Η σχολειοφοβία αναφέρεται στην άρνηση του παιδιού να πάει στο σχολείο. Μπορεί να εμφανιστεί στην αρχή της σχολικής φοίτησης ή στα μετέπειτα χρόνια.

Αυτή η διαταραχή εκδηλώνεται συχνότερα στα αγόρια ηλικίας 5-14 ετών, ενώ το 80% των περιπτώσεων είναι μοναχοπαίδια ή πρωτότοκα παιδιά. Μέχρι και το 80% των κανονικών παιδιών παρουσιάζουν κάποια στιγμή κατά την περίοδο της σχολικής τους ζωής, δυσκολία να προσαρμοστούν στο σχολείο, μολονότι η πλειονότητα από αυτά καταλήγει να ομολογεί ότι «τους αρέσει το σχολείο ή τουλάχιστον ότι «δεν τα πειράζει που πηγαίνουν στο σχολείο». Βέβαια η άρνηση αυτή προχωρά πολύ πιο πέρα από την απλή απροθυμία και τις διαμαρτυρίες προς την μητέρα και οφείλεται σε διαφόρους ψυχολογικούς παράγοντες.

Σήμερα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα όλο και περισσότερο ότι η επίμονη άρνηση του παιδιού να πάει σχολείο αποτελεί μια πραγματική ψυχολογική διαταραχή και όχι απλώς ένα πρόβλημα ηθικής τάξης ή  πρόβλημα απειθαρχίας εκ μέρους του παιδιού. Τα φοβικά αισθήματα σε ένα παιδί για το σχολείο εκδηλώνονται ποικιλοτρόπως: κάθε πρωί, πριν φύγει για το σχολείο, μπορεί να παραπονιέται ότι έχει ημικρανίες και πόνους στο στομάχι, ενώ μόλις περνά την είσοδο του σχολείου αισθάνεται δυσφορία, έντονη αγωνία ή και πανικό. Μια απλοϊκή εξήγηση θα ήταν ότι ο μαθητής είναι αδιάβαστος και προσποιείται πως είναι άρρωστος για να αποφύγει τις συνέπειες. Όμως το παιδί αυτό έχει προετοιμάσει καλά τα μαθήματα της επόμενης μέρας και επομένως δεν θα έπρεπε να έχει καμία αγωνία μήπως τον εξετάσουν. Μερικά παιδιά μπορεί να θέλουν να πάνε στο σχολείο άλλα να δυσκολεύονται παρά πολύ να το πραγματοποιήσουν.

 

Οι παιδοψυχίατροι και οι ψυχολόγοι έχουν επινοήσει έναν διαγνωστικό όρο  προκειμένου να ερμηνεύσουν την στάση αυτής της επίμονης άρνησης να πάει στο σχολείο γνωστή ως σχολική φοβία. Η φοβία είναι έντονος παράλογος φόβος, που συνήθως στρέφεται προς ένα συγκεκριμένο ερέθισμα ή κατάσταση στο περιβάλλον. Πολλές  φορές, οι φοβίες εκδηλώνονται με διάφορες σωματικές ενοχλήσεις, με τρόπους συμπεριφοράς, τρόπους σκέψης και ποικίλες ψυχολογικές διεργασίες (Matthews,1990). Αυτό που χαρακτηρίζει τις αντιδράσεις της φοβίας είναι ότι η έντασή τους είναι δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με την πραγματική «αγχογόνο» κατάσταση.

Έρευνες έχουν δείξει ότι πολλά από τα παιδία που αρνούνται να πάνε σχολείο είναι νευρωσικά, το μεγαλύτερο ποσοστό από αυτά τα παιδιά είναι δειλά, φοβισμένα και συνεσταλμένα όταν βρίσκονται έξω από το σπίτι, μακριά από τα οικεία τους πρόσωπα. Η συμπεριφορά τους στο σπίτι όμως μπορεί να είναι εντελώς διαφορετική όπως  απαιτητική και διεκδικητική. Πίσω από τις συγκεκριμένες συμπεριφορές ελλοχεύει ο φόβος της ανημποριάς να αντεπεξέλθουν με επιτυχία σε οποιαδήποτε κατάσταση που θα διαδραματιστεί έξω από το σπίτι τους. Αυτό το γεγονός μπορεί να οφείλεται στην έλλειψη επαρκούς κοινωνικοποίησης του παιδιού, στον ανταγωνισμό που υφίσταται ανάμεσα στα παιδιά και στην σχέση που διαμορφώνει κάθε παιδί με τον δάσκαλο- νηπιαγωγό του. Σε  άλλες περιπτώσεις, τα προβλήματα μπορούν να βρίσκουν τις ρίζες του στο σπίτι, στην περίπτωση όπου το παιδί νιώθει ανασφάλεια να αφήσει την  μητέρα του  μόνη της.  Δεν είναι λίγες οι έρευνες που υποστηρίζουν ότι η σχολειοφοβία αποδίδεται στην σχέση της δυάδας «μητέρα-παιδί» και οφείλεται στην εξαρτητική σχέση που έχει αναπτυχθεί μεταξύ τους η οποία δεν έχει επιλυθεί. Η εξάρτηση αποδίδεται στην ανωριμότητα της μητέρας και στην ανασφάλεια που φέρει στον γονεϊκό  της ρόλο. Η ανασφάλεια αυτή προκαλεί και ταυτόχρονα τροφοδοτεί της δημιουργία μιας σχέσης αμφιθυμίας και στενής εξάρτησης με το παιδί(Rutter,1985).

