Η σωματική άσκηση βρίσκεται στο επίκεντρο πολλών σχημάτων για   την   πρόληψη ή ακόμη και θεραπεία διαφόρων παθήσεων και συνιστάται για όλες τις ηλικίες, λόγω των ευεργετικών επιδράσεων στο μυϊκό και στο καρδιαγγειακό σύστημα.

Η αντίληψη ότι η σωματική δραστηριότητα ασκεί ευεργετική επίδραση στην οστική μάζα είναι βαθιά ριζωμένη στο συλλογικό (υπο)συνείδητο των ασχολούμενων με την οστεοπόρωση.

Το οστούν είναι δυναμική δομή και η σύστασή του επιτρέπει συνεχή αλλαγή σε μικροσκοπικό και συχνά και μακροσκοπικό επίπεδο

. Τη διαδικασία αυτή κινούν ορμονικοί, διατροφικοί και οπωσδήποτε και μηχανικοί παράγοντες.

 

Μελέτες σε πειραματόζωα έχουν δείξει ότι ασκήσεις που παράγουν υψηλή σχέση επιβάρυνσης/έντασης (loading/strain) μεγιστοποιούν την οστεογενετική δράση.

Το σκεπτικό είναι ότι αυτού του είδους οι ασκήσεις προκαλούν αύξηση της οστικής μάζας και επομένως μειώνουν τον κίνδυνο κατάγματος.

Για το λόγο αυτό συνιστάται από πολλούς, σαν συμπληρωματικό μέσο στη θεραπεία της οστεοπόρωσης, η εκτέλεση ορισμένων ασκήσεων που συσχετίζονται με τη φόρτιση βάρους, όπως π.χ. περπάτημα, jogging, ασκήσεις με βάρη ή ασκήσεις που προκαλούν βίαια δι’επαφής επιβάρυνσης (HILE – high, impact loading exercises) που περιλαμβάνουν ασκήσεις aerobics, άλματα κλπ.

Μένει όμως να διευκρινισθεί με σαφήνεια και με σύγχρονες αξιόπιστες θεωρίες ο ρόλος και ο τρόπος δράσης των μηχανικών φορτίσεων στη δομή και λειτουργία του οστού, εφόσον μόνο έτσι θα διατυπωθεί ο ποιοτικός και ποσοτικός ρόλος της σωματικής άσκησης στην οστική μάζα.

 

Άσκηση και οστική μάζα στους νέους

 

Κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του σκελετού παρατηρούνται δυο βασικές διαδικασίες. Η πρώτη περιλαμβάνει τις λειτουργίες αύξησης του οστού, ώστε να φθάσει τις διαστάσεις του ενήλικα. Η δεύτερη περιλαμβάνει τις διεργασίες για τη μικροαρχιτεκτονική οργάνωση του οστού, ώστε να ανταποκρίνεται στις επιβαρύνσεις που δέχεται ο σκελετός.

Η επίδραση της άσκησης στον αναπτυσσόμενο σκελετό έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη νέου οστίτη ιστού στην υποπεριοστική επιφάνεια και αύξηση της διαμέτρου του οστού, στην προσπάθεια προσαρμογής του στην επιβάρυνση. Παράγοντα δημιουργίας νέου οστού αποτελούν και οι δυνάμεις που ασκούνται από τους μυς στα οστά.

