Εδώ και πολλά χρόνια,  ο εκφοβισμός και η βία που αναπτύσσεται μεταξύ των μαθητών του σχολείου απασχολεί ιδιαίτερα τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Το κοινωνικό αυτό φαινόμενο, έχει αρχίσει να παρατηρείται και στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία σύμφωνα με έρευνες που διεξάγονται σε σχολεία της χώρας και αυξάνεται διαρκώς.Στην χώρα μας, το φαινόμενο του εκφοβισμού και της βίας στα σχολεία, είναι υπαρκτό και αρκετά διαδεδομένο με ποσοστό 10%-15% των μαθητών δημοτικού και γυμνασίου να πέφτουν θύματα διαφόρων μορφών βίας στο σχολείο. Οι θήτες, οι μαθητές δηλαδή που ασκούν βία, υπολογίζεται να ξεπερνούν το 5% του συνόλου των μαθητών

.

 

Το γεγονός αυτό έχει πολλαπλές επιπτώσεις τόσο στην ψυχική υγεία, όσο και στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, οι συνέπειες είναι ακραίες, διότι η βία δεν περιορίζεται, ούτε ελέγχεται και επομένως είναι εύκολο να οδηγήσει σε τραγικά αποτελέσματα. Ειδικότερα τα αγόρια εμπλέκονται σε περιστατικά βίας σε σχέση με τα κορίτσια σε αναλογία 3 προς 1. Τα αγόρια ασκούν σε μεγαλύτερο ποσοστό σωματική βία, ενώ τα κορίτσια εμπλέκονται κυρίως σε περιστατικά λεκτικού εκφοβισμού.

Σύμφωνα με το συνέδριο που διεξύχθει το Νοέμβριο του 2009 υπό την αιγίδα της Α.Ε. του Προέδρου της δημοκρατίας κ. Κάρολου Παπούλια και με την συνεργασία της Εταιρείας Ψυχοκοινωνικής Υγείας του Παιδιού και Εφήβου, 1 στα 7 παιδιά από 8 έως 15 χρόνων, πέφτουν θύματα εκφοβισμού (bullying) στο σχολείο (περίπου 200.000 παιδιά στην Ελλάδα). Τι είναι όμως η βία και ο εκφοβισμός; Είναι όταν ένας μαθητής δέχεται εμπρόθετες επαναληπτικές αρνητικές συμπεριφορές -επιθετικές και βίαιες- από έναν ή πολλούς συμμαθητές του, με σκοπό να τον κάνουν να νιώσει άσχημα και να του προκαλέσουν πόνο στο σώμα και στην ψυχή του. Ο εκφοβισμός και η βία μπορούν ν αεκδηλωθούν με λόγια, πράξεις, συμπεριφορές και μέσω της τεχνολογίας. Πιο αναλυτικά, στα λόγια συμπεριλαμβάνονται βρισιές, πειράγματα, απειλές κοροϊδίες και χλευασμούς. Επίσης, οι πράξεις χαρακτηρίζονται ως σωματική βία όπως κλοτσιές, μπουνιές, σπρωξίματα, χειρονομίες και χτυπήματα. Οι συμπεριφορές απομόνωσης, αποκλεισμού από παρέες και φίλους καθώς και ο αποκλεισμός από παιχνίδια και αθλητικές δαστηριότητες μαρτυρούν μια έκφραση αρνητικής συμπεριφοράς. Τέλος, η παρενόχληση στον κυβερνοχώρο μέσω του διαδικτύου ή μέσω κινητών τηλεφώνων και άλλων ηλεκτρονικών τεχνολογιών προκύπτει όταν παιδιά ή έφηβοι παρενοχλούνται μεταξύ τους.

