Ο καρκίνος του μαστού είναι ο συχνότερος καρκίνος του γυναικείου πληθυσμού στις ανεπτυγμένες χώρες του δυτικού κόσμου. Πλήττει μία στις 11 γυναίκες στις ΗΠΑ. Στην χώρα μας έχουμε σχεδόν 4.000 νέα κρούσματα κάθε χρόνο. Ο καρκίνος του μαστού αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου για τις γυναίκες μεταξύ 45 και 60 ετών. Ο καρκίνος του μαστού ,όπως όλοι οι καρκίνοι, είναι μία πάθηση των κυττάρων. Εάν κάποιο κύτταρο χάσει την ικανότητα να ελέγχει το ρυθμό του πολλαπλασιασμού και της γήρανσής του, και το αμυντικό σύστημα του οργανισμού δεν μπορέσει να αντιμετωπίσει αυτό το γεγονός, τότε το κύτταρο αυτό θα πολλαπλασιάζετε άναρχα.

Επειδή δε τα καρκινικά κύτταρα πολλαπλασιάζονται συνεχώς, δεν πεθαίνουν φυσιολογικά και παρουσιάζουν και περαιτέρω ιδιομορφίες στην συμπεριφορά τους, το ένα κύτταρο καταλήγει μετά από κάποιο χρονικό διάστημα να γίνει μία ξεχωριστή μάζα δισεκατομμυρίων κυττάρων που γίνονται αντιληπτά ως όγκος. Εάν τα κύτταρα αυτά που συνεχώς πολλαπλασιάζονται διηθήσουν αιμοφόρα αγγεία ή λεμφαγγεία, τότε είναι δυνατόν κάποια από αυτά να αγκιστρωθούν σε άλλα όργανα και να δημιουργήσουν εκεί νέες καρκινικές εστίες, που ονομάζουμε δευτεροπαθείς  μεταστάσεις.

 


Η αιτιολογία του καρκίνου δεν είναι γνωστή. Έχουν εντοπισθεί πάντως αρκετοί επιβαρυντικοί παράγοντες όπως:

  1. Η ηλικία, κάτω των σαράντα ετών ο καρκίνος του μαστού είναι σχετικά σπάνιος. Μετά τα πενήντα ο κίνδυνος αυξάνει σημαντικά, ενώ μετά τα εξήντα ο καρκίνος αυτός είναι ιδιαίτερα συχνός.
  2. Το ήδη υπάρχον ιστορικό καρκίνου μαστού στην ίδια γυναίκα.
  3. Η ύπαρξη οικογενειακού ιστορικού (κληρονομικότητα), και συγκεκριμένα εάν έχει παρουσιάσει καρκίνο του μαστού μία ή περισσότερες συγγενείς πρώτου βαθμού της γυναίκας, δηλαδή η μητέρα, η αδελφή ή η κόρη. Η επιβάρυνση είναι ακόμα μεγαλύτερη εάν ο καρκίνος που εμφανίστηκε σε συγγενή πρώτου βαθμού παρουσιάστηκε πριν την εμμηνόπαυση, εάν αφορούσε και τους δύο μαστούς ή εάν έχουμε ιστορικό καρκίνου στο στήθος σε περισσότερες από μία συγγενή πρώτου βαθμού.
  4. Παράγοντες που έχουν σχέση με την τεκνοποιία και τον έμμηνο κύκλο της γυναίκας επίσης επηρεάζουν την εμφάνιση της νόσου. Αυξημένο κίνδυνο έχουν οι γυναίκες με πρώιμη εμμηνάρχη (στις οποίες δηλαδή η περίοδος ξεκίνησε πριν τα 12 έτη) ή καθυστερημένη εμμηνόπαυση (μετά τα 55). Οι γυναίκες που δεν έχουν κάνει παιδιά ή που έκαναν το πρώτο τους παιδί μετά τα 35 είναι επίσης επιβαρυμένες.
  5. Συγκεκριμένες αλλοιώσεις στον μαστό, δηλαδή η ύπαρξη κάποιων κατηγοριών μη φυσιολογικών κυττάρων όπως ή άτυπη υπερπλασία ή ο λοβιακός καρκίνος in situ αυξάνουν τον κίνδυνο για τη νόσο. Η άτυπη υπερπλασία παρουσιάζεται στο ένα δέκατο από τους καλοήθεις όζους που αφαιρούνται προκειμένου να γίνει βιοψία.
  6. Ένα μικρό ποσοστό (5-10%) των περιπτώσεων καρκίνου του μαστού οφείλεται στην ύπαρξη ελαττωματικών γονιδίων. Τα πιο σημαντικά από τα γονίδια που έχουν έως τώρα εντοπιστεί είναι το BRCA-1 και BRCA-2.
  7. Επίσης φυλετικοί παράγοντες είναι σημαντικοί. Η γυναίκες που ανήκουν στη λευκή φυλή διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο από τις γυναίκες που ανήκουν στην κόκκινη, κίτρινη ή μαύρη φυλή.
  8. Εάν έχει προηγηθεί ακτινοβολία στην περιοχή του θώρακα πριν από τα 30 έτη (όπως στην περίπτωση της ακτινοθεραπείας για λέμφωμα του Hodgkin).
  9. Η διατροφή που περιέχει πολλά λιπαρά αυξάνει τον κίνδυνο.
  10. Επίσης η παχυσαρκία μετά την εμμηνόπαυση είναι προδιαθεσικός .
  11. Η λήψη οινοπνεύματος επηρεάζει επίσης την πιθανότητα να νοσήσει μία γυναίκα.
  12. Η λήψη κάποιων ορμονών και συγκεκριμένα της διεθυλοστιλβε-στρόλης (DES) που είναι συνθετικό οιστρογόνο .

