Η λέξη κατάθλιψη έχει πολλές διαφορετικές σημασίες. ’λλα εννοούμε όταν την χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας γλώσσα και άλλα όταν την χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε ένα κλινικό σύνδρομο που απαιτεί θεραπεία. Στην καθομιλουμένη όταν λέμε ότι “σήμερα έχω κατάθλιψη”, “είμαι στεναχωρημένος”, “νιώθω λυπημένος”, “δεν έχω κέφι”, “αυτός ο άνθρωπος σου φέρνει κατάθλιψη” ή “νιώθω μελαγχολικά”, στην ουσία αναφερόμαστε σε μια κατάσταση που έχει να κάνει με την διάθεσή μας. Η διάθεση είναι ένα συναίσθημα και γι’αυτό συνήθως χρησιμοποιούμε τον όρο “νιώθω” για να το περιγράψουμε. Η διάθεσή μας είναι καταθλιπτική ή μελαγχολική όταν είμαστε λυπημένοι για κάτι. Το αντίθετό της είναι η χαρά. Ωστόσο τις περισσότερες φορές δεν νιώθουμε ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά μάλλον είμαστε σε μια ουδέτερη κατάσταση.

Μπορούμε λοιπόν να δούμε ότι υπάρχει μια κλίμακα διαβάθμισης όπου στο ένα άκρο έχει τη χαρά και στο άλλο την λύπη. Οσο πιο κοντά βρισκόμαστε προς την τελευταία τόσο πιο στεναχωρημένοι νιώθουμε, τόσο πιο μελαγχολικά και καταθλιπτικά αισθανόμαστε. Η κατάθλιψη λοιπόν όπως την χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας γλώσσα έχει μια ποιοτική συνιστώσα αλλά και μια ποσοτική, η οποία μπορεί να εκτείνεται από το ελαφρύ αίσθημα λύπης έως την έντονη κατήφεια και δυστυχία.

Τι εννοούμε με τον όρο Κατάθλιψη στην Ψυχιατρική ;


Καταρχήν η κατάθλιψη μπορεί να είναι ένα και μοναδικό σύμπτωμα που συνήθως διαρκεί λίγο ή μπορεί να είναι σύνδρομο ή διαταραχή, που αποτελείται και από άλλα συμπτώματα που τείνουν να επιμένουν. Τα άτομα που παραπονούνται για κατάθλιψη συχνά αναφέρονται σε μια επίμονη αίσθηση κατάπτωσης ή θλίψης, ή έλλειψη ενδιαφέροντος ή ικανοποίησης (ανηδονία). Τα άτομα αυτά είτε παρουσιάζουν οξυθυμία είτε αναφέρεται από άλλους ότι βρίσκονται σε κατάθλιψη ή ότι έχουν χάσει το ενδιαφέρον τους για ζωή γιατί είναι συχνά δακρυσμένα η λυπημένα ή δε συμμετέχουν σε δραστηριότητες που, υπό άλλες συνθήκες θα τους προκαλούσαν ευχαρίστηση. Υπάρχουν, όμως, κι άλλα συμπτώματα που συχνά συνοδεύουν την καταθλιπτική διάθεση ή την ανηδονία, που μάλιστα μπορεί να αναφερθούν από τον ασθενή στην πρώτη συνέντευξη. Οι διαταραχές του ύπνου και της όρεξης, τα οποία εμφανίζονται είτε σε ελάχιστο είτε σε υπερβολικό βαθμό, είναι συνηθισμένες. Αλλαγή του βάρους κατά τουλάχιστον 5% μέσα σε ένα μήνα, μπορεί επίσης να συνοδεύει τέτοια συμπτώματα. Οι ασθενείς με κλινικά διαγνωσμένη κατάθλιψη μπορεί επίσης να παραπονεθούν για σχεδόν καθημερινή έλλειψη ενεργητικότητας ή κόπωση, μείωση της ικανότητας συγκέντρωσης και μειωμένη ικανότητα λήψης αποφάσεων. Οι ασθενείς μπορεί να βρίσκονται σε ένταση ή αναστάτωση, ή αντίθετα να έχουν επιβραδυμένη κινητικότητα. Πολλοί έχουν μειωμένη αυτοεκτίμηση ή νιώθουν υπερβολικές ενοχές και τείνουν να ανακυκλώνουν τα πράγματα. Επιπλέον, ασθενείς με συνοσηρότητα που παίρνουν παράλληλες φαρμακευτικές αγωγές μπορεί επίσης να εμφανίσουν συμπτώματα παρόμοια με αυτά της κατάθλιψης. (π.χ. αϋπνία, χάσιμο βάρους, κόπωση), πράγμα που περιπλέκει την κατάσταση.