Οι μαθητές-θύματα είναι συνήθως παιδιά με περισσότερο άγχος και ανασφάλεια από τους άλλους μαθητές, ήσυχα, ντροπαλά και ευαίσθητα, εσωστρεφή με χαμηλή αυτοεκτίμηση, αρνητική στάση απέναντι στη βία που δύσκολα υπερασπίζονται τον εαυτό τους. Πιο ειδικά οι μαθητές-θύματα είναι καταθληπτικά με αυτοκτονικούς ιδεασμούς. Από την άλλη, οι μαθητές-θύτες, είναι παιδιά που αποκτούν δύναμη σε σχέση με το θύμα τους με πολλούς τρόπους. Παιδιά εμπλεκόμενα με απαγορευμένες δραστηριότητες και παραβατικότητα και που παρά το γεγονός ότι φαίνονται σίγουρα για τον εαυτό τους, έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση. Επίσης, θυμώνουν εύκολα, είναι ενεργητικά, υπερδραστήρια και επιθετικά. Συνήθως είναι πιο δυνατοί σωματικά- γνωρίζοντας τις αδυναμίες του θύματός τους- και ικανά να ξεφεύγουν από δύσκολες καταστάσεις χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς ή αισθήματα τύψεων για τις πράξεις τους. Η επιθετικότητα αυτών των παιδιών δεν περιορίζεται στους συμμαθητές τους, αλλά επεκτείνεται σε δασκάλους, γονείς, αδέλφια και άλλους ενήλικους και παιδιά. Έχουν την τάση να περηφανεύονται και να εξοργίζονται με το παραμικρό. Τα γοητεύουν οι επιθετικές καταστάσεις και έχουν θετική στάση απέναντι στην επιθετικότητα που μπορεί αργότερα στην ενηλικίωση να εξελιχθεί σε εγκληματικότητα. Πιο συγκεκριμένα, ανάλογα με το φύλο, όσον αφορά στα αγόρια συνήθως η σωματική διάπλαση τα βοηθά, καθώς είναι δυνατοί ή γυμνασμένοι (αν πρόκειται για εφήβους) αλλά όχι απαραίτητα μεγαλόσωμοι. Το μοτίβο είναι διαφορετικό στα κορίτσια, καθώς συνήθως αυτά που έχουν επιθετική συμπεριφορά είναι πιο αδύναμα από τις συμμαθήτριές τους. Τα κοινά χαρακτηριστικά που έχουν θύματα και θύτες είναι ο υψηλός βαθμός άγχους, οι καταθληπτικές τάσεις και το σύνδρομο ελλειματικής προσοχής.

Πώς καταλαβαίνουμε ότι ένα παιδί είναι θύμα εκφοβισμού και σχολικής βίας; Οι ενδείξεις που θα μας οδηγήσουν σε ένα τέτοιο συμπέρασμα είναι να παρατηρήσουμε αλλαγή στη συμπεριφορά του παιδιού όπως ονυχοφαγία, απομάκρυνση από κοινωνικές δραστηριότητες, νευρικότητα και φοβίες, νυχτερινή ενούρηση αλλαγές στο συναίσθημα με ξεσπάσματα, κλάματα, κόπωση, σχολική άρνηση, μαθησιακά προβλήματα, δυσκολίες προσαρμογής, καθυστερήσεις στη σχολική προσέλευση τα πρωινά, αλλαγή των δρομολογίων μετακίνησής, τους, από και προς το σχολείο, καθώς και παράπονα για ψυχοσωματικά προβλήματα. Πιο εμφανή σημάδια είναι η εμφάνιση τους με ρoύχα ή πράγματα σκισμένα σε συνδυασμό με μελανιές και σημάδια επίθεσης. Οι γονείς που θα αντιληφθούν ότι το παιδί τους θυματοποιείται στο σχολείο θα πρέπει  να απoφεύγουν παρορμητικές αντιδράσεις. Ψύχραιμα να μιλήσουν με το παιδί και να του θυμίσουν ότι το νοιάζονται και το προστατεύουν. Επίσης, να του τονίσουν ότι μπορούν αντιμετωπίσουν την κατάσταση μαζί και ότι αν “σπάσει τη σιωπή του” τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. Δυστυχώς τα παιδιά-θύματα δεν μιλούν, είτε γιατί λένε πως οι μεγάλοι δεν τους καταλαβαίνουν είτε γιατί φοβούνται να μιλήσουν. Οι  γονείς οφείλουν να συζητήσουν με τον εκπαιδευτικό και να ενημερώσουν παράλληλα και το διευθυντή του σχολείου. Καλό θα ήταν να ζητήσουν τη βοήθεια ενός ειδικού σε συμβουλευτικό επίπεδο ώστε να συζητήσουν μαζί χωρίς ντροπή και κριτική την αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων. Οι συνέπειες που μπορούν να ακολουθήσουν χωρίς να υπάρξει παρέμβαση είναι σημαντικές και σοβαρές, καθώς επηρεάζουν τη ζωή τους ακόμα και όταν γίνουν ενήλικες. Τά παιδία αυτά είναι δυνατόν να εμφανίσουν διαταραχές στην ψυχική υγεία των παιδιών όπως κατάθλιψη, άγχος, χαμηλή αυτoκτίμηση, αισθήματα ανασφάλειας, σχολική φοβία, ψυχοσωματικά προβλήματα, όπως πονοκεφάλους, πόνους στην κοιλιά και διαταραχές ύπνου, μαθησιακές δυσκολίες και κοινωνική απόσυρση. Αντιστοίχως, τα παιδιά-θύτες που ασκούν βία έχει αποδειχθεί ότι είναι δυνατόν να εξελίσσονται σε μεγάλο ποσοστό που αγγίζει το 50% σε ενήλικες με αντικοινωνική και παραβατική συμπεριφορά καθώς και εγκληματικότητα.

