοποιήσει ικανοποιητικά.

 

Οι ερευνητές πιστεύουν ότι στην ανάπτυξη του διαβήτη τύπου 2 εμπλέκονται γενετικοί παράγοντες και παράγοντες που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής όπως η παχυσαρκία και η καθιστική ζωή. Και αν στα γενετικά ελαττώματα που οδηγούν στην εμφάνιση του διαβήτη δεν μπορούμε ακόμα να παρέμβουμε,  οι επιστήμονες πιστεύουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων διαβήτη τύπου 2 μπορούν να προληφθούν με έναν τρόπο ζωής που περιλαμβάνει τακτική άσκηση και διατήρηση του σωματικού βάρους σε χαμηλά επίπεδα

Σημασία πρόληψης και έγκαιρης διάγνωσης  Σακχαρώδη Διαβήτη

 

Ο διαβήτης αναπτύσσεται σιγά σιγά και στα αρχικά στάδια τα συμπτώματα είναι ήπια ( ανεξήγητη κόπωση – μουδιάσματα στα κάτω άκρα – συχνές λοιμώξεις ) και συνήθως δεν αναγνωρίζονται από τους ασθενείς με αποτέλεσμα να παραμένουν αδιάγνωστοι για αρκετά χρόνια. Έτσι δεν είναι σπάνιο να υπάρχουν ήδη επιπλοκές κατά την διάγνωση, ενώ σήμερα ξέρουμε ότι οι επιπλοκές εμφανίζονται ακόμα και στην προδιαβητική κατάσταση, γεγονός που καθιστά σημαντική αφενός την πρώιμη διάγνωση του διαβήτη και αφετέρου τον εντοπισμό των ατόμων που βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο ανάπτυξης ΣΔ και την παρέμβαση με σκοπό  την πρόληψη ή την καθυστέρηση εμφάνισης του διαβήτη

Πρόληψη Εξετάσεις για την διάγνωση διαβήτη

Το 1ο βήμα στην πρόληψη αποτελεί η ανίχνευση με βάση απλών εξετάσεων αίματος ατόμων που είτε πάσχουν χωρίς να το γνωρίζουν, είτε βρίσκονται σε μια προδιαβητική κατάσταση. Έτσι όλα τα υπέρβαρα ή παχύσαρκα άτομα ανεξαρτήτως ηλικίας ( πρακτικά όσοι ζυγίζουν τουλάχιστον 20% περισσότερο από το ιδανικό βάρος για το ύψος και τον σωματότυπό τους) θα πρέπει 1 φορά τον χρόνο να υποβάλλονται σε βιοχημικές εξετάσεις αίματος :

  • σάκχαρο νηστείας ή
  • γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη, έναν αξιόπιστο δείκτη για τα επίπεδα που κυμαίνεται το σάκχαρο αίματος του οργανισμού μας το τελευταίο 3μηνο  κατά μέσον όρο ή
  • 2ωρη καμπύλη ανοχής στην γλυκόζη) .

Αν δεν έχουν κάποιους άλλους  παράγοντες κινδύνου, όπως  1ου βαθμού διαβητικό συγγενή,  υπερχοληστεριναιμία, καθιστική ζωή ή αρτηριακή υπέρταση, τότε ο έλεγχος θα πρέπει να ξεκινά στην ηλικία των 45 ετών. Όσα άτομα κριθούν με βάση τα αποτελέσματα  των εξετάσεων ότι βρίσκονται σε κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη θα πρέπει να τεθούν σε πρόγραμμα πρόληψης ή καθυστέρησης εμφάνισης της νόσου

Πρόληψη/καθυστέρηση εμφάνισης διαβήτη τύπου 2

Όπως αναφέρθηκε η παχυσαρκία αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα κινδύνου για τον σακχαρώδη διαβήτη και οφείλεται στην αυξημένη πρόσληψη θερμίδων αλλά και στην καθιστική ζωή. Πολλές μελέτες πρόληψης του διαβήτη έδειξαν ότι αν τα υπέρβαρα άτομα και όσοι βρίσκονται στο προδιαβητικό στάδιο ακολουθήσουν τα παρακάτω δύο απλά μέτρα μειώνεται  η πιθανότητα εμφάνισης διαβήτη κατά 60 % :

1.    ένα υγιές πρόγραμμα διατροφής με στόχο την απώλεια 5-10% του αρχικού σωματικού τους βάρους (περίπου 5-8 kg ) και

2.    αυξημένη σωματική δραστηριότητα,  που συνίσταται σε ήπια αεροβική άσκηση όπως γρήγορο περπάτημα τουλάχιστον 30 λεπτών/  5 φορές την εβδομάδα

Ο στόχος της παρέμβασης θα πρέπει να είναι η αλλαγή του τρόπου ζωής των ατόμων με την μεταβολή των  διαιτητικών συνηθειών  για πάντα και όχι απλώς  η εφαρμογή κάποιας βραχυχρόνιας δίαιτας με μοναδικό σκοπό την απώλεια κάποιων κιλών,  τα οποία άλλωστε συνήθως τα άτομα επανακτούν σύντομα μετά την διακοπή της δίαιτας.