 

Ο καρκίνος του μαστού δεν είναι μεταδοτικός. Επίσης ο τραυματισμός ή η πίεση του μαστού δεν οδηγούν σε καρκίνο. Οι γυναίκες που έχουν κάποιο επιβαρυντικό παράγοντα για τη νόσο έχουν μεν αυξημένες πιθανότητες να νοσήσουν, δεν σημαίνει όμως ότι θα νοσήσουν.

Η υγιεινή διατροφή και το σωστό σωματικό βάρος δρουν προστατευτικά. Επίσης ο θηλασμός επί μακρών μειώνει κατά πολύ τον κίνδυνο της νόσου. Πέραν τούτου υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι σε γυναίκες που είχαν ήδη έναν ορμονοευαίσθητο όγκο στον άλλο μαστό το φάρμακο ταμοξιφένη μειώνει το ποσοστό εμφάνισης καρκίνου κατά 40%. Η λήψη ταμοξιφένης βέβαια έχει και κινδύνους, όπως η θρομβοεμβολική νόσος και η ελαφρά αύξηση της πιθανότητας εμφάνισης καρκίνου του ενδομήτριου.

Η πρόληψη στον καρκίνο του μαστού είναι ότι πιο σημαντικό μπορούμε να κάνουμε για ένα καλύτερο μέλλον, χωρίζεται σε πρωτογενή και δευτερογενή. Η πρωτογενής πρόληψη περιλαμβάνει ενέργειες  που αποσκοπούν στην παρεμπόδιση ανάπτυξης καρκίνου. Αυτή σχετίζεται με όσα αναφέραμε παραπάνω, δηλαδή την τροποποίηση των παραγόντων κινδύνου (τεκνοποίηση, σωστή διατροφή, άσκηση, αποφυγή εξωγενών παραγόντων).
Η δευτερογενής πρόληψη έχει ως κύριο στόχο την έγκαιρη διάγνωση, δηλαδή η ανίχνευση ενός καρκίνου είτε σε μη διηθητική μορφή (in situ), είτε σε πολύ μικρό μέγεθος, το οποίο ιδανικά θα θέλαμε να είναι μικρότερο των 5 mm, έτσι ώστε να μιλάμε για «πρώιμο» καρκίνο. Στην πρώτη περίπτωση, κατά την οποία ο καρκίνος είναι μη διηθητικός, είμαστε σε θέση να πετύχουμε πλήρη ίαση, ενώ στη δεύτερη αναμένουμε μία άριστη πορεία της ασθενούς (δεκαετής επιβίωση άνω του 90%) με εύκολους θεραπευτικούς χειρισμούς και τις λιγότερες επιπτώσεις.