Στη χώρα μας, το φαινόμενο της βίας και του εκφοβισμού μεταξύ των μαθητών, έχει αναγνωριστεί το πρόβλημα, αλλά υπάρχει πρακτικές αντιμετώπισης και έλλειψη ενημέρωσης. Πρώτοι απ’ όλους οι γονείς δηλώνουν άγνοια τους και συζητούν ελάχιστα το πρόβλημα με τα παιδιά τους και οι εκπαιδευτικοί αποφεύγουν να θίξουν στην τάξη τις συμπεριφορές του εκφοβισμού. Η επίδραση της βίας που προβάλλεται από τα ΜΜΕ έχουν αρνητικά αποτελέσματα όπως αύξηση της επιθετικότητας και της αντικοινωνικής συμπεριφοράς, αύξηση του φόβου να καταστούν θύματα, περιορισμός της ευαισθησίας τους στη βία και στα θύματα της βίας, αύξηση της επιθυμίας για περισσότερη βία στη ψυχαγωγία και στη πραγματική ζωή (η τηλεόραση συχνά δεν δείχνει τα αποτελέσματα της βίας, αυτό παρατηρείται ιδιαίτερα στα cartoons, στα παιδικά commercial και στα βιντεοκλίπ). Το αποτέλεσμα είναι, τα παιδιά να μαθαίνουν ότι δεν υπάρχει ή υπάρχει ελάχιστη επίπτωση για τους δράστες βίαιων πράξεων.

Είναι αναγκαία λοιπόν, η διαρκείς παρότρυνση και υποστήριξη των γονέων για ενεργή συμμετοχή και συνεργασία με το σχολείο. Άμεση πρέπει να είναι η ενίσχυση του παιδαγωγικού ρόλου του σχολείου –σε ατομικό,κοινωνικό,πολιτικό επίπεδο – όπου χρειάζεται να στελεχωθούν οι εκπαιδευτικές περιφέρειες με ειδικούς ψυχικής υγείας παιδιών και εφήβων, όπως παιδοψυχιάτρους, ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς οι οποίοι να μπορούν να παρεμβαίνουν στη σχολική καθημερινή πραγματικότητα. Ένα οργανωμένο πρόγραμμα αντιμετώπισης του φαινομένου αυτού, σύμφωνα με τους ειδικούς, είθισται να κάνει την εμφάνισή του στο δημοτικό, να κορυφώνεται στο γυμνάσιο και να μειώνεται στο λύκειο.

 

Τίνα Γιάκα
Ψυχολόγος- Παιδοψυχολόγος
Συμβουλευτική Ψυχολόγος

#########