Oι παραρρινοκολπίτιδες είναι φλεγμονές των παραρρινίων κοιλοτήτων, δηλαδή των κόλπων γύρω από τη μύτη, οι οποίες αρχίζουν συνήθως ως ιογενείς λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού και επιπλέκονται με μικροβιακή επιμόλυνση.Παραρρινοκολπίτιδες παρατηρούνται επίσης όταν υπάρχουν:παρακώλυση των οδών απορροής των εκκρίσεων των παραρρινίων, όπως συμβαίνει σε έντονη σκολίωση του διαφράγματος, ανατομικές παραλλαγές, ρινίτιδες, πολύποδες, επί μακρόν παραμονή ρινογαστρικού σωλήνα, πωματισμός μύτης ή ξένα σώματα των ρινικών θαλαμών,φλεγμονές από δόντια του ιγμορείου,τραυματισμός του προσώπου ή κολύμβηση σε μολυσμένα νερά,επιμολύνσεις από μύκητες.

 

Ποια είναι τα συμπτώματα;

“Κλασικά”
συμπτώματα, ανάλογα με τον κόλπο που πάσχει είναι:

Το αίσθημα βάρους και η ευαισθησία στο μάγουλο (στην ιγμορίτιδα), πόνος πίσω ή ανάμεσα στα μάτια και η απώλεια όσφρησης (στην ηθμοειδίτιδα), ο έντονος πόνος στο μέτωπο με παράλληλη έντονη ευαισθησία στην πίεση της περιοχής (στη μετωπιαία κολπίτιδα), ο πόνος στο κέντρο της κεφαλής ή στον αυχένα που συνοδεύεται από οπισθορινικές εκκρίσεις (στη σφηνοειδίτιδα).

– Επιμονή του «κρυολογήματος» με αύξηση των εκκρίσεων που μετατρέπονται σε πυώδεις, ελάττωση της όσφρησης, επιδείνωση του «μπουκώματος» της μύτης και εντοπισμένη ευαισθησία ή και άλγος στο πρόσωπο, σημαίνουν επέκταση της φλεγμονής και στα παραρρίνια.

– Πρωινή κεφαλαλγία που υποχωρεί κατά τη διάρκεια της ημέρας, μπορεί να σημαίνει μετωπιαία κολπίτιδα.

– Δύσοσμες ρινικές εκκρίσεις μπορεί να σημαίνουν φλεγμονή από δόντια ή ξένο σώμα.

– Οίδημα στο μάγουλο ή τα βλέφαρα με συνοδό ευαισθησία τους μετά από λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού, μπορεί να σημαίνει παραρρινοκολπίτιδα.

– Επίμονη φαρυγγίτιδα ή συχνές λοιμώξεις πνευμόνων είναι επίσης δυνατό να οφείλονται σε παραρρινοκολπίτιδα.
Στη χρόνια φάση τα συμπτώματα είναι ίδια με την οξεία, αλλά πολύ ελαφρύτερα
.
– Ο πυρετός συνήθως είναι μέτριος ή απουσιάζει. Υψηλός πυρετός είναι ένδειξη επιπλοκής, για την αντιμετώπιση της οποίας επιβάλλεται ακτινολογικό έλεγχος με αξονική τομογραφία παραρρινίων – εγκεφάλου και ενδοσκόπηση ρινός.

Μεγάλη σημασία για τη διάγνωση της οξείας παραρρινοκολπίτιδας έχει η ενδοσκόπηση της μύτης, δηλαδή η εξέταση με ειδική κάμερα, από έμπειρο ενδοσκόπο. Η απλή ακτινογραφία παραρρινίων υστερεί στον έλεγχο της παραρρινοκολπίτιδας (αξιοπιστία 70%), κυρίως της οξείας, σε σχέση με την ενδοσκόπηση της ρινός. Εάν υπάρχει ενδοιασμός ή κρίνεται σκόπιμη η διερεύνηση τυχόν χρονίζουσας φλεγμονής, τότε συνιστάται αξονική ή μαγνητική τομογραφία των παραρρινίων.

Η
θεραπεία των παραρρινοκολπιτίδων είναι επίπονη διαδικασία που όμως αν αντιμετωπιστεί σωστά από τον ΩΡΛ θεραπεύεται.