Η δευτερογενής πρόληψη επιτυγχάνεται με την αυτοεξέταση, την συχνή εξέταση από τον ειδικό γιατρό και την τακτική μαστογραφία.
Η αυτοεξέταση πρέπει να ξεκινά πριν τα 20 έτη για να παρακολουθήσει η γυναίκα την προοδευτική ανάπτυξη των μαστών και να εκτιμήσει δομικές ιδιομορφίες και νεοεμφανισθέντα στοιχεία. Η αυτοεξέταση πρέπει να γίνεται κάθε μήνα σταθερά μία εβδομάδα μετά την περίοδο, τότε που οι μαστοί είναι χαλαροί για να είναι συγκρίσιμα τα ευρήματα. Η περιοδική κλινική εξέταση είναι υποχρεωτική για όλες τις γυναίκες, ιδιαίτερα όμως για όσες έχουν βεβαρημένο οικογενειακό ιστορικό, όσες είναι άνω των 35 και όσες έχουν κάποιο ψηλαφητό ογκίδιο ή οποιοδήποτε σύμπτωμα.

Καλό είναι να γίνεται μία φορά το χρόνο και σε γυναίκες υψηλού κινδύνου κάθε εξάμηνο. Το αίσθηση οιδήματος ή κάποια εντοπισμένη διόγκωση, ένας νεοεμφανισθείς όζος, ή εκροή υγρού από τη θηλή, η εισολκή και το έκζεμα της θηλής, όπως και αλλαγές στο δέρμα του μαστού θα πρέπει να οδηγήσουν τη γυναίκα στο γιατρό. Επίσης σε κάποιες περιπτώσεις ο πόνος, όταν η αιτία του δεν συνδέεται με τον κύκλο και δεν είναι σαφής.

Οι περισσότεροι πάντως όζοι που ψηλαφά μία γυναίκα στο μαστό είναι καλοήθεις (75-80%). Η μαστογραφία συνιστάται να γίνεται κάθε δύο έτη από την ηλικία των 37 ετών έως τα 50. Μετά τα 50 η μαστογραφία πρέπει να γίνεται ανά έτος. Πάντως ο γιατρός είναι εκείνος που θα κρίνει εάν και μία νεότερη γυναίκα έχει ένδειξη για συχνή μαστογραφία.

Στην περίπτωση ψηλαφητού όγκου ο χειρισμός της ασθενούς με σκοπό τη διάγνωση περιλαμβάνει κατά πρώτον το ιστορικό, την κλινική εξέταση και την μαστογραφία. Ακολουθεί η κυτταρολογική εξέταση υλικού παρακέντησης με λεπτή βελόνη (FNAb) και η ιστολογική εξέταση υλικού βιοψίας με κόπτουσα βελόνη (core biopsy). Ο συνδυασμός της κυτταρολογικής εξέτασης υλικού με FNA, των κλινικών ευρημάτων και της μαστογραφίας έχει διαγνωστική ακρίβεια που στην περίπτωση ψηλαφητού όγκου φτάνει το 98-99%.

Σε περιπτώσεις ασθενών με αψηλάφητους όγκους που αναδείχτηκαν στον προληπτικό μαστογραφικό έλεγχο χρειάζεται παρακέντηση ή βιοψία με μαστογραφική ή υπερηχογραφική καθοδήγηση. Το υπερηχογράφημα μπορεί να μας βοηθήσει στη διάγνωση, ιδιαίτερα δε το έγχρωμο που μπορεί να αναδείξει αυξημένη αιμάτωση-αγγείωση στην περίπτωση καρκίνου, αλλά και στην περίπτωση διήθησης των μασχαλιαίων λεμφαδένων. Επίσης σήμερα η μαγνητική τομογραφία (MRI) από εξειδικευμένο ακτινολόγο αποτελεί εξαιρετικό διαγνωστικό εργαλείο.

Η αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού περιλαμβάνει τη χειρουργική θεραπεία, την ακτινοθεραπεία, τη χημειοθεραπεία και τους ορμονικούς χειρισμούς. Ανάλογα με την περίπτωση χρησιμοποιούμε σήμερα όλες τις θεραπευτικές δυνατότητες σε μία στενή συνεργασία περισσότερων ειδικοτήτων (Χειρουργού, Ακτινοδιαγνωστού, Παθολογοανατόμου-Κυτταρολόγου,Παθολόγου-Ογκολόγου, Ακτινοθεραπευτού, Πλαστικού Χειρουργού Ψυχίατρου-Ψυχολόγου και εξειδικευμένης νοσηλεύτριας) προς όφελος της ασθενούς.