Πολλά δεδομένα ενισχύουν την άποψη για τον ευεργετικό ρόλο της άσκηση κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης. Φαίνεται δηλαδή ότι η άσκηση παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη δόμηση κατά τη διάρκεια της αύξησης (modeling), παρά κατά τη διάρκεια της αναδόμησης του οστού (remodeling). Τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής είναι τα πιο σημαντικά γιαυτή τη διαδικασία. Οι Kannus και συν. μελέτησαν την επίδραση της άσκησης σε 105 αθλήτριες του squash και του tennis. Τόσο μελέτες σε πειραματόζωα όσο και στις νεαρές αθλήτριες του squash και του tennis έδειξαν ότι αν η άσκηση αρχίσει πριν από την εμμηναρχή τότε μπορεί να προκαλέσει σημαντική βελτίωση στην οστική μάζα του χεριού που ασκείται. Υπενθυμίζεται και η κλασική εργασία των Jones et al που σε επαγγελματίες τενίστες δείχνει διαφορές της οστικής μάζας της τάξης του 30% μεταξύ των δύο χεριών. Η σύγκριση ανάμεσα στα δύο χέρια είναι ένα  χρήσιμο μοντέλο μελέτης, δεδομένου ότι αποκλείει άλλους παράγοντες (γενετικούς κλπ). Οι Alfredson και συν. αναφέρουν μια μεγαλύτερη κατά 10-15% οστική πυκνότητα στο ισχίο και την ΟΜΣΣ σε γυναίκες ποδοσφαιριστές. Επρόκειτο για 20 χρόνια κορίτσια που ασκούνταν κατά μέσο όρο 5 χρόνια (εύρος 2-9 χρόνια). Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι σαφές γιατί τα εντυπωσιακά αποτελέσματα αύξησης της οστικής μάζας σε επαγγελματίες αθλητές (π.χ. τενίστες) δεν μπορούν να αναπαραχθούν από άλλες μελέτες με άσκηση. Η καλύτερη δυνατή ερμηνεία είναι ότι η άσκηση είναι περισσότερο αποτελεσματική στην οστική μάζα κατά την εφηβεία, ενώ η περαιτέρω συσσώρευση οστού στην ενήλικη ζωή, μετά τη διακοπή της αύξησης, είναι άχρηστη. Πράγματι, οι τενίστες του Jones ξεκίνησαν την άθληση από παιδιά και επομένως, είναι δυνατόν η οστική υπερτροφία που παρατηρήθηκε στο επικρατούν χέρι να είχε συντελεσθεί πριν φθάσει στην ωριμότητα ο σκελετός τους.

Η προσαρμογή των οστών είναι ανάλογη της έντασης των ερεθισμάτων, όπως η σταδιακά αυξανόμενη επιβάρυνση στην προπόνηση με βάρη (προπόνηση δύναμης). Από μελέτες έχει αποδειχτεί ότι η οστική μάζα παιδιών, που υποβάλλονται σε προπόνηση δύναμης, όπως η άρση βαρών, είναι σαφώς υψηλότερη από την οστική μάζα παιδιών που υποβάλλονται σε προπόνηση αντοχής, όπως οι δρόμοι μεγάλων αποστάσεων και η κολύμβηση. Η οστική πυκνότητα είναι αυξημένη σε αθλητές που δέχονται μεγάλες δυνάμεις αξονικής φόρτισης κατά την προσγείωση, όπως οι αθλητές της ενόργανης γυμναστικής και οι παγοδρόμοι (Figure Skaters).Κατά τον Nichols και συν.(1994) η οστική πυκνότητα της οσφυϊκής μοίρας και του μηριαίου αυχένα νεαρών αθλητών της ενόργανης γυμναστικής  ήταν κατά 8% υψηλότερη των συνομηλίκων τους, μη αθλητών. Μετά από άσκηση 27 εβδομάδων, η οστική πυκνότητα παρουσίασε επιπλέον αύξηση κατά 1,3%. Οι Slemenda & Johnston (1993) διαπίστωσαν ότι η οστική πυκνότητα στην οσφυϊκή μοίρα και στο άνω άκρο του μηριαίου χιονοδρόμων ήταν 8% έως 14% υψηλότερη των συνομηλίκων τους, μη αθλητών. Σε ότι αφορά το ερώτημα ποιο άθλημα επιφέρει τη μεγαλύτερη αύξηση της οστικής μάζας, μια μελέτη σύγκρισης της οστικής μάζας 67 Ελλήνων πρωταθλητών, πέντε αθλημάτων (ποδηλασία, πυγμαχία, πάλη και άρση βαρών) έδειξε ότι δεν υπήρχαν διαφορές μεταξύ πυγμάχων και παλαιστών, ενώ οι ποδηλάτες είχαν τη στατιστικά χαμηλότερη οστική μάζα και οι αρσιβαρίστες τη μεγαλύτερη.

Από μετρήσεις σε παγκοσμίου επιπέδου αθλητές της άρσης βαρών διαπιστώθηκε ότι η οστική πυκνότητα στην οσφυϊκή μοίρα εμφάνιζε υψηλή συσχέτιση (r=0,815) με τον αριθμό των προπονήσεων και το σύνολο των βαρών (Kg) που οι αθλητές είχαν σηκώσει στη διάρκεια του προηγούμενου έτους και ήταν 36% υψηλότερη των συνομηλίκων τους, μη αθλητών.

Υπάρχουν ενδείξεις ότι η άσκηση, έστω και βραχείας διάρκειας 2 έως 3 ετών, βοηθά στην αύξηση της οστικής μάζας των νεαρών αθλητών. Η αναφερόμενη από τους Conroy και συν. (1993) διαφορά της οστικής πυκνότητας στην οσφυϊκή μοίρα και στον αυχένα του  μηριαίου (33% και 24%), μεταξύ εφήβων αθλητών άρσης βαρών, ολυμπιακού επιπέδου και συνομηλίκων τους, μη αθλητών, επιτεύχθηκε μετά από άσκηση μόλις 2,7 ετών. Ο χρόνος θεωρείται ελάχιστος για τη δημιουργία των διαφορών αυτών, δεδομένου ότι οι τιμές δεν υπερβαίνουν ορισμένα εκατοστά ανά έτος. Ως πιθανότερο αίτιο θεωρείται η άμεση έλξη, η οποία ασκείται στα οστά από τους μυς και οι μεγάλες δυνάμεις συμπίεσης που δέχεται ο σκελετός κατά την άρση του βάρους καθώς και άλλοι παράγοντες, όπως οι γενετικοί. Οι γενετικοί παράγοντες φαίνεται να είναι υπεύθυνοι για το 60-80% της διακύμανσης των τιμών της κορυφαίας οστικής μάζας μεταξύ των διαφόρων ατόμων και επομένως μόνο το υπόλοιπο 20-40% εξαρτάται από περιβαλλοντικούς παράγοντες που μπορούμε να επηρεάσουμε όπως π.χ. η διατροφή και η άσκηση. Είναι λοιπόν πιθανόν ότι οι γενετικοί παράγοντες παρά η άσκηση είναι υπεύθυνοι για τη συσχέτιση μεταξύ οστικής και μυϊκής μάζας. Αυτό φάνηκε από μελέτες σε μονοζυγωτικούς διδύμους. Είναι πιθανόν ότι αυτοί οι γενετικοί παράγοντες είναι γονίδια που ρυθμίζουν το μέγεθος διότι οι συσχετίσεις μεταξύ μυϊκής και οστικής μάζας σταματούν να υφίστανται όταν γίνει διόρθωση ως προς το ύψος (Seeman E, 1995).

 

 

 

Θεοδώρα Γ. Καλογεράκου


Πτυχιούχος Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού MSc, Σύμβουλος Διατροφής MSc

Μεταπτυχιακό Δίπλωμα στη Θεραπευτική Γυμναστική και στην Διατροφή σε Ειδικούς Πληθυσμούς

Μετεκπαίδευση σε Προγράμματα Φυσικής Αποκατάστασης και Διατροφής σε Χρόνιες Παθήσεις, Karolinska University, Στοκχόλμη Σουηδίας

Υποψήφια Διδάκτορας Ιατρικής Σχολής Αθηνών

#########