Σε γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τις διατροφικές οδηγίες στα παρακάτω

  • Μείωση των προσλαμβανομένων θερμίδων
  • Κατανάλωση τροφών πλούσιων σε φυτικές ίνες πχ καθημερινή κατανάλωση τουλάχιστον 5 μερίδων λαχανικών ή φρούτων και τουλάχιστον 4 μερίδων οσπρίων την εβδομάδα
  • Μείωση του προσλαμβανομένου λίπους κυρίως του κορεσμένου ζωικής προέλευσης : αυτό μπορεί να επιτευχθεί καταναλώνοντας ψάρι και άπαχα κρέατα , με την χρήση ελαιόλαδου και αποφυγή βουτύρου
  • Αποφυγή επεξεργασμένων τροφίμων όπως γλυκά, αναψυκτικά,  τυρόπιτες.
  • Μέτρια πρόσληψη οινοπνεύματος/άλατος

 

Φαρμακευτική αγωγή

Σε μερικά άτομα, ειδικά όσα βρίσκονται σε πολύ μεγάλο κίνδυνο να παρουσιάσουν διαβήτη, (πχ όσοι έχουν τιμές σακχάρου νηστείας μεταξύ 110 και 126 mg%) μαζί με την αλλαγή του τρόπου ζωής μπορεί να χορηγηθεί και ένα αντιδιαβητικό σκεύασμα, η μετφορμίνη. Άλλα φάρμακα που έχουν δείξει μείωση της εμφάνισης διαβήτη , πάντα σε συνδυασμό με μεταβολή του τρόπου ζωής, είναι η ορλιστάτη , η ακαρβόζη και η πιογλιταζόνη, χωρίς όμως να συστήνεται η χρήση τους.

 

Θεραπεία σακχαρώδη διαβήτη

Ο διαβήτης σχετίζεται με την ανάπτυξη σοβαρών επιπλοκών κυρίως από την καρδιά, τα κάτω άκρα, τους νεφρούς και τα μάτια και αποτελεί μια από τις κύριες αιτίες νοσηρότητας και θνησιμότητας σε όλο τον κόσμο. Μεγάλες πολυκεντρικές μελέτες έδειξαν οι επιπλοκές αυτές σε μεγάλο ποσοστό εξαρτώνται από τον βαθμό ελέγχου του σακχάρου στο αίμα. Οι στόχοι λοιπόν στους οποίους αποβλέπει η θεραπευτική αγωγή στον διαβήτη είναι η επίτευξη της καλύτερης δυνατής ρύθμισης με σκοπό την μείωση του κινδύνου επιπλοκών και όχι βέβαια η ίαση, δεδομένου ότι ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μία μόνιμη πάθηση που ρυθμίζεται και δεν θεραπεύεται ριζικά όπως ένα παροδικό νόσημα (π.χ. κρυολόγημα). Στόχοι της ρύθμισης είναι κυρίως η μείωση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c < 7%) , της γλυκόζης νηστείας , αλλά και της μεταγευματικής γλυκόζης

Η θεραπευτική αντιμετώπιση έχει τρία βασικά σκέλη. Τη δίαιτα, την άσκηση και τη φαρμακευτική αγωγή (αντιδιαβητικά δισκία , ινσουλίνη).  Όταν η δίαιτα και οι αλλαγές στον τρόπο ζωής αρχίζουν να μην έχουν επίδραση στα επίπεδα της γλυκόζης αίματος, μπορεί να συνταγογραφηθεί φαρμακευτική αγωγή. Αυτό δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως σημάδι επιδείνωσης του διαβήτη ή ως λάθος του ασθενούς, αλλά αποτελεί ένα φυσιολογικό κομμάτι της θεραπείας για το διαβήτη τύπου 2 και σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει αποτυχία του ασθενούς. Άλλωστε τα περισσότερα άτομα με διαβήτη θα χρειαστεί  τελικά, να πάρουν φάρμακα για να μειώσουν το σάκχαρο στο αίμα τους.

