Πώς γίνεται η διάγνωση της οστεοπόρωσης;

Όπως αναφέραμε στην αρχή είναι πολύ σημαντικό η διάγνωση της οστεοπόρωσης να γίνεται πριν προχωρήσει η κατάσταση και παρουσιασθούν τα παθολογικά κατάγματα. Επειδή δεν υπάρχουν προειδοποιητικά συμπτώματα για το νόσημα αυτό, η διάγνωση πρέπει να βασίζεται σε δύο άξονες. Αρχικά στην εντόπιση ύπαρξης προδιαθετικών παραγόντων, δηλαδή ιστορικού που να καθιστά το τη γύναικα άτομο υψηλού κινδύνου για εμφάνιση του νοσήματος. Προδιαθετικοί παράγοντες είναι η κληρονομικότητα, η πρόωρη εμμηνόπαυση ή ύπαρξη πρωτοπαθούς αμμηνόροιας, η χαμηλή πρόσληψη ασβεστίου με τη μορφή των γαλακτοκομικών προϊόντων, το κάπνισμα, η κατάχρηση του καφέ, η σωματική αδράνεια, η λήψη ορισμένων φαρμάκων και η ύπαρξη ασθενειών.

Ο δεύτερος άξονας διάγνωσης είναι καθαρά εργαστηριακός και απαιτεί τη μέτρηση της οστικής πυκνότητας, καθώς επίσης και ωρισμένες εξετάσεις αίματος και ούρων. Η μέτρηση της οστικής πυκνότητας γίνεται με ειδικά όργανα μεγάλης ακρίβειας που μετρούν την περιεκτικότητα του σκελετού σε άλατα ασβεστίου .

Τα μηχανήματα αύτα έχουν το προσόν ότι εκπέμπουν ελάχιστη ποσότητα ακτινοβολίας, έχουν όμως το μειονέκτημα της οικονομικής επιβάρυνσης των οστών. Με τον τρόπο αυτό η μέτρηση της οστικής πυκνότητας επιβάλλεται να γίνεται κυρίως σε άτομα με υψηλό κίνδυνο, όπως διαπιστώνεται από το ιστορικό τους. Η μέτρηση της οστικής πυκνότητας είναι επίσης ιδιαίτερα χρήσιμη στην παρακολούθηση της θεραπείας των οστεοπορωτικών ασθενών.

Ποιες είναι οι απλές ενέργειες του κλινικού γιατρού, ώστε να οδηγηθεί σε ασφαλή διάγνωση της οστεοπόρωσης σε ασθενείς με συγκεκριμένη κλινική εικόνα;

Ο κλινικός γιατρός ξεκινά πρώτα με εκτίμηση της κλινικής κατάστασης της ασθενούς. Πολλές ασθενείς παραπονούνται για ενοχλήματα που πιθανό να σχετίζονται με οστεοπόρωση (π.χ. ραχιαλγία), αλλά σε άλλες περιπτώσεις η κλινική εικόνα μάλλον είναι άσχετη με την οστεοπόρωση (π.χ. πόνος στα γόνατα, το ισχίο κλπ) .

Είναι ευνόητο ότι ο γιατρός εκτός από τη διερεύνηση της οστεοπόρωσης, επιβάλλεται να ασχοληθεί και με τα άλλα προβλήματα, εξετάζοντας τις πιθανές αλληλοεπιδράσεις μεταξύ των διαφόρων νοσημάτων. Μαζί με τη διερεύνηση των κλινικών εκδηλώσεων, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η ψυχική κατάσταση της ασθενούς, επειδή πολλά μυοσκελετικά ενοχλήματα οφείλονται στο σύνδρομο της ινομυαλγίας και σε υπόβαθρο μακρόχρονης κατάθλιψης.

Κατά τη λήψη του ιστορικού και την εκτίμηση των παραγόντων κινδύνου για οστεοπόρωση συνήθως εντοπίζουμε και κλινικά στοιχεία χαρακτηριστικά άλλων νοσημάτων που μπορεί να σχετίζονται με παθήσεις των οστών π.χ. η ύπαρξη ιστορικού νεφρολιθίασης πιθανολογεί κάποια μορφή υπερπαραθυρεοειδισμού.Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δίνεται σε συνύπαρξη παθήσεων που προκαλούν δευτεροπαθή οστεοπόρωση π.χ. υπογοναδισμό, υπερθυρεοειδισμό κ.ά.


Στην αντικειμενική εξέταση της ασθενούς θα ληφθεί υπόψη η ύπαρξη παραμορφώσεων του σκελετού και η κατάσταση του μυϊκού συστήματος. Η κύφωση της θωρακοσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης πρέπει να διαφοροδιαγνωσθεί από την αγγυλωτική σπονδυλίτιδα και συναφή νοσήματα σπονδυλικής υπερόστωσης. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στη φυσική κατάσταση των μυϊκού ιστού, όπου η μυϊκή ατροφία είναι δυνατό να σχετισθεί με διάφορα νοσήματα (π.χ. αυτοάνοσα νοσήματα) ή να είναι η κύρια αιτία πρόκλησης οστεοπόρωσης από αχρησία του σκελετού.


Έχοντας ολοκληρωμένη την κλινική εικόνα της ασθενούς και προκειμένου να διευκρινίσουμε αν σχετίζεται με την οστεοπόρωση προχωρούμε την εκτίμηση της προβολικής οστικής πυκνότητας.

Η εξέταση αυτή παρουσιάζει πολλές ιδιορρυθμίες και η ερμηνεία της γίνεται πάντα με προσοχή.

Συνήθως η ανεύρεση οστικής πυκνότητας σε μία τουλάχιστον περιοχή του σκελετού με T-score μικρότερο του -2.5 SD είναι ενδεικτική παθολογικής ελάττωσης και απαιτεί θεραπεία. Η χαμηλή τιμή της οστικής πυκνότητας δεν είναι πάντως αποδεικτική της οστεοπόρωσης, ειδικότερα της ιδιοπαθούς. Τα περισσότερα μεταβολικά νοσήματα των οστών συνοδεύονται από χαμηλή οστική πυκνότητα, πράγμα που οδηγεί στο λογικό συμπέρασμα ότι η ανεύρεση μίας παθολογικής τιμής BMD δεν επιτρέπει έναρξη θεραπείας, αλλά απλά απαιτεί περισσότερη διερεύνηση της ασθενούς.

Η διαγνωστική φαρέτρα του κλινικού γιατρού περιλαμβάνει πολλές εξετάσεις (γενικές αιματολογικές εξετάσεις, βιοχημικούς οστικούς δείκτες, ορμονολογικούς ελέγχους, ανοσολογικούς δείκτες, ακτινολογικό έλεγχο, σπινθηρογράφημα των οστών, αξονική και μαγνητική τομογραφία κλπ.).

Η επιλογή των εξετάσεων αυτών πρέπει να γίνεται με κριτικό τρόπο και να βασίζεται στην απλή λογική συνέχεια η οποία επιβάλλει τη διαμόρφωση γνώμης μετά απόδειξη μίας υπόθεσης.

Στην περίπτωση της οστεοπόρωσης συνήθως μετά την οστική πυκνομετρία προχωρούμε πρώτα στη μελέτη της ομοιστασίας του ασβεστίου και ακολούθως της οστεοκλαστικής /οστεοβλαστικής δραστηριότητας με τη μέτρηση των οστικών βιοχημικών δεικτών. Οι συνήθεις εξετάσεις περιλαμβάνουν τα εξής:

  • Ομοιοστασία του ασβεστίου:
  • Ολικό ασβέστιο, φωσφόρος, και ασβέστιο ούρων 24ώρου.
  • Παραθορμόνη, 25-υδροξυβιταμίνη D, 1,25 διϋδρόξυβιταμίνη D ορού.
  • Οστεοκλαστική/οστεοβλαστική δραστηριότητα:
  • Βιοχημικοί δείκτες οστικής παραγωγής (ολική αλκαλική φωσφατάση, οστικό ισοένζυμο αλκαλικής φωσφατάσης, οστεοκαλσίνη ορού).
  • Βιοχημικούς δείκτες οστικής απορρόφησης ασβέστιο, υδροξυπρολίνη , D-πυριδολίνη, C-τελοπεπτίδιο και Ντελοπεπτίδιο του κολαγόνου ούρων 2ώρου νήστεος και ανηγμένα προς την αποβαλόμενη κρεατινίνη. Πρόσφατα τόσο το C όσο το Ν τελοπεπτίδια μετρώνται στον ορό του αίματος.


#########