Υπάρχουν διάφορες μορφές κατάθλιψης;

Η κατάθλιψη να έχει διαφορετικές υποκατηγορίες. Η κατάθλιψη με χαρακτηριστικά μελαγχολίαςείναι μια ξεχωριστή κατάθλιψη που δε βελτιώνεται ούτε προσωρινά (έλλειψη δόνησης του συναισθήματος). Είναι χειρότερη το πρωί (ημερήσια διακύμανση) και εμφανίζει ξύπνημα πολύ νωρίς το πρωί, κινητική επιβράδυνση ή ανησυχία, σημαντική απώλεια βάρους ή ανορεξία, και υπερβολικές ή αδικαιολόγητες ενοχές. Τα άτομα με κατάθλιψη μελαγχολικού τύπου είναι λιγότερο πιθανό να έχουν προνοσηρή διαταραχή προσωπικότητας ή να έχουν κάποιο συγκεκριμένο παράγοντα που προδιαθέτει την εμφάνιση της κατάθλιψης. Η κατάθλιψη μελαγχολικού τύπου επηρεάζει εξίσου και τα δύο φύλα και είναι συνήθως πιο βαριά και κοινότερη στα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας.
Η
άτυπηκατάθλιψη χαρακτηρίζεται από διακυμάνσεις της διάθεσης (η διάθεση ανεβαίνει όταν συμβαίνει ένα πραγματικά ή δυνητικά θετικό γεγονός). Επίσης, από σημαντική αύξηση του βάρους ή της όρεξης, αυξημένη διάρκεια ύπνου, αίσθηση ασήκωτου βάρους στα χέρια και στα πόδια και ένα μακροχρόνιο μοντέλο ευαισθησίας στη διαπροσωπική απόρριψη που οδηγεί σε σημαντική διαταραχή της λειτουργικότητας του ατόμου. Η κατάθλιψη με άτυπα χαρακτηριστικά είναι πιο κοινή στις γυναίκες, σε ασθενείς με μικρότερη ηλικία έναρξης και σε όσους εμφανίζουν πιο χρόνια πορεία της ασθένειας.
Η κατάθλιψη μπορεί επίσης να εμφανιστεί στις γυναίκες κατά τις 4 πρώτες εβδομάδες της επιλόχειου περιόδου. Στην
επιλόχειο κατάθλιψη υπάρχει ευμεταβλητότητα της διάθεσης. Ενδεχομένως να παρουσιαστεί αυτοκτονικός ιδεασμός, έμμονες σκέψεις άσκησης βίας στο νεογέννητο, έλλειψη συγκέντρωσης και κινητική αναστάτωση. Επίσης, μπορεί να εμφανιστούν ψυχωτικά συμπτώματα, όπως παραληρήματα που αφορούν το βρέφος.
Η κατάθλιψη μπορεί επίσης να κυμαίνεται εποχιακά. Τα επεισόδια συνήθως ξεκινούν το φθινόπωρο ή το χειμώνα και υποτροπιάζουν. Τα συμπτώματα της
εποχιακήςκατάθλιψης περιλαμβάνουν έντονη έλλειψη ενέργειας, αυξημένη διάρκεια ύπνου, υπερφαγία και αύξηση του βάρους και έντονη επιθυμία για υδρογονάνθρακες. Τα νεότερα άτομα και ιδίως οι γυναίκες φαίνεται να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης χειμερινής κατάθλιψης.



Πόσο συχνή είναι η κατάθλιψη;


Η μείζων καταθλιπτική διαταραχή, προσβάλλει ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού. Ο δια βίου επιπολασμός κυμαίνεται από 10% έως 25% στις γυναίκες και από 5% έως 12% στους άντρες. Αυτά τα ποσοστά είναι ανεξάρτητα από την εθνικότητα, τη μόρφωση, το εισόδημα και την οικογενειακή κατάσταση. Η μείζων κατάθλιψη έχει υψηλό δείκτη θνησιμότητας, αφού μέχρι και 15 % των ασθενών αυτοκτονούν. Επιπλέον, στους ασθενείς πάνω από 55 ετών η συχνότητα αυτοκτονία είναι τετραπλάσια της συχνότητας θανάτου του γενικού πληθυσμού. Οι ασθενείς με μείζονα κατάθλιψη αναφέρουν συχνότερα πόνο και σωματικές νόσους, κάνουν περισσότερες επισκέψεις στους γιατρούς και έχουν μειωμένη συνολική λειτουργικότητα.


Πόσο συχνά συνυπάρχουν σωματικά προβλήματα με Κατάθλιψη;

Μέχρι και 25% των ασθενών με χρόνιες νόσους, όπως ο διαβήτης, το έμφραγμα του μυοκαρδίου, το εγκεφαλικό επεισόδιο και ο καρκίνος, αναπτύσσουν μείζονα κατάθλιψη. Είναι γνωστό επίσης ότι άτομα με κατάθλιψη και χρόνιο πόνο έχουν σημαντικά χαμηλότερη ποιότητα ζωής, περισσότερα και εντονότερα σωματικά συμπτώματα, καθώς και μεγαλύτερη επίπτωση σε αγχώδεις διαταραχές και διαταραχές πανικού. Μερικά παραδείγματα επίπτωσης της Κατάθλιψης στους χρόνιους σωματικά ασθενείς: Καρδιαγγειακές Διαταραχές: 25%,Εγκεφαλικές Αγγειακές Διαταραχές: 20%,Nόσος Alzheimer: 40%, Nόσος Parkinson: 60%, Διαβήτης: 25%, Καρκίνος: 30%, Χρόνιος Πόνος: 50%. Στους χρόνιους σωματικά ασθενείς τα ποσοστά επίπτωσης των ψυχικών διαταραχών είναι σημαντικά υψηλότερα, αν προστεθούν οι διαγνώσεις που αφορούν στις διαταραχές άγχους και τα προβλήματα προσαρμογής. Να σημειωθεί επίσης ότι τόσο η χρόνια σωματική νόσος όσο και η συνοδός ψυχική επιβάρυνση αφορά και επηρεάζει όχι μόνο τον ασθενή, αλλά και την οικογένεια, τους φίλους και τους συνεργάτες.



Πόσο πιθανό είναι να ξανασυμβεί κατάθλιψη;

Η πορεία της υποτροπιάζουσας μείζονος κατάθλιψης ποικίλλει. Κάποιοι ασθενείς έχουν μεμονωμένα επεισόδια μεταξύ των οποίων μεσολαβούν πολλά χρόνια, άλλοι βιώνουν ομάδες επεισοδίων και άλλοι έχουν ένα προοδευτικά αυξανόμενο αριθμό επεισοδίων, μεγαλώνοντας. Περίπου οι μισοί από τους ασθενείς με ένα μείζων καταθλιπτικό επεισόδιο έχουν και ένα δεύτερο. Τα άτομα που έχουν δύο επεισόδια έχουν 70% πιθανότητα να έχουν και τρίτο. Επιπλέον, 5% έως 10% των ασθενών με μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο στην πορεία εμφανίζουν μανιακό επεισόδιο (π.χ. διπολική ή μανιοκαταθλιπτική διαταραχή). Τα συμπτώματα του μείζονος καταθλιπτικού επεισοδίου μπορούν να αναπτυχθούν μέσα σε μέρες η εβδομάδες, ενώ τα πρόδρομα συμπτώματα, όπως το άγχος και τα ήπια καταθλιπτικά συμπτώματα μπορεί να διαρκέσουν εβδομάδες ή και μήνες. Ένα επεισόδιο που δεν έχει αντιμετωπιστεί συνήθως διαρκεί τουλάχιστον έξι μήνες ανεξάρτητα με την ηλικία έναρξης. Οι περισσότεροι ασθενείς παρουσιάζουν πλήρη ύφεση. Στο 20 έως 30% των περιπτώσεων η ύφεση είναι μόνο μερική και στο 5% έως 10% το μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο μπορεί να διαρκέσει για 2 ή περισσότερα χρόνια.



Πόσο αποτελεσματική είναι η θεραπεία για κατάθλιψη;

Το 60% έως 80% των ασθενών με μείζονα κατάθλιψη ανταποκρίνεται σε μία και μόνη φαρμακοθεραπεία, σε επαρκή δόση, διάρκειας τουλάχιστον 6 εβδομάδων. Από τους υπόλοιπους, οι περισσότεροι θα έχουν τουλάχιστον μια μερική ανταπόκριση. Το 10% -15% των ασθενών δε βελτιώνονται επαρκώς. Για όσους δεν ανταποκρίνονται πλήρως στην πρώτη φαρμακευτική προσπάθεια ο συνδυασμός φαρμάκων ή η αλλαγή σε διαφορετικό φάρμακο είναι συχνά αποδοτική. Πολλοί ασθενείς που θεωρούνται ανθιστάμενοι στη φαρμακευτική αγωγή, συχνά δεν την έχουν λάβει σε επαρκή δόση ή διάρκεια. Επίσης, ασθενείς με συνυπάρχουσες ψυχιατρικές διαταραχές, όπως διαταραχές προσωπικότητας, έχουν χαμηλότερη συχνότητα ανταπόκρισης.

 

 

Δρ. Ορέστης Γιωτάκος

Oλοκλήρωσε τις βασικές του σπουδές στην Στρατιωτική Ιατρική, στη Θεσσαλονίκη. Το 1992 απέκτησε την ειδικότητα του Ψυχιάτρου στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», ακολούθως το MSc in Neuroscience στο Institute of Psychiatry στο Λονδίνο, ενώ από το 2003 είναι Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εχει πλούσιο συγγραφικό και ερευνητικό έργο στo χώρο της Ψυχιατρικής, στους τομείς ψυχοπαθολογίας και πρόληψης. Είναι Πρόεδρος της «Ελληνικής Εταιρίας Μελέτης & Πρόληψης της Σεξουαλικής Κακοποίησης»

#########