 


Η φαρμακευτική θεραπεία

Τα τελευταία χρόνια σοβαρές έρευνες οδήγησαν στη δημιουργία πολλών νέων φαρμάκων, συμβάλλοντας στην επίτευξη καλύτερου μεταβολικού ελέγχου. Πρόσφατα κυκλοφόρησε και στην χώρα μας ο συνδυασμός δύο τεκμηριωμένων αντιδιαβητικών φαρμάκων (πιογλιταζόνης και μετφορμίνης ) σε 1 χάπι. Ο έτοιμος συνδυασμός διατηρεί όλες τις θετικές επιδράσεις στην αποτελεσματικότητα των δύο  φαρμακευτικών ουσιών :

  • υποχώρηση των τιμών σακχάρου στο αίμα η οποία διατηρείται για μεγάλο χρονικό  διάστημα,
  • ευεργετική επίδραση στο καρδιοαγγειακό μειώνοντας τα μείζονα συμβάματα (έμφραγμα μυοκαρδίου και αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο ) , ιδιαίτερα σε ασθενείς που βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο για καρδιοαγγειακά επεισόδια.

Επιπλέον ο συνδυασμός σταθερής δοσολογίας εξασφαλίζει καλύτερη συμμόρφωση των ασθενών στην αντιδιαβητική αγωγή (δηλαδή το αν λαμβάνουν τα φάρμακα που τους έχουν δοθεί στην σωστή δόση και χρόνο ) . Μελέτες τα τελευταία χρόνια έδειξαν ότι ένα ποσοστό 20-30 % των διαβητικών ασθενών δεν  λαμβάνουν σωστά την συνταγογραφούμενη θεραπευτική αγωγή, με αποτέλεσμα η βελτίωση των τιμών σακχάρου  να μην είναι η αναμενόμενη. Το πρόβλημα της συμμόρφωσης έχει αναγνωριστεί επίσημα από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας από το 2003 και έχουν προταθεί διάφοροι τρόποι αντιμετώπισης του. Η χορήγηση έτοιμων συνδυασμών φαρμάκων είναι ένας από αυτούς. Στην περίπτωση του μετφορμίνης και πιογλιταζόνης βρέθηκε ότι ο συνδυασμός σταθερής δοσολογίας μείωσε κατά   26% τον κίνδυνο μη-συμμόρφωσης σε σύγκριση με το να δίδονταν τα δύο φάρμακα ξεχωριστά

Συνοψίζοντας ο στόχος στην αντιμετώπιση του διαβήτη τύπου 2 είναι πάντα η διατήρηση των επιπέδων της γλυκόζης αίματος όσο πιο κοντά γίνεται στα φυσιολογικά επίπεδα. Η υγιεινή διατροφή και η συχνή άσκηση παίζουν κομβικό ρόλο και  η έναρξη της θεραπείας προτείνεται να γίνεται με παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής του ασθενούς και παράλληλη χορήγηση μετφορμίνης.  Στη συνέχεια, αν δεν επιτυχάνονται ή δεν διατηρούνται οι γλυκαιμικοί στόχοι, συνιστάται η προσθήκη και άλλων φαρμακευτικών σκευασμάτων. Μεταξύ αυτών που κυκλοφορούν η πιογλιταζόνη διαθέτει πολλά πλεονεκτήματα (μακροχρόνια ρύθμιση του διαβήτη, μείωση του κινδύνου για καρδιοαγγεικά επεισόδια) και μπορεί πλέον να χορηγηθεί μαζί με την μετφορμίνη σε 1 χάπι,  διατηρώντας αφενός τα οφέλη και από τις δύο ουσίες και αυξάνοντας αφετέρου την συμμόρφωση των ασθενών.

 

 

Λευτέρης Αζάς

Παθολόγος και είναι Επιμελητής του Νοσοκομείου “ΥΓΕΙΑ” .

Αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1991 . Εν συνεχεία εκπόνησε την διδακτορική του διατριβή στο Διαβητολογικό Κέντρο Β´ Προπαιδευτικής Παθολογικής Κλινικής Πανεπιστημίου Αθηνών όπου  εξειδικεύθηκε στην αντιμετώπιση ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη. Το 2001  απέκτησε τον τίτλο Ιατρικής Ειδικότητας Παθολογίας. Στα πλαίσια της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης συμμετέχει στα σπουδαιότερα (παγκόσμια και πανευρωπαϊκά ) συνέδρια σακχαρώδη διαβήτη, ενώ είναι προσκεκλημένος ομιλητής σε πολλά συνέδρια και εξειδικευμένα σεμινάρια που καλύπτουν ολόκληρο το φάσμα της Παθολογίας

 

#########