Η χειρουργική του μαστού πέρασε από διάφορα στάδια και περιλαμβάνει την ευρεία τοπική εκτομή, την ολική ή απλή μαστεκτομή, την εκτεταμένη ολική μαστεκτομή, τη ριζική μαστεκτομή (κλασσική και τροποποιημένη), την μαστεκτομή με διατήρηση του δέρματος και την υποδόριο μαστεκτομή. Μία επέμβαση που γίνεται σήμερα  συχνά και έχει αντικαταστήσει την άλλοτε επικρατούσα ριζική μαστεκτομή είναι η εκτεταμένη ολική μαστεκτομή που περιλαμβάνει την  ολική αφαίρεση του μαστού και τον πλήρη λεμφαδενικό καθαρισμό της μασχάλης, χωρίς όμως να αφαιρείται ή να κόβεται ο μείζων ή ελάσσων θωρακικός μύς.

Σήμερα πάντως προσπαθούμε να χρησιμοποιούμε τις συντηρητικές χειρουργικές επεμβάσεις, όπου αυτό είναι δυνατό και αποδεκτό από ογκολογικής απόψεως.

Οι επεμβάσεις αυτές είναι η ευρεία τοπική εκτομή του όγκου (wide local excision) και η τεταρτεκτομή (quadrantectomy). Οι συντηρητικές χειρουργικές επεμβάσεις διατηρούν το μαστό και έχουν καλύτερο κοσμητικό αποτέλεσμα. Εάν συνδυαστούν δε με ακτινοθεραπεία επιτυγχάνουν αποδεδειγμένα εξ’ ίσου καλά αποτελέσματα με την μαστεκτομή, όσον αφορά την τοπική υποτροπή και τη συνολική επιβίωση. Αυτό που είναι εδώ σημαντικό να τονιστεί είναι ότι οι επεμβάσεις αυτές πρέπει να εκτελούνται με συγκεκριμένες ενδείξεις, όπως είναι το μικρό μέγεθος του όγκου, η απουσία εκτεταμένου DCIS, η θέση μακριά από τη θηλή κλπ.

Στην χειρουργική αντιμετώπιση η τάση είναι να κάνουμε μικρότερες επεμβάσεις, που να επιτρέπουν όμως τον τοπικό έλεγχο της νόσου, την ακριβή σταδιοποίηση, και να δίνουν αρκετές πληροφορίες για την περαιτέρω αντιμετώπιση. Χειρουργικά είναι επίσης σημαντική, η  ανίχνευση του λεμφαδένα φρουρού, δηλαδή του πρώτου λεμφαδένα, στον οποίο αποχετεύει η περιοχή του καρκίνου, και ο οποίος πρώτος θα δεχθεί τη μετάσταση καρκινικών κυττάρων.

Η ανεύρεσή του (με χρωστική ή γάμμα ακτινοβολία) και η εξέτασή του, δεν λέει κάτι για τον αριθμό των διηθημένων λεμφαδένων, δείχνει όμως με υψηλή αξιοπιστία (έως 96%) τη διήθηση της μασχάλης και μπορεί να επιτρέψει την αποφυγή του λεμφαδενικού καθαρισμού σε κάποιες γυναίκες. Αυτό θα συμβάλει στην μείωση της νοσηρότητας (από το λεμφοίδημα) και των ημερών νοσηλείας.  Η σημασία πάντως του εντοπισμού μικρομετάστασης στο λεμφαδένα φρουρό μένει να διευκρινισθεί.   


Κλείνοντας θα συνιστούσα στις γυναίκες να μην παραλείπουν ποτέ την αυτοεξέταση, την περιοδική εξέταση στο γιατρό τους και τη μαστογραφία γιατί όλα αυτά είναι ζωτικής σημασίας και θέμα επιβίωσης.

 

 

 

Διαμαντής Ε. Θωμάς MD Γενικός Χειρουργός εξειδικευμένος στην λαπαροσκοπική ρομποτική ογκολογική χειρουργική παχυσαρκίας μαστού ενδοκρινών αδένων .
Είναι μέλος της Ελληνικής Χειρουργικής Εταιρείας , της Ελληνικής Εταιρείας Ρομποτικής Λαπαροσκοπικής  Χειρουργικής και μέλος EAES (European Association for Edoscopic Surgery).Eχει συμμετάσχει σε ερευνητική ομάδα, υπό την αιγίδα του «INTERNATIONAL INSTITUTE OF ANTICANCER RESEARCH»,και έχει πολλές δημοσιεύσεις σε Ελληνικά και ξένα περιοδικά.

#########