Η αγχώδης προσκόλληση στην μητέρα φαίνεται να αντανακλά μια παθητική επιθετικότητα του παιδιού προς αυτήν. Σχετικές έρευνες οι οποίες έχουν εξετάσει και τον ρόλο του πατέρα σε οικογένειες παιδιών με σχολειοφοβία δείχνουν στην πλειοψηφία τους ότι οι πατέρες αποτυγχάνουν να έχουν υπεύθυνο και ισχυρό πατρικό ρόλο(Skynner,1987).

Με την εξέλιξη της συστημικής προσέγγισης, οι θεραπευτές περιέλαβαν στην διάγνωση και στην θεραπεία της σχολειοφοβίας το ζευγάρι ως σύστημα. καθώς  πρόσφατες έρευνες υποστηρίζουν ότι στις οικογένειες που φέρουν σχολειοφοβικά παιδιά οι προσκολλήσεις γίνονται μεταξύ γονέων και παιδιών αντί συζύγων μεταξύ τους. Τους πρώτους μήνες γέννησης του παιδιού, η μητέρα καλείται να διαμορφώσει μια στενή σχέση με το παιδί της για να καλύψει τις πρώτες του ανάγκες. Στην συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ο πατέρας καλείται να δώσει τον κατάλληλο χώρο έτσι ώστε να υποστηρίξει το ρόλο της «μητρικής απασχόλησης». Έπειτα από αυτήν την περίοδο, ο πατέρας καλείται να διεκδικήσει το απαιτούμενο χώρο και χρόνο από την σύντροφο του και να την επαναφέρει στην πρωταρχική συζυγική σχέση. Κατά αυτόν τον τρόπο, το σύστημα του ζευγαριού διαφοροποιείται από το σύστημα των παιδιών. Στην περίπτωση, όμως των οικογενειών με σχολειοφοβικά παιδία, παρατηρείται η μητέρα να παραμένει προσκολλημένη και αφοσιωμένη στην υπεραπασχόληση με το παιδί.. Ο πατέρας διατηρεί ρόλο «περιφερειακού» ατόμου που διεκδικεί λίγο από την προσοχή της συντρόφους του.

Η συστήμικη θεώρηση, λοιπόν έρχεται να  τοποθετήσει στον φακό της διερεύνησης ολόκληρη την οικογένεια και ιδιαίτερα της δυαδικής σχέσης του ζευγαριού.  Όταν το παιδί  παρουσιάσει ένα συγκεκριμένο σύμπτωμα ή δυσκολία, η συστημική θεραπεία αξιοποιεί όλη την οικογένεια για να βοηθήσει αυτό το μέλος. Η προσέγγιση αυτή βασίζεται στην υπόθεση ότι η προβληματική συμπεριφορά ενός ατόμου μπορεί να υπηρετεί 1)μια λειτουργία ή ένα σκοπό για την οικογένεια,  2) είναι  μια λειτουργία της ανικανότητας της οικογένειας να λειτουργεί παραγωγικά, ιδιαίτερα κατά την διάρκεια των αναπτυξιακών μεταβάσεων ,ή 3) είναι ένα σύμπτωμα δυσλειτουργικών μορφών που μεταβιβάζονται από γένια σε γένια.

Τα συμπτώματα αντιμετωπίζονται σαν να έχουν ένα νόημα, μια λειτουργία για το οικογενειακό σύστημα και όχι σαν να αφορούν αποκλειστικά το «προβληματικό» μέλος. Το σύμπτωμα είναι ένα μήνυμα προς τους σημαντικούς άλλους και αποτελεί ένα κρίκο στην επικοινωνιακή αλυσίδα της οικογένειας. Οι εμπειρίες μέσα στην οικογένεια, αποτελούν μία σημαντική, ίσως και τη σπουδαιότερη επίδραση.  Θεωρώντας όλη την οικογένεια υπεύθυνη και όχι μόνο το άτομο, η συστημική θεραπεία μπορεί να κινητοποιήσει όλη τα μέλη της οικογένειας αυτής προς την προσωπική τους ανάπτυξη.  Στην θεραπεία με βάση την συστημική προσέγγιση, ο πατέρας θεωρείται πρόσωπο το οποίο συντελεί στην ανάπτυξη του προβλήματος, επομένως θεωρείται απαραίτητη και η δικιά του ενεργή συμμέτοχη στην θεραπευτική διαδικασία .

Κλίνοντας, θεωρείται ότι από την σχολική ηλικία, σχολείο και οικογένεια αποτελούν τα δυο βασικά συστήματα που διαμορφώνουν την συμπεριφορά και την προσωπικότητα του παιδιού. Επομένως, η επικοινωνία σχολείου-οικογένειας κρίνεται απαραίτητη έτσι ώστε να ενισχυθεί η προσπάθεια ένταξης του παιδιού στο σχολικό πλαίσιο όσο και για την αντιμετώπιση προβλημάτων συμπεριφοράς.

 

 

 

Φακίρη Σεβαστή

Ψυχολόγος- Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια

Συμβουλευτική- ψυχοθεραπεία ζευγαριών

Bsc in Psychology University of Middlessex, U.K
Μsc in Child Development University of London – Institute of Education, U.K

#########