Η θεραπεία για οξεία παραρρινοκολπίτιδα πρέπει να διαρκεί το λιγότερο 15 – 20 ημέρες και για χρονία όχι λιγότερο από μήνα.

Η θεραπεία της παραρρινοκολπίτιδας πρέπει να αποσκοπεί κυρίως στην αποκατάσταση του φυσιολογικού αερισμού και στην παροχέτευση των εκκρίσεων και του πύου.

Η περιποίηση της μύτης είναι σημαντικότατη.

«Κρυολόγημα» που επιμένει και εκδηλώνεται μόνο με ρινική δυσχέρεια και βλεννοπυώδεις εκκρίσεις δεν χρειάζεται αντιβίωση εάν δεν περάσουν 12-14 ημέρες. Αρκεί συνήθως η επισταμένη περιποίηση της μύτης με ρινοπλύσεις, τοπικά αποσυμφορητικά και αποιδηματικά. Στην επιλογή της αντιβίωσης πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν η αιτία της φλεγμονής (π.χ. δόντια ή επιμόλυνση ιογενούς φλεγμονής).

Η χειρουργική θεραπεία των παθήσεων των παραρρινίων, αν και σχετικά σπάνια εφαρμόζεται, πρέπει να αποσκοπεί όχι μόνο στην απομάκρυνση της βλάβης αλλά και στην πρόνοια για αποφυγή παρόμοιων προβλημάτων στο μέλλον. Η ενδοσκοπική χειρουργική είναι μέθοδος εκλογής, αφού μειώνει σημαντικά τη βαρύτητα των επεμβάσεων, την πιθανότητα επιπλοκών και υποτροπών, την ταλαιπωρία του ασθενούς και το κόστος. Η υπό μεγέθυνση χειρουργική επέμβαση μέσω οθόνης εξασφαλίζει την, με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια, ριζική αφαίρεση της βλάβης και μόνο, χωρίς να καταστρέφονται υγιείς ιστοί. Ακόμα, οι ενδοσκοπικές επεμβάσεις έχουν συνήθως πολύ περιορισμένη έκταση (άρα και βαρύτητα), διότι έχει αποδειχτεί ότι εάν αποκατασταθεί η ομαλή απομάκρυνση των εκκρίσεων από τα ιγμόρεια και τα υπόλοιπα παραρρίνια, αυτό είναι συνηθέστατα αρκετό για την ριζική αντιμετώπιση των παθήσεων τους.

Τα παραπάνω σε καμμία περίπτωση δεν καλύπτουν το θέμα «παραρρινοκολπίτιδες». Γίνεται προσπάθεια να αναφερθούν κάποια λεπτά σημεία, να ξεκαθαριστούν ίσως κάποιες «γκρίζες περιοχές» και γιατί όχι, να καταρριφθούν κάποιοι μύθοι που καθημερινά αντιμετωπίζουμε εμείς οι ωτορινολαρυγγολόγοι στην προσπάθεια μας να θεραπεύσουμε ένα από τα πιό κοινά αλλά και επίμονα νοσήματα.

 

Σάββας Γ. Καζάνας

Χειρουργός Ωτορινολαρυγγολόγος. Σπούδασε στη Θεσσαλονίκη, μετεκπαιδεύτηκε σε Γερμανία – Ολλανδία στην Ενδοσκοπική Μικροχειρουργική, τη χρήση laser και τη Χειρουργική της Βάσης του Κρανίου. Εργάστηκε ως Επιμελητής στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ. Είναι Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1991 ξεκίνησε την Ενδοσκοπική Μικροχειρουργική της μύτης και των παραρρινίων. Εργάζεται από το 1995 στο Νοσοκομείο «Yγεία» . Έχει πάνω από 40 δημοσιεύσεις σε Ελληνικά και ξένα περιοδικά, ανάλογες εργασίες και συμμετείχε στη συγγραφή Ελληνικών και Αγγλόφωνων βιβλίων πάνω στο αντικείμενο του. Είναι συνιδρυτής και στο Δ.Σ. της Ελληνικής Ρινολογικής Εταιρείας. Έχει οργανώσει και είναι βασικός εκπαιδευτής σε πολλά σεμινάρια και συνέδρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

